Νέα εποχή για τα Ελληνικά Ναυπηγεία - Tι συνέβη και έχουν γίνει περιζήτητα για τους επενδυτές
Νέα εποχή στον ορίζοντα για τα Ναυπηγεία σε Σκαραμαγκά, Ελευσίνα και Σύρο - Οι κινήσεις των επενδυτών, οι αποφάσεις της κυβέρνησης και τα Οικονομικά δεδομένα των συμφωνιών
Η ανακοίνωση του υπουργείου Ανάπτυξης για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό των Ναυπηγείων Ελευσίνας, με τη συνδρομή της ιταλικής Fincantieri, της αμερικανικής DCF και της ελληνικής Onex, σκόρπισε χαμόγελα σε πολλούς. Πρώτιστα έφερε χαμόγελα στις τάξεις των εργαζομένων των Ναυπηγείων Ελευσίνας, οι οποίοι έπειτα από μία δεκαετία για πρώτη φορά βλέπουν φως τόσο για την αποπληρωμή των δεδουλευμένων τους, που φτάνουν τα 40 εκατ. ευρώ, όσο και γιατί πλέον διακρίνουν ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο ναυπηγείο.
Δευτερευόντως, η κίνηση αυτή φέρνει χαμόγελα στην εφοπλιστική κοινότητα της χώρας. Η τελευταία διαβλέπει τη δημιουργία μιας δεύτερης βάσης ναυπηγοεπισκευών εντός της επικράτειας, μετά από εκείνη του Νεώριου της Σύρου. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται κρίσιμη τόσο ενόψει των αλλαγών που θα εισαγάγει η Ευρωπαϊκή Ενωση σχετικά με τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα λειτουργίας των πλοίων όσο και με το ότι το Νεώριο έχει «μπουκώσει» με παραγγελίες ναυπηγοεπισκευών.
Η σύμπραξη των Fincantieri, DFC και Onex έφερε, ακόμα, χαμόγελα και στην κυβέρνηση, και ειδικά στο υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο έφερε σε πέρας μια υπόθεση που αρχικά φαινόταν εντελώς χαμένη. Δεν είναι, μάλιστα, λίγοι εκείνοι που προεξόφλησαν το ναυάγιο της εξυγίανσης των Ναυπηγείων Ελευσίνας μετά την ανάθεση των φρεγατών στη γαλλική Naval. Ετσι, μετά και τη διάσωση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, η κυβέρνηση οδηγεί στην αναβίωση των τριών μεγάλων ναυπηγικών μονάδων της χώρας, και μάλιστα χωρίς η εξέλιξη αυτή να συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με κρατικά συμβόλαια, όπως συνέβη σε όλες τις προγενέστερες φάσεις λειτουργίας των μονάδων αυτών.
Ευχαριστημένο, ακόμα, θα πρέπει να είναι και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, το οποίο, καθώς στο παρελθόν έχει δεινοπαθήσει με το έργο των Ναυπηγείων Ελευσίνας, τώρα θα βρει, με τη συνεργασία της ιταλικής Fincantieri, μια πιο αξιόπιστη βάση ναυπηγοεπισκευών και αναθέσεων παραγωγής πολεμικών σκαφών. Τέλος, ευχαριστημένοι πρέπει να είναι και οι πολίτες της χώρας, καθώς πλέον τρεις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες είτε βγήκαν από τη χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού (Ναυπηγεία Σύρου) είτε θα βγουν σε έναν ορατό χρονικό ορίζοντα (Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Ελευσίνας). Μόνον η λειτουργία των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά έχει κοστίσει στον Έλληνα φορολογούμενο πάνω από 1 δισ. ευρώ, ενώ τα Ναυπηγεία Ελευσίνας πάνω από 500 εκατομμύρια ευρώ.
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει μετά την ανακοίνωση της Πέμπτης 21 Οκτωβρίου από τον υπουργό Ανάπτυξης, Άδωνι Γεωργιάδη, είναι τι συνέβη και ξαφνικά τα δύο μεγαλύτερα ναυπηγεία της χώρας βρέθηκαν με ενδιαφερόμενους επενδυτές, όταν επί δεκαετίες παρέμεναν στα αζήτητα. Και μάλιστα αξίζει να αναφερθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι είναι επενδυτές που θεωρούνται πρώτης τάξης επιχειρηματικά ονόματα διεθνώς και συνιστούν ψήφο εμπιστοσύνης προς τη χώρα.
Καταλύτη για την αλλαγή στάσης των επενδυτών απέναντι στα ελληνικά ναυπηγεία, όπως παραδέχονται άνθρωποι της αγοράς, αποτέλεσε το παράδειγμα του Νεωρίου της Σύρου. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, η πορεία του ναυπηγείου της Σύρου ήταν ο βασικός λόγος που πολλοί επενδυτές άρχισαν να αναθεωρούν τη στάση τους για τα ελληνικά ναυπηγεία. Μάλιστα, φαίνεται ότι το ναυπηγείο αυτό ενδυναµώθηκε µέσα στην κρίση της πανδηµίας, µε τα συµβόλαια ναυπηγοεπισκευής να έχουν εκτοξευθεί, χωρίς µάλιστα κάποιο από αυτά να αφορά πολεµικά σκάφη.
Όπως αναφέρουν οι Έλληνες εφοπλιστές, πριν από το Νεώριο αναγκάζονταν να πηγαίνουν κυρίως σε τουρκικά ναυπηγεία για τις ναυπηγοεπισκευές και µαζί τους ακολουθούσαν και Ισραηλινοί και άλλοι εφοπλιστές από χώρες της Μέσης Ανατολής, που µε µισή καρδιά συνεργάζονται µε τα τουρκικά ναυπηγεία.
Το Νεώριο της Σύρου τούς έδωσε µια εναλλακτική λύση, χωρίς σηµαντική αύξηση του κόστους. Έτσι, το ναυπηγείο γέµισε όχι µόνο για φέτος, αλλά και για του χρόνου. «Για εµάς, τους Έλληνες πλοιοκτήτες, αποτελεί µεγάλη ανακούφιση, διότι δεν είχαµε πουθενά αλλού να στείλουµε τα πλοία µας όταν βρισκόµασταν στο δυτικό ηµισφαίριο και αναγκαστικά καταλήγαµε σε τουρκικά ναυπηγεία», είχε δηλώσει σε εκδήλωση της ONEX Shipyards, που ελέγχει τα Ναυπηγεία της Σύρου, ο Πέτρος Παππάς, επικεφαλής της Star Bulk. «Η δουλειά που γίνεται», είχε προσθέσει, «είναι υψηλής ποιότητας και σε χρονικά πλαίσια που ανταγωνίζονται ακόµα και τα κινεζικά ναυπηγεία».
Παράλληλα, όπως αναφέρει ο επικεφαλής των εργαζοµένων στα Ναυπηγεία Ελευσίνας, Νίκος Παπανικολάου, σηµαντικό ρόλο διαδραµάτισε και η αποτελεσµατική διοίκηση των Nαυπηγείων Σύρου, κάτι που δεν ίσχυσε επί εποχής Ταβουλάρη. Αυτό έδειξε ότι τα ναυπηγεία της χώρας δεν είναι από χέρι χαµένη υπόθεση και ότι µπορεί να έχουν και επιχειρηµατικό ενδιαφέρον. «Κανένας δεν έρχεται να επενδύσει αν δεν διακρίνει την προοπτική του κέρδους», αναφέρει κυβερνητική πηγή.
Ο τρίτος παράγοντας προσέλκυσης επενδυτικού ενδιαφέροντος για τα ναυπηγεία είναι αναµφίβολα το σταθερό και φιλικό επενδυτικό περιβάλλον που έχει δηµιουργήσει η κυβέρνηση και οι προσπάθειές της για αλλαγή παραγωγικού µοντέλου. Τέλος, φαίνεται ότι και η ∆ύση συνολικά συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα σταδιακής απεξάρτησής της από τα ασιατικά ή/και τα τουρκικά ναυπηγεία και ότι και η ευρωπαϊκή ήπειρος πρέπει να αποκτήσει ένα ειδικό βάρος στις ναυπηγήσεις / ναυπηγοεπισκευές πλοίων.
Σηµειώνεται ότι η πρόθεση του εφοπλιστή Γιώργου Προκοπίου είναι να λειτουργήσει τα Ναυπηγεία Σκαραµαγκά αποκλειστικά για τη ναυπήγηση πολιτικών σκαφών. Σε αντίθεση, δηλαδή, µε ό,τι συµβαίνει σήµερα, δεν θα υπάρξουν ναυπηγήσεις / ναυπηγοεπισκευές αµυντικού χαρακτήρα. Στόχος του, όπως αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη, είναι η κατασκευή µεγάλων γιοτ, που, λόγω χαµηλότερου παραγωγικού κόστους, αλλά και µιας ισχυρής βιοµηχανίας σχεδιασµού, µπορούν να ανταγωνιστούν τους µεγάλους κατασκευαστές γιοτ της Ευρώπης και άλλων χωρών. Η περίπτωση των Ναυπηγείων Ελευσίνας είναι διαφορετική. Πρόθεση των επενδυτών είναι ο µετασχηµατισµός της εταιρείας «Ναυπηγεία Ελευσίνας» σε δύο ξεχωριστές εταιρείες. Η πρώτη θα ασχοληθεί αποκλειστικά µε ναυπηγήσεις / ναυπηγοεπισκευές εµπορικών σκαφών και η δεύτερη µε ναυπηγήσεις πολεµικών σκαφών.
Αν οι δύο συµφωνίες εξυγίανσης των δύο ναυπηγείων, Σκαραµαγκά και Ελευσίνας, τελικά προχωρήσουν, τότε αναµένεται σε µια περίοδο 12 έως 24 µηνών να επενδυθούν από 200 εκατ. έως 300 εκατ. ευρώ. Τόσα εκτιµάται ότι θα κοστίσει ο εκσυγχρονισµός των δύο ναυπηγείων, ο εξοπλισµός των οποίων θεωρείται πεπαλαιωµένος επί δεκαετίες. Και σε αυτά τα ποσά δεν περιλαµβάνεται το τίµηµα εξαγοράς των Ναυπηγείων Σκαραµαγκά (67 εκατ. ευρώ), ούτε η αποπληρωµή µέρους του χρέους των Ναυπηγείων Ελευσίνας (εκτιµάται σε 200-250 εκατ. ευρώ). Η συνολική αξία της επένδυσης στα δύο ναυπηγεία, εποµένως, θα ξεπεράσει τα 500 εκατ. ευρώ και πιθανώς τα 600 εκατ. ευρώ. Το πιο σηµαντικό, ωστόσο, είναι ότι τα ναυπηγεία µπορούν να δώσουν εργασία σε 1.000 έως 2.000 άτοµα άµεσα και σε πολύ περισσότερα έµµεσα. Επιπλέον, θα πυκνώσουν οι δεσµοί µε τον ιταλοαµερικανικό παράγοντα, που ενδιαφέρεται για τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται σε γεωστρατηγικό επίπεδο.
Δευτερευόντως, η κίνηση αυτή φέρνει χαμόγελα στην εφοπλιστική κοινότητα της χώρας. Η τελευταία διαβλέπει τη δημιουργία μιας δεύτερης βάσης ναυπηγοεπισκευών εντός της επικράτειας, μετά από εκείνη του Νεώριου της Σύρου. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται κρίσιμη τόσο ενόψει των αλλαγών που θα εισαγάγει η Ευρωπαϊκή Ενωση σχετικά με τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα λειτουργίας των πλοίων όσο και με το ότι το Νεώριο έχει «μπουκώσει» με παραγγελίες ναυπηγοεπισκευών.
Η σύμπραξη των Fincantieri, DFC και Onex έφερε, ακόμα, χαμόγελα και στην κυβέρνηση, και ειδικά στο υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο έφερε σε πέρας μια υπόθεση που αρχικά φαινόταν εντελώς χαμένη. Δεν είναι, μάλιστα, λίγοι εκείνοι που προεξόφλησαν το ναυάγιο της εξυγίανσης των Ναυπηγείων Ελευσίνας μετά την ανάθεση των φρεγατών στη γαλλική Naval. Ετσι, μετά και τη διάσωση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, η κυβέρνηση οδηγεί στην αναβίωση των τριών μεγάλων ναυπηγικών μονάδων της χώρας, και μάλιστα χωρίς η εξέλιξη αυτή να συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με κρατικά συμβόλαια, όπως συνέβη σε όλες τις προγενέστερες φάσεις λειτουργίας των μονάδων αυτών.
Ευχαριστημένο, ακόμα, θα πρέπει να είναι και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, το οποίο, καθώς στο παρελθόν έχει δεινοπαθήσει με το έργο των Ναυπηγείων Ελευσίνας, τώρα θα βρει, με τη συνεργασία της ιταλικής Fincantieri, μια πιο αξιόπιστη βάση ναυπηγοεπισκευών και αναθέσεων παραγωγής πολεμικών σκαφών. Τέλος, ευχαριστημένοι πρέπει να είναι και οι πολίτες της χώρας, καθώς πλέον τρεις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες είτε βγήκαν από τη χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού (Ναυπηγεία Σύρου) είτε θα βγουν σε έναν ορατό χρονικό ορίζοντα (Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Ελευσίνας). Μόνον η λειτουργία των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά έχει κοστίσει στον Έλληνα φορολογούμενο πάνω από 1 δισ. ευρώ, ενώ τα Ναυπηγεία Ελευσίνας πάνω από 500 εκατομμύρια ευρώ.
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει μετά την ανακοίνωση της Πέμπτης 21 Οκτωβρίου από τον υπουργό Ανάπτυξης, Άδωνι Γεωργιάδη, είναι τι συνέβη και ξαφνικά τα δύο μεγαλύτερα ναυπηγεία της χώρας βρέθηκαν με ενδιαφερόμενους επενδυτές, όταν επί δεκαετίες παρέμεναν στα αζήτητα. Και μάλιστα αξίζει να αναφερθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι είναι επενδυτές που θεωρούνται πρώτης τάξης επιχειρηματικά ονόματα διεθνώς και συνιστούν ψήφο εμπιστοσύνης προς τη χώρα.
Καταλύτη για την αλλαγή στάσης των επενδυτών απέναντι στα ελληνικά ναυπηγεία, όπως παραδέχονται άνθρωποι της αγοράς, αποτέλεσε το παράδειγμα του Νεωρίου της Σύρου. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, η πορεία του ναυπηγείου της Σύρου ήταν ο βασικός λόγος που πολλοί επενδυτές άρχισαν να αναθεωρούν τη στάση τους για τα ελληνικά ναυπηγεία. Μάλιστα, φαίνεται ότι το ναυπηγείο αυτό ενδυναµώθηκε µέσα στην κρίση της πανδηµίας, µε τα συµβόλαια ναυπηγοεπισκευής να έχουν εκτοξευθεί, χωρίς µάλιστα κάποιο από αυτά να αφορά πολεµικά σκάφη.
Όπως αναφέρουν οι Έλληνες εφοπλιστές, πριν από το Νεώριο αναγκάζονταν να πηγαίνουν κυρίως σε τουρκικά ναυπηγεία για τις ναυπηγοεπισκευές και µαζί τους ακολουθούσαν και Ισραηλινοί και άλλοι εφοπλιστές από χώρες της Μέσης Ανατολής, που µε µισή καρδιά συνεργάζονται µε τα τουρκικά ναυπηγεία.
Χαμόγελα και θετικές ειδήσεις μετά τις τελευταίες εξελίξεις τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τους Έλληνες φορολογουμένους
Το Νεώριο της Σύρου τούς έδωσε µια εναλλακτική λύση, χωρίς σηµαντική αύξηση του κόστους. Έτσι, το ναυπηγείο γέµισε όχι µόνο για φέτος, αλλά και για του χρόνου. «Για εµάς, τους Έλληνες πλοιοκτήτες, αποτελεί µεγάλη ανακούφιση, διότι δεν είχαµε πουθενά αλλού να στείλουµε τα πλοία µας όταν βρισκόµασταν στο δυτικό ηµισφαίριο και αναγκαστικά καταλήγαµε σε τουρκικά ναυπηγεία», είχε δηλώσει σε εκδήλωση της ONEX Shipyards, που ελέγχει τα Ναυπηγεία της Σύρου, ο Πέτρος Παππάς, επικεφαλής της Star Bulk. «Η δουλειά που γίνεται», είχε προσθέσει, «είναι υψηλής ποιότητας και σε χρονικά πλαίσια που ανταγωνίζονται ακόµα και τα κινεζικά ναυπηγεία».
Παράλληλα, όπως αναφέρει ο επικεφαλής των εργαζοµένων στα Ναυπηγεία Ελευσίνας, Νίκος Παπανικολάου, σηµαντικό ρόλο διαδραµάτισε και η αποτελεσµατική διοίκηση των Nαυπηγείων Σύρου, κάτι που δεν ίσχυσε επί εποχής Ταβουλάρη. Αυτό έδειξε ότι τα ναυπηγεία της χώρας δεν είναι από χέρι χαµένη υπόθεση και ότι µπορεί να έχουν και επιχειρηµατικό ενδιαφέρον. «Κανένας δεν έρχεται να επενδύσει αν δεν διακρίνει την προοπτική του κέρδους», αναφέρει κυβερνητική πηγή.
Ο τρίτος παράγοντας προσέλκυσης επενδυτικού ενδιαφέροντος για τα ναυπηγεία είναι αναµφίβολα το σταθερό και φιλικό επενδυτικό περιβάλλον που έχει δηµιουργήσει η κυβέρνηση και οι προσπάθειές της για αλλαγή παραγωγικού µοντέλου. Τέλος, φαίνεται ότι και η ∆ύση συνολικά συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα σταδιακής απεξάρτησής της από τα ασιατικά ή/και τα τουρκικά ναυπηγεία και ότι και η ευρωπαϊκή ήπειρος πρέπει να αποκτήσει ένα ειδικό βάρος στις ναυπηγήσεις / ναυπηγοεπισκευές πλοίων.
Τεράστια ζήτηση σε εργασίες ναυπηγοεπισκευής
Όπως παραδέχονται κυβερνητικές πηγές, τα ελληνικά ναυπηγεία δεν θα ανταγωνιστούν τα κορεατικά ή τα κινεζικά και τα ιαπωνικά. Ωστόσο, µπορούν να αναλάβουν ένα µεγάλο µέρος της ναυπηγοεπισκευής ελληνικών (και όχι µόνο) πλοίων. Ειδικά µετά την επικείµενη αλλαγή των περιβαλλοντικών όρων, είτε από τον ∆ιεθνή Οργανισµό Ναυτιλίας (IMO) είτε / και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα προκληθεί τεράστια ζήτηση σε εργασίες ναυπηγοεπισκευής. Μόνον ο ελληνόκτητος στόλος πλησιάζει τα 5.000 πλοία, εκ των οποίων περίπου το ένα τρίτο φέρει ελληνική σηµαία.Σηµειώνεται ότι η πρόθεση του εφοπλιστή Γιώργου Προκοπίου είναι να λειτουργήσει τα Ναυπηγεία Σκαραµαγκά αποκλειστικά για τη ναυπήγηση πολιτικών σκαφών. Σε αντίθεση, δηλαδή, µε ό,τι συµβαίνει σήµερα, δεν θα υπάρξουν ναυπηγήσεις / ναυπηγοεπισκευές αµυντικού χαρακτήρα. Στόχος του, όπως αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη, είναι η κατασκευή µεγάλων γιοτ, που, λόγω χαµηλότερου παραγωγικού κόστους, αλλά και µιας ισχυρής βιοµηχανίας σχεδιασµού, µπορούν να ανταγωνιστούν τους µεγάλους κατασκευαστές γιοτ της Ευρώπης και άλλων χωρών. Η περίπτωση των Ναυπηγείων Ελευσίνας είναι διαφορετική. Πρόθεση των επενδυτών είναι ο µετασχηµατισµός της εταιρείας «Ναυπηγεία Ελευσίνας» σε δύο ξεχωριστές εταιρείες. Η πρώτη θα ασχοληθεί αποκλειστικά µε ναυπηγήσεις / ναυπηγοεπισκευές εµπορικών σκαφών και η δεύτερη µε ναυπηγήσεις πολεµικών σκαφών.
Νέες θέσεις εργασίας και εμβάθυνση των δεσμών µε τον ιταλοαµερικανικό παράγοντα
Πολλοί διαβλέπουν την ανάθεση κατασκευής τριών ή και περισσότερων κορβετών στο αµυντικό ναυπηγείο της Ελευσίνας για λογαριασµό του Πολεµικού Ναυτικού της χώρας µας. Ωστόσο, όπως αναφέρει κυβερνητική πηγή, αυτό υπάρχει µόνον ως προοπτική και όχι ως δέσµευση από την ελληνική πλευρά.Αν οι δύο συµφωνίες εξυγίανσης των δύο ναυπηγείων, Σκαραµαγκά και Ελευσίνας, τελικά προχωρήσουν, τότε αναµένεται σε µια περίοδο 12 έως 24 µηνών να επενδυθούν από 200 εκατ. έως 300 εκατ. ευρώ. Τόσα εκτιµάται ότι θα κοστίσει ο εκσυγχρονισµός των δύο ναυπηγείων, ο εξοπλισµός των οποίων θεωρείται πεπαλαιωµένος επί δεκαετίες. Και σε αυτά τα ποσά δεν περιλαµβάνεται το τίµηµα εξαγοράς των Ναυπηγείων Σκαραµαγκά (67 εκατ. ευρώ), ούτε η αποπληρωµή µέρους του χρέους των Ναυπηγείων Ελευσίνας (εκτιµάται σε 200-250 εκατ. ευρώ). Η συνολική αξία της επένδυσης στα δύο ναυπηγεία, εποµένως, θα ξεπεράσει τα 500 εκατ. ευρώ και πιθανώς τα 600 εκατ. ευρώ. Το πιο σηµαντικό, ωστόσο, είναι ότι τα ναυπηγεία µπορούν να δώσουν εργασία σε 1.000 έως 2.000 άτοµα άµεσα και σε πολύ περισσότερα έµµεσα. Επιπλέον, θα πυκνώσουν οι δεσµοί µε τον ιταλοαµερικανικό παράγοντα, που ενδιαφέρεται για τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται σε γεωστρατηγικό επίπεδο.