Η ερώτηση του... ενός εκατοµµυρίου αφορά την πρόβλεψη για τους ρυθµούς ανάπτυξης του 2021 και του 2022, που θα ενσωµατώσει τελικά το υπουργείο Οικονοµικών στον Προϋπολογισµό. Και το ερώτηµα δεν είναι ακαδηµαϊκού χαρακτήρα, ούτε αποτελεί στοίχηµα για αναλυτές και οικονοµολόγους, αλλά «καίει» νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αφού από την απάντησή του θα κριθούν οι δυνατότητες έκτακτων ενισχύσεων και επιδοτήσεων είτε στο τέλος της φετινής χρονιάς είτε στη διάρκεια της επόµενης.

Το µόνο σίγουρο είναι ότι η πρόβλεψη για 6,1% φέτος και 4,5% του χρόνου έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι, αν και υπάρχουν εισηγήσεις και στοιχεία που επιτρέπουν να τεθεί ο πήχης κοντά στο 8% για το 2021, στο υπουργείο Οικονοµικών θα κινηθούν συντηρητικά, στη λογική του «Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε». Ωστόσο, ακόµα κι έτσι, µια επιτάχυνση του ΑΕΠ έστω κατά µία ποσοστιαία µονάδα µπορεί να δηµιουργήσει χώρο από 500 έως 700 εκατ. ευρώ, κυρίως µέσω της υπέρβασης των εσόδων.

ypoik

Τα στοιχεία του Σεπτεµβρίου ενίσχυσαν αυτό το σενάριο, ωστόσο ο Οκτώβριος δεν ήταν αντίστοιχα θεαµατικός, επιβεβαιώνοντας έτσι όσους κάνουν λόγο για θρίλερ µέχρι την τελευταία στιγµή. Εκτός δραµατικού απροόπτου, από αρνητικές εξελίξεις που µπορεί να πυροδοτήσει το νέο κύµα πανδηµίας, εκτιµάται ότι στη χειρότερη περίπτωση το φετινό δηµοσιονοµικό αποτέλεσµα µπορεί να είναι καλύτερο κατά 300-400 εκατ. ευρώ από τις προβλέψεις. Αυτό που τονίζουν, όµως, αρµόδιες πηγές είναι ότι δεν µιλάµε για πλεόνασµα, αλλά για µικρότερο έλλειµµα, επιχειρώντας έτσι να τραβήξουν τα... γκέµια όσων µιλάνε δεξιά και αριστερά για «µέρισµα» παλαιού τύπου. Αλλωστε, ακόµα και µε το... καλό σενάριο, το φετινό πρωτογενές έλλειµµα θα κινείται γύρω στα 13 δισ. ευρώ.

«Κλείνει», λοιπόν, οριστικά η κουβέντα για έκτακτη εισοδηµατική ενίσχυση στο τέλος του χρόνου; Με τα σηµερινά δεδοµένα µοιάζει δύσκολη, αλλά δεν µπορεί να αποκλειστεί. Ηδη, η κυβέρνηση, αναδιατάσσοντας τις προτεραιότητες µετά το κύµα ανατιµήσεων, ενισχύει µε περίπου 620 εκατ. ευρώ τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ώστε να απορροφήσουν το µεγάλο µέρος του φουσκωµένου ενεργειακού κόστους. Γνωρίζοντας, όµως, ότι διανύουµε τους τελευταίους µήνες εκεχειρίας µε τους «σκληρούς» του Βορρά, όπου µπορούν να «περάσουν» µέτρα έκτακτου χαρακτήρα ως στήριξη απέναντι στην πανδηµία, αλλά και στο κόστος ενέργειας, θα εξαντληθούν όλα τα δηµοσιονοµικά περιθώρια για µια εφάπαξ ενίσχυση.

Ποιοι θα είναι οι αποδέκτες της ενίσχυσης 

Στην περίπτωση που ο Προϋπολογισµός υποστηρίξει αυτό το σενάριο, οι αποδέκτες της ενίσχυσης θα είναι χαµηλοσυνταξιούχοι, άνεργοι και χαµηλόµισθοι, οι οποίοι δεν εντάσσονται στο Ελάχιστο Εγγυηµένο Εισόδηµα, το οποίο ούτως ή άλλως θα δοθεί διπλό εντός του ∆εκεµβρίου στους δικαιούχους. Στο τραπέζι υπάρχει πάντα το σενάριο για ένα έκτακτο επίδοµα στους υγειονοµικούς της «πρώτης γραµµής», όπως είχε συµβεί το Πάσχα της πρώτης καραντίνας.

Για την επόµενη χρονιά, η εξίσωση είναι ακόµα πιο σύνθετη. Στην περίπτωση που το θετικό carry over του 2021 οδηγήσει το ΑΕΠ στη ζώνη του 5%, επιτυγχάνεται κατ’ αρχάς ο στρατηγικός στόχος για, ει δυνατόν, µηδενικό πρωτογενές έλλειµµα, το οποίο επί του παρόντος υπολογίζεται σε περίπου 1,6 δισ. ευρώ. Αν και το 2022 είναι, επίσης, χρονιά που οι κανόνες του Συµφώνου Σταθερότητας θα παραµείνουν στον «πάγο», στο υπουργείο Οικονοµικών θέλουν να δηµιουργήσουν τις προϋποθέσεις αφενός για να βγει η χώρα από το καθεστώς της ενισχυµένης εποπτείας, αφετέρου για να υλοποιηθεί ο στρατηγικός σχεδιασµός των µόνιµων µειώσεων φόρων από το 2023 και µετά.

Mια επιτάχυνση του ΑΕΠ έστω κατά μία ποσοστιαία μονάδα μπορεί να δημιουργήσει χώρο από 500 έως 700 εκατ. ευρώ, κυρίως μέσω της υπέρβασης των εσόδων


Η εξίσωση γίνεται ακόµα πιο δύσκολη, αν προσθέσει κανείς την παράµετρο του ΕΝΦΙΑ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το τελικό σχέδιο αναµόρφωσης του φόρου δεν θα έχει ολοκληρωθεί έως τη συζήτηση για τον Προϋπολογισµό, ενδεχοµένως ούτε έως το τέλος του χρόνου. Η δυσκολία είναι τριπλή: 1) Η νέα κλίµακα του φόρου θα πρέπει κατ’ αρχάς να «σβήνει» τις επιβαρύνσεις από την αναπροσαρµογή των αντικειµενικών αξιών, ειδικά για τους µικροµεσαίους ιδιοκτήτες. 2) Θα πρέπει να καταστεί δυνατή η µείωση του φόρου για τη συντριπτική πλειονότητα των ιδιοκτητών. 3) Θα πρέπει να καταργηθεί ο συµπληρωµατικός φόρος µε τη σηµερινή του µορφή, χωρίς όµως να ευνοηθούν υπέρµετρα οι ιδιοκτησίες πάνω από 250-300 χιλιάδες ευρώ.

Πρόθεση του υπουργείου Οικονοµικών είναι το τελικό σχέδιο των ελαφρύνσεων του ΕΝΦΙΑ να πάρει το «ΟΚ» από τους θεσµούς στα µέσα Ιανουαρίου, στο πλαίσιο της επόµενης αξιολόγησης, κάτι που φαίνεται ότι θα απαιτήσει όµως και κονδύλι από τον Προϋπολογισµό, αφού η ένταξη των νέων περιοχών στο αντικειµενικό σύστηµα δεν φαίνεται να αποδίδει τα αναµενόµενα, παρά γύρω στα 200-300 εκατ. ευρώ.