Fitch: Διατήρησε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Ελλάδας στo «BB» με σταθερή προοπτική
Ο οίκος αξιολόγησης Fitch επιβεβαίωσε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα «BB», με σταθερή προοπτική, επισημαίνοντας τον βαθμό εμπιστοσύνης στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, ακόμη και μετά το σοκ από την πανδημία. Στην ανακοίνωσή του, ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας 3% φέτος και 7,6% το 2022, υπό την προϋπόθεση της σοβαρής αποκλιμάκωσης της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης και την ταχεία απορρόφηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ.
Σε ανακοίνωσή του, ο οίκος αναφέρει ότι η αξιολόγηση της Ελλάδας αντανακλά το υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο των χωρών με αξιόχρεο «BB» και «BBB», καθώς και τις επιδόσεις της διακυβέρνησης που χαρακτηρίζει υψηλότερες από τις περισσότερες χώρες με μη επενδυτική διαβάθμιση. Αυτά τα ισχυρά σημεία σταθμίζονται με την αδύναμη μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, το πολύ υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα και τα πολύ υψηλά επίπεδα χρέους της γενικής κυβέρνησης και εξωτερικού χρέους. Οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν τον βαθμό εμπιστοσύνης στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, ακόμη και μετά το σοκ στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά από την πανδημία της COVID-19 και τους κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές, κρίνει.
Ο Fitch αναμένει ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας την επόμενη διετία μετά τη μείωση του ΑΕΠ το 2020, η οποία υπολογίζει ότι ανήλθε σε 10,2%. Συγκεκριμένα, προβλέπει ανάπτυξη 3% το 2021 και 7,6% το 2022, ενώ για τη συνέχεια προβλέπει σταδιακή μείωσή της προς τον μεσοπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό, τον οποίο εκτιμά στο 1%. Η πρόβλεψη για ισχυρή ανάπτυξη στη διετία 2021-2022 βασίζεται στην υπόθεση της σοβαρής αποκλιμάκωσης της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης μετά την υλοποίηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων και στην εμπροσθοβαρή απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ. Ωστόσο, ο οίκος σημειώνει ότι υπάρχουν καθοδικοί κίνδυνοι όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές και τις προβλέψεις του. Τυχόν «καθυστέρηση στην υλοποίηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στους βασικούς εμπορικούς εταίρους της, θα επιβράδυνε την ανάκαμψη του τουριστικού τομέα» ενώ η «αργή απορρόφηση των πόρων της ΕΕ θα επιβράδυνε την αύξηση της εγχώριας ζήτησης», εξηγεί.
Ο Fitch αναμένει ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αρχίσει να ανακάμπτει σθεναρά το δεύτερο τρίμηνο φέτος, ενώ η πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης μόνο 3% το 2021 βασίζεται στην αδύναμη ώθηση από το 2020 («carry-over») και τους συνεχιζόμενους περιορισμούς κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2021. Όσον αφορά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, ο οίκος κάνει την υπόθεση ότι η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει φέτος το 10% και το 2022 το 60% των επιχορηγήσεων ύψους 16,2 δισ. ευρώ που της αναλογούν. Το πολύ ισχυρότερο carry-over το 2022 και η ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι οι δύο παράγοντες που ο Fitch αναμένει ότι θα επιταχύνουν τον ρυθμό ανάπτυξης στο 7,6% το επόμενο έτος, ο οποίος στη συνέχεια σταδιακά θα μειώνεται προς το 1%, καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό και θα εξασθενίζει το όφελος από τα κονδύλια της ΕΕ.
Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, ο οίκος αναφέρει ότι το συνολικό μέγεθος των μέτρων στήριξης της οικονομίας για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου της πανδημίας εκτιμάται σε 24 δισ. ευρώ για το 2020 και σε 7,5 δισ. ευρώ για το 2021. Για το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο, εκτιμά ότι παρουσίασε έλλειμμα 9,3% του ΑΕΠ το 2020, το οποίο θα μειωθεί στο 7,2% το 2021 και περαιτέρω στο 2,6% το 2022 λόγω της ανάκαμψης της οικονομίας.
Για το χρέος της γενικής κυβέρνησης, ο οίκος εκτιμά ότι αυξήθηκε στο 210,5% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020 από 180,5% στο τέλος του 2019, ενώ προβλέπει ότι θα μειωθεί στο 206,9% στο τέλος του 2021 και περαιτέρω στο 191,5% στο τέλος του 2022. Όπως αναφέρει, ο όγκος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας θα παραμείνει πολύ υψηλός για μακρά περίοδο, ωστόσο τονίζει ότι υπάρχουν παράγοντες που στηρίζουν τη βιωσιμότητά του. Ανάμεσά τους: τα σημαντικά διαθέσιμα ρευστού που έχει η χώρα (περίπου 20% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) που μπορούν να καλύψουν απρόσμενες αυξήσεις δαπανών, το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα εξόφλησής του, με μέση διάρκεια περίπου τα 20 έτη, που είναι από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών που αξιολογεί ο Fitch. Επιπλέον, σημειώνει ο οίκος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αγοράσει, στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP, ελληνικά κρατικά ομόλογα ύψους 37 δισεκ. ευρώ, ακόμη μια πηγή χρηματοδοτικής ευελιξίας.
Για τον τραπεζικό τομέα, ο Fitch κρίνει ότι εξακολουθεί να αποτελεί αδυναμία για το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας, με το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων να παραμένει πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ παρά την πρόσφατη πρόοδο στους δείκτες της ποιότητας ενεργητικού. Ο οίκος προβλέπει αύξηση των «κόκκινων» δανείων μετά τη λήξη των αναστολών στην καταβολή δόσεων δανείων (μορατόρια). Θεωρεί, ωστόσο, ότι το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσε να μειωθεί, αν οι τράπεζες υλοποιήσουν τις προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων το 2021. «Η πρόταση της ελληνικής κεντρικής τράπεζας για τη σύσταση εταιρείας διαχείρισης χαρτοφυλακίου για την αντιμετώπιση του όγκου των κόκκινων δανείων των τραπεζών και η εφαρμογή της μεταρρύθμισης του πτωχευτικού νόμου από τον Ιανουάριο μπορεί να είναι θετικές για τις προοπτικές της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών μεσοπρόθεσμα», εκτιμά ο Fitch.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σε ανακοίνωσή του, ο οίκος αναφέρει ότι η αξιολόγηση της Ελλάδας αντανακλά το υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο των χωρών με αξιόχρεο «BB» και «BBB», καθώς και τις επιδόσεις της διακυβέρνησης που χαρακτηρίζει υψηλότερες από τις περισσότερες χώρες με μη επενδυτική διαβάθμιση. Αυτά τα ισχυρά σημεία σταθμίζονται με την αδύναμη μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, το πολύ υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα και τα πολύ υψηλά επίπεδα χρέους της γενικής κυβέρνησης και εξωτερικού χρέους. Οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν τον βαθμό εμπιστοσύνης στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, ακόμη και μετά το σοκ στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά από την πανδημία της COVID-19 και τους κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές, κρίνει.
Ο Fitch αναμένει ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας την επόμενη διετία μετά τη μείωση του ΑΕΠ το 2020, η οποία υπολογίζει ότι ανήλθε σε 10,2%. Συγκεκριμένα, προβλέπει ανάπτυξη 3% το 2021 και 7,6% το 2022, ενώ για τη συνέχεια προβλέπει σταδιακή μείωσή της προς τον μεσοπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό, τον οποίο εκτιμά στο 1%. Η πρόβλεψη για ισχυρή ανάπτυξη στη διετία 2021-2022 βασίζεται στην υπόθεση της σοβαρής αποκλιμάκωσης της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης μετά την υλοποίηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων και στην εμπροσθοβαρή απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ. Ωστόσο, ο οίκος σημειώνει ότι υπάρχουν καθοδικοί κίνδυνοι όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές και τις προβλέψεις του. Τυχόν «καθυστέρηση στην υλοποίηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στους βασικούς εμπορικούς εταίρους της, θα επιβράδυνε την ανάκαμψη του τουριστικού τομέα» ενώ η «αργή απορρόφηση των πόρων της ΕΕ θα επιβράδυνε την αύξηση της εγχώριας ζήτησης», εξηγεί.
Ο Fitch αναμένει ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αρχίσει να ανακάμπτει σθεναρά το δεύτερο τρίμηνο φέτος, ενώ η πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης μόνο 3% το 2021 βασίζεται στην αδύναμη ώθηση από το 2020 («carry-over») και τους συνεχιζόμενους περιορισμούς κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2021. Όσον αφορά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, ο οίκος κάνει την υπόθεση ότι η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει φέτος το 10% και το 2022 το 60% των επιχορηγήσεων ύψους 16,2 δισ. ευρώ που της αναλογούν. Το πολύ ισχυρότερο carry-over το 2022 και η ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι οι δύο παράγοντες που ο Fitch αναμένει ότι θα επιταχύνουν τον ρυθμό ανάπτυξης στο 7,6% το επόμενο έτος, ο οποίος στη συνέχεια σταδιακά θα μειώνεται προς το 1%, καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό και θα εξασθενίζει το όφελος από τα κονδύλια της ΕΕ.
Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, ο οίκος αναφέρει ότι το συνολικό μέγεθος των μέτρων στήριξης της οικονομίας για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου της πανδημίας εκτιμάται σε 24 δισ. ευρώ για το 2020 και σε 7,5 δισ. ευρώ για το 2021. Για το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο, εκτιμά ότι παρουσίασε έλλειμμα 9,3% του ΑΕΠ το 2020, το οποίο θα μειωθεί στο 7,2% το 2021 και περαιτέρω στο 2,6% το 2022 λόγω της ανάκαμψης της οικονομίας.
Για το χρέος της γενικής κυβέρνησης, ο οίκος εκτιμά ότι αυξήθηκε στο 210,5% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020 από 180,5% στο τέλος του 2019, ενώ προβλέπει ότι θα μειωθεί στο 206,9% στο τέλος του 2021 και περαιτέρω στο 191,5% στο τέλος του 2022. Όπως αναφέρει, ο όγκος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας θα παραμείνει πολύ υψηλός για μακρά περίοδο, ωστόσο τονίζει ότι υπάρχουν παράγοντες που στηρίζουν τη βιωσιμότητά του. Ανάμεσά τους: τα σημαντικά διαθέσιμα ρευστού που έχει η χώρα (περίπου 20% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) που μπορούν να καλύψουν απρόσμενες αυξήσεις δαπανών, το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα εξόφλησής του, με μέση διάρκεια περίπου τα 20 έτη, που είναι από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών που αξιολογεί ο Fitch. Επιπλέον, σημειώνει ο οίκος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αγοράσει, στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP, ελληνικά κρατικά ομόλογα ύψους 37 δισεκ. ευρώ, ακόμη μια πηγή χρηματοδοτικής ευελιξίας.
Για τον τραπεζικό τομέα, ο Fitch κρίνει ότι εξακολουθεί να αποτελεί αδυναμία για το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας, με το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων να παραμένει πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ παρά την πρόσφατη πρόοδο στους δείκτες της ποιότητας ενεργητικού. Ο οίκος προβλέπει αύξηση των «κόκκινων» δανείων μετά τη λήξη των αναστολών στην καταβολή δόσεων δανείων (μορατόρια). Θεωρεί, ωστόσο, ότι το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσε να μειωθεί, αν οι τράπεζες υλοποιήσουν τις προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων το 2021. «Η πρόταση της ελληνικής κεντρικής τράπεζας για τη σύσταση εταιρείας διαχείρισης χαρτοφυλακίου για την αντιμετώπιση του όγκου των κόκκινων δανείων των τραπεζών και η εφαρμογή της μεταρρύθμισης του πτωχευτικού νόμου από τον Ιανουάριο μπορεί να είναι θετικές για τις προοπτικές της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών μεσοπρόθεσμα», εκτιμά ο Fitch.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ