«Ηλεκτροσόκ» στο καλάθι της νοικοκυράς - Πού θα φτάσουν οι τιμές βασικών προϊόντων της καθημερινότητας με τις αυξήσεις
Τα απόνερα της πανδημίας επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο το ισοζύγιο
Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», λένε όσοι είναι εκπαιδευμένοι στις ιδιαιτερότητες και τις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, εκτιμώντας ότι οι αυξήσεις που θα περάσουν σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων δύσκολα θα φύγουν. Το ερώτημα που «καίει» είναι τι είδους αυξήσεις αναμένονται και αν έχει ημερομηνία λήξης αυτό το... ξενόφερτο τσουνάμι. Στις αρχές του χρόνου λίγοι φαντάζονταν την τέλεια καταιγίδα που θα ξε[1]σπούσε ανά τον κόσμο. Αναμφίβολα υπήρχαν ενδείξεις ότι η ταχύτερη ανάκαμψη των οικονομιών και η αναβαλλόμενη κατανάλωση θα δοκίμαζαν τους μηχανισμούς αποκατάστασης των ρυθμών παραγωγής και δυστυχώς οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν αυτές τις ανησυχίες. Η μεγάλη ζήτηση πρώτων υλών και τροφίμων προκάλεσε κύμα αυξήσεων στις διεθνείς τιμές, ενώ οι δυσκολίες στις μεταφορές -τα απόνερα της πανδημίας- επιβάρυναν ακόμα περισσότερο το ισοζύγιο προσφοράς - ζήτησης.
Το αποτέλεσμα;
-Αύξηση 50% στην τιμή της ζάχαρης
-Αύξηση 61% στην τιμή του φοινικέλαιου
- Αύξηση 35% στην τιμή του σιταριού
-Αύξηση 45% στην τιμή του καλαμποκιού
-Αύξηση 39% στην τιμή του χαλκού
-Αύξηση 44% στην τιμή του ατσαλιού.
Αυτά φυσικά είναι μόνο ένα μέρος του κόστους παραγωγής. Το σημαντικότερο παραμένει το κόστος της ενέργειας. Από πέρυσι κιόλας είχε φανεί ότι το φτηνό πετρέλαιο είναι παρελθόν και πολύ γρήγορα έγινε το άλμα από τα 20 δολάρια στα 70, υποχρεώνοντας τους οικονομολόγους της ΕΚΤ και της Κομισιόν να προβούν σε αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις προβλέψεων. Το πρόβλημα είναι ότι η απόφαση για στροφή σε «πράσινες» μορφές ενέργειας ανέδειξε το φυσικό αέριο ως το μεταβατικό καύσιμο, με αποτέλεσμα η εκτίναξη της ζήτησης να ανεβάσει κατά 81% την τιμή του και μοιραία αυτό να μεταφέρεται και στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού. Παράγοντες της εγχώριας αγοράς φθάνουν να μιλούν για αύξηση 100%-120% στα τιμολόγια από τον Ιούλιο κιόλας
«Φωτιά» οι λαϊκές αγορές
Ο πονοκέφαλος για τα νοικοκυριά -και ακολούθως για την κυβέρνηση- γίνεται εντονότερος, γιατί το... αποκούμπι των φτωχών, δηλαδή οι λαϊκές αγορές, απειλούνται να πάρουν «φωτιά». Σαν να μην έφτανε το αυξημένο κόστος παραγωγής -ζωοτροφές, σπόροι, λιπάσματα και φυσικά πετρέλαιο-, οι ακραίες καιρικές συνθήκες ρήμαξαν καλλιέργειες και τα αποτελέσματα είναι ήδη εμφανή. Ο παγετός της περασμένης άνοιξης εκτίναξε στα ύψη τις τιμές σε ροδάκι[1]να και κεράσια, που βρέθηκαν σε έλλειψη, ενώ ο παρατεταμένος καύσωνας έπληξε τα οπωροκηπευτικά, με αποτέλεσμα να καταγράφονται και να αναμένονται αυξήσεις ακόμα και πάνω από 50% σε ντομάτες, αγγούρια, κολοκυθάκια, μπρόκολα και μαρούλια.
Οι πρώτες ανατιμήσεις
Συγκρατημένες, αλλά υπαρκτές είναι και οι πρώτες ανατιμήσεις στα ράφια των σουπερμάρκετ. Σε κωδικούς συσκευασμένων τροφίμων (ζυμαρικά, ρύζι κ.λπ.), σε κατεψυγμένα, γαλακτοκομικά, ζαχαρώδη (μπισκότα, σοκολάτες κ.ά.) η αύξηση προβλέπεται να είναι γύρω στο 10% με 15% και μένει να διαπιστωθεί εάν οι συνδυαστικές προσφορές των αλυσίδων μπορούν να απορροφήσουν μέρος αυτών των ανατιμήσεων. Οσον αφορά τη μάχη του ψωμιού, αναμένεται σκληρή. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι η ραγδαία αύξηση σε αλεύρι, ζάχαρη, βούτυρα, μαργαρίνες και, πάνω από όλα, στο ρεύμα καθιστά αναπόφευκτη μια ανατίμηση επιβίωσης -όπως τη χαρακτηρίζουν- γύρω στο 20%, αν και σε κάποια είδη πολυτελείας η αύ[1]ξηση θα είναι μεγαλύτερη. Οι αυξήσεις αυτές θα φανούν τη Δευτέρα και από εκεί και πέρα, ανάλογα με την αποκλιμάκωση του κόστους, αλλά και τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, θα φανεί εάν θα ακολουθήσει νέος κύκλος ανατιμήσεων, όχι μόνο στο ψωμί, αλλά και σε άλλα αρτοσκευάσματα.