Νέες αποκαλύψεις για Μελισσανίδη - Οι αγωγές μιλούν για εικονικές συναλλαγές και προσπάθεια συγκάλυψης
Το άρθρο αυτό αποτελεί το δεύτερο μέρος του δημοσιεύματος, όπου και αναλυτικά αναγράφονται όλες οι δραστηριότητες για τις οποίες κατηγορείται ο Δημήτρης Μελισσανίδης
Σε συνέχεια του πρώτου ρεπορτάζ που δημοσίευσαν «ΤΑ ΝΕΑ» και ο ιστότοπος in.gr, με αφορμή την αγωγή που έχει κατατεθεί στο Λουξεμβούργο εις βάρος του Δημήτρη Μελισσανίδη, του γιου του Γεωργίου, των εταιρειών Grady Properties Corporation SA, με έδρα το Λουξεμβούργο, Leveret International S.A, OilTank Engineering and Consulting Ltd και των δύο εκκαθαριστών της εταιρείας Leveret, ασχοληθήκαμε με τον τρόπο που η εταιρεία OilTank Engineering and Consulting Ltd (εφεξής ΟΤΕ), εμφανίζεται να λαμβάνει πολύ μεγάλα ποσά για την κατασκευή ενός Τερματικού Σταθμού στη Φουτζέιρα για λογαριασμό της εταιρείας Aegean Marine Petroleum Network – ΑMPNI (εφεξής Aegean), στοιχείο που κατά τους ενάγοντες σημαίνει ότι μέρος των χρημάτων αυτών πήγε για ίδιο όφελος των εναγομένων.
Δείτε εδώ: Νέους μπελάδες έχει ο Μελισσανίδης - Πολλαπλασιάζονται οι αγωγές για την Aegean
Το άρθρο αυτό αποτελεί το δεύτερο μέρος της προηγούμενης ανάρτησης, όπου και αναλυτικά αναγράφονται όλες οι δραστηριότητες για τις οποίες κατηγορείται ο Δημήτρης Μελισσανίδης.
Αναλυτικά το δεύτερο μέρος όπως δημοσιεύτηκε στα άνωθεν μέσα
Οταν όλα οδηγούν στην «Grady»
Εκτός από τις συναλλαγές μέσω της OTE, η αγωγή στέκεται και στις συναλλαγές της Grady. Σύμφωνα με την αγωγή, στις 16 Ιανουαρίου 2014 «η AMP LLC κατέβαλε 6.276.240 USD στην Grady. Ουδείς εκ των εναγομένων προσκόμισε κάποια συμβατική τεκμηρίωση, η οποία να εξηγεί την υποχρέωση του ομίλου Aegean να προβεί σε μια τέτοια πληρωμή».
Η Grady είναι ιδιοκτησίας του Γιώργου Μελισσανίδη, γιου του ιδρυτή της Aegean, ενώ «φαίνεται ότι η Grady στην αρχή ήταν ιδιοκτησίας του αδελφού του Δημήτρη Μελισσανίδη, Ιάκωβου Μελισσανίδη». Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι δεν είναι μια ανεξάρτητη εταιρεία, ότι στην πραγματικότητα «ήταν τότε, και παραμένει, μια αποθήκη πλούτου που δημιούργησε ο Δημήτρης Μελισσανίδης και ο Δημήτρης Μελισσανίδης είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχο πρακτικά του ενεργητικού της όταν αυτό είναι αναγκαίο» και ότι τα διευθυντικά στελέχη της Grady και των θυγατρικών της αλληλοεπικαλύπτονται με τα διευθυντικά στελέχη των εταιρειών που ελέγχονται από τον Μελισσανίδη.
Σύμφωνα με την αγωγή, η Grady «ήταν και συνεχίζει να είναι εταιρεία χαρτοφυλακίου για διάφορα εμπορικά συμφέροντα της οικογένειας Μελισσανίδη». Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι κατέχει το 100% των εταιρειών Yeonama Holdings Co Ltd και Aegean Net Fuels Ltd, εταιρειών επίσης συμφερόντων της οικογένειας Μελισσανίδη. Ο Γεώργιος Μελισσανίδης κατέχει επίσης το 100% της Georgiella Holdings Co. Ltd.
Σύμφωνα με την αγωγή, η Grady έπαιξε σημαντικό ρόλο στον τρόπο που η οικογένεια Μελισσανίδη συμμετείχε στη διαδικασία ιδιωτικοποίησης του ΟΠΑΠ. Σύμφωνα με την αγωγή «ο Δημήτρης Μελισσανίδης δημιούργησε μία κυπριακή εταιρεία με το όνομα Yeonama στις 26 Ιουλίου 2012 για την πραγματοποίηση της επένδυσης στην Emma Delta. Η Yeonama αρχικά ήταν ιδιοκτησίας κατά 40% της Leveret, κατά 30% της Grady και κατά 30% της Gtech (εταιρεία δραστηριοποιούμενη στον ιταλικό κλάδο παιγνίων)». Η Emma Delta ήταν το joint venture με τον Jiri Smejc και άλλους επενδυτές για την εξαγορά του 33% της ΟΠΑΠ ΑΕ. Η Yeonama έλαβε επενδυτικές μετοχές της ΟΠΑΠ ΑΕ. Μια άλλη εταιρεία της οικογένειας Μελισσανίδη, η Georgiella (στην οποία συμμετέχει κατά 100% ο Γεώργιος Μελισσανίδης), πήρε το 33% των μετοχών διαχείρισης της Emma Delta. Σύμφωνα με την αγωγή μπορεί να παρουσιάστηκε ο Γεώργιος Μελισσανίδης ως το μέλος της οικογένειας Μελισσανίδη που διαχειρίζεται τη συγκεκριμένη επένδυση, «οι μεταγενέστερες συμφωνίες μετόχων ανάμεσα στον Δημήτρη Μελισσανίδη, τον Jiri Smejc και άλλες οντότητες που κατείχαν μία συμμετοχή στον ΟΠΑΠ (ή τη διαχειρίζονταν) καταδεικνύουν ότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης ήταν ουσιαστικά ο πραγματικός δικαιούχος και εκείνος που ασκούσε έλεγχο στις επενδύσεις στον ΟΠΑΠ και στις συνδεδεμένες οντότητες συμπεριλαμβανομένης της Georgiella και της θυγατρικής της Grady, Yeonama». Η αγωγή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης ασκούσε τον πραγματικό έλεγχο στην Grady προκύπτει και από άλλα στοιχεία, όπως αλληλογραφία για τη συμμετοχή σε άλλες επενδύσεις όπου σαφώς η Grady παρουσιαζόταν ως εταιρεία «τελικά στην κατοχή και υπό τον έλεγχο του Δημήτρη Μελισσανίδη».
Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι η πληρωμή αφορούσε «πρακτική βραχυπρόθεσμου δανεισμού ρευστότητας στον όμιλο Aegean και ως υπηρεσίες ταμειακής διευκόλυνσης στην AMP LLC» και ότι «η πληρωμή 6.276.240 USD που πραγματοποιήθηκε από την AMP LLC προς την Grady στις 16 Ιανουαρίου 2014 αποτελούσε μερική επιστροφή τριών δανείων που είχαν δοθεί από την Grady στην AMP SA στις 14 και 15 Νοεμβρίου 2013 και στις 11 Δεκεμβρίου 2013 για συνολικό ποσό ύψους 6.575.178,94 USD».
Η αγωγή υποστηρίζει ότι «δεν δόθηκε κανένα έγγραφο που να καταγράφει τους όρους αυτών των υποτιθέμενων δανείων. Δεν υπάρχει σύμβαση δανείου και δεν υπάρχει καμία γραπτή τεκμηρίωση που να εξηγεί μία από αυτές τις πληρωμές». Τα δάνεια αυτά «δεν αναφέρονται στις ετήσιες εκθέσεις του 2013 ή του 2014 της AMPNI ως τρέχον ληφθέν δάνειο». Οι πληρωμές του 2013 έγιναν στην AMPSA, ενώ η πληρωμή στην Grady έγινε από την AMPLLC. Επιπλέον, υπάρχουν και πληρωμές της AMPSΑ στην Grady: 3.571.835 εκατομμύρια δολάρια στις 17 Ιανουαρίου 2014 και 6.000.000 στις 30 Ιανουαρίου 2014. Η αγωγή επισημαίνει ακόμη ότι «κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα των υπεξαιρέσεων (2014 έως 2017), ο ορκωτός λογιστής της Grady ήταν ο Δημήτρης Μαθιόπουλος, ο οποίος ήταν και ανώτερος σύμβουλος του Δημήτρη Μελισσανίδη και οικονομικός ελεγκτής κατά τις διάφορες απάτες που διαπράχθηκαν».
Εικονικές συναλλαγές και µε… µαζούτ'
Η αγωγή υποστηρίζει «ότι τα σοβαρά παραπτώματα, κυρίως η πλαστογράφηση τραπεζικών καταστάσεων και εγγράφων εσωτερικής λογιστικής, αποτελούσαν συνήθη πρακτική στον όμιλο Aegean την εποχή κατά την οποία ο Δημήτρης Μελισσανίδης ασκούσε τον έλεγχό της». Επιπλέον, υπήρξε προσπάθεια, μέσα από πρακτικές όπως η «ανάπτυξη εικονικού εμπορίου μαζούτ» να παρουσιαστεί η εταιρεία σε καλύτερη κατάσταση από αυτή στην οποία ήταν.
Η αγωγή αναφέρει ότι «μεταξύ του 2015 και του 2017, ο Δημήτρης Μελισσανίδης φρόντισε η AMP SA να εκτελέσει τουλάχιστον 39 υποτιθέμενες συμβάσεις αγοράς και μεταπώλησης μαζούτ με τέσσερις εταιρείες. Δυνάμει των συμβάσεων αυτών, οι τέσσερις εταιρείες έπρεπε να πωλούν στον όμιλο Aegean μαζούτ «εκτός προδιαγραφών», που ο τελευταίος αναμείγνυε και μεταπωλούσε στις τέσσερις εταιρείες σε υψηλότερη τιμή».
Οι τέσσερις αυτές εταιρείες, South Seas Maritime Ltd., Abdul Azim Trading FZE, Miami Exports Group LLC, Savina Maritime Ltd. («Δανείστριες Εταιρείες») και η AMP SA (εταιρεία του ομίλου Aegean) «έστειλαν μεταξύ τους εικονικά τιμολόγια μεταξύ τουλάχιστον της 1ης Ιανουαρίου 2016 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2017. Αυτά τα πλαστά τιμολόγια είχαν ως αποτέλεσμα να οφείλουν οι Δανείστριες Εταιρείες στην AMP SA ποσά που αυξάνονταν συνεχώς. Στο τέλος του 2017, οι Δανείστριες Εταιρείες φέρονται να όφειλαν στην AMP SA συνολικό ποσό ύψους 199.642.313,52 USD».
Η αγωγή υποστηρίζει ότι οι συναλλαγές ήταν εικονικές. Τα πιστοποιητικά ποσότητας που είναι αναγκαία για συναλλαγές μαζούτ ήταν ψευδή. Οι τραπεζικές καταστάσεις της AMPLLC πλαστογραφήθηκαν ώστε να εμφανίζουν εξόφληση – τακτοποίηση των λογαριασμών από αυτές τις εταιρείες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πληρωμές από την ΟΤΕ και την Grady. Δεν υπάρχουν άλλα έγγραφα που είναι απαραίτητα σε τέτοιες συναλλαγές.
Οι συγκεκριμένες εταιρείες είχαν ταχυδρομικές θυρίδες στη Φουτζέιρα που «φαίνεται ότι ανοίχτηκαν όλες από υπαλλήλους του ομίλου Aegean στη Fujairah, ήτοι τους Αναστάσιο Τύρο, Μ. Gasgonia, Dilip Ganesan και Tamer Marei».
Πώς µπλέκονται η Grady, η ΟΤΕ και το µαζούτ
Στην «απάτη του μαζούτ» φαίνεται να εμπλέκεται και η Grady, αφού «στις 14 Μαΐου 2017, η Grady κατέβαλε 25 εκατομμύρια δολάρια στην AMP LLC και η AMP LLC τα επέστρεψε στην Grady, προφανώς με ένα μικρό ποσό τόκων, στις 24 Μαΐου 2017». Η Grady και ο Γεώργιος Μελισσανίδης ισχυρίζονται ότι επρόκειτο για βραχυπρόθεσμο δάνειο, όπως συνήθιζε να κάνει η Grady. Ωστόσο, η πληρωμή πραγματοποιήθηκε τέσσερις μέρες πριν από τη συνεδρίαση της ελεγκτικής επιτροπής σχετικά με αυτές τις εταιρείες, ενώ «στην πλαστογραφημένη τραπεζική κατάσταση, η πληρωμή αυτή πλαστογραφήθηκε με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι προερχόταν από τη Miami Exports».
Σημειώνουμε ότι η αγωγή υποστηρίζει ότι η σχετική σύμβαση δανείου της 11ης Μαΐου 2017 είναι με «αντιγραφή – επικόλληση από τη σύμβαση δανείου της 24ης Οκτωβρίου 2016. Η Grady και ο όμιλος Aegean δεν παρατήρησαν ότι η ημερομηνία επιστροφής δεν είχε επικαιροποιηθεί, προβλέποντας ημερομηνία επιστροφής προγενέστερη από την ημερομηνία σύναψης της υποτιθέμενης σύμβασης, ήτοι 28 Δεκεμβρίου 2016. Επιπλέον, υπάρχει το ίδιο λάθος στη σελίδα υπογραφής, που αναφέρει την AMP SA ως δανείστρια και τη Grady ως δανειολήπτρια. Αν και η δανειολήπτρια ήταν η AMP SA και επομένως η οντότητα που ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει το δάνειο, η AMP LLC είναι αυτή που έλαβε τα κεφάλαια από την Grady και τα επέστρεψε στην Grady 10 ημέρες αργότερα».
Στην υπόθεση του μαζούτ συμμετείχε και η ΟΤΕ, σύμφωνα με την αγωγή: «Μεταξύ της 7ης και της 13ης Μαΐου 2017, η OTE πραγματοποίησε τρεις πληρωμές προς την AMP LLC συνολικού ποσού 28.404.731,9 USD. Κατά το ίδιο διάστημα, η AMP LLC πραγματοποίησε τέσσερις πληρωμές προς την OTE συνολικού ποσού 24.500.000 USD. Τα αντίγραφα των τραπεζικών καταστάσεων της AMP LLC πλαστογραφήθηκαν εκ νέου ώστε όλες αυτές οι πληρωμές να φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της AMP LLC και της Abdul Azim, μίας εκ των Δανειστριών Εταιρειών.(…) Με αυτόν τον τρόπο, φαινόταν ότι υπήρχε μια ενεργή εμπορική δραστηριότητα με την Abdul Azim από την οποία προέκυψαν καθαρά έσοδα για λογαριασμό της AMP LLC και επομένως μείωση των οφειλόμενων ποσών».
Η εξαγορά των µετοχών της Aegean που βρίσκονταν στην κατοχή του Μελισσανίδη
Η αγωγή υποστηρίζει ότι «τον Αύγουστο του 2016, ο Δημήτρης Μελισσανίδης ενορχήστρωσε μια ψευδή συμφωνία εξαγοράς μετοχών με την AMPNI προκειμένου να αποκρύψει δολίως την υπεξαίρεση κεφαλαίων του ομίλου Aegean». Ειδικότερα ανακοινώθηκε ότι η AMPNI θα αγόραζε τις μετοχές του Μελισσανίδη και της Leskira (εταιρείας συμφερόντων του) στην τιμή των 8,81 δολαρίων ανά μετοχή που ήταν η χρηματιστηριακή τιμή κατά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Η αγωγή υποστηρίζει ότι «η απάτη του μαζούτ και η απάτη των αδικαιολόγητων πληρωμών της OTE ξεκίνησαν στις αρχές του 2016, επομένως ο Δημήτρης Μελισσανίδης θα έπρεπε εκείνη τη στιγμή να γνωρίζει ότι οι μετοχές του δεν άξιζαν την αγοραία τιμή λόγω των απατών που είχε οργανώσει».
Η αγωγή υποστηρίζει πως παρότι υπογράφηκαν οδηγίες πληρωμής στην Aegean Net Fuels ZTE, θυγατρική της Grady για τη συναλλαγή, εντούτοις αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν. Σύμφωνα με την αγωγή, «προσκομίστηκε μια πλαστογραφημένη τραπεζική κατάσταση για την AMP LLC για να καταδειχτεί ότι οι πληρωμές πραγματοποιήθηκαν προς την Aegean Net Fuels. Οι αυθεντικές τραπεζικές καταστάσεις της AMP LLC δεν καταδεικνύουν τις δύο σχετικές πληρωμές προς την Aegean Net Fuels. Αντιθέτως, ορισμένες πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν προς την OTE στο γενικό καθολικό της AMP LLC μηδενίστηκαν. Φαίνεται ότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης μπόρεσε να θεωρήσει τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τον όμιλο Aegean στην OTE ως πραγματικό τίμημα αγοράς των μετοχών του και των μετοχών της Leskira, κάτι που αποτελεί επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο του ότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης ήταν ο πραγματικός δικαιούχος της OTE».
Επιπλέον, σύμφωνα με την αγωγή «Στο πλαίσιο των προσπαθειών τους για να αποκρύψουν τις απάτες που διαπράχθηκαν κατά του ομίλου Aegean, ο Δημήτρης Μελισσανίδης και τα άλλα μέρη που συνδέονται μαζί του απέκρυψαν τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τον όμιλο Aegean προς την OTE αφαιρώντας το όνομα της OTE στα αρχεία του ομίλου Aegean και εισάγοντας το όνομα μιας άλλης εταιρείας, της REMAT».
Η αγωγή επικαλείται μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τους λογιστές της εταιρείας ώστε να διαγραφούν πληρωμές προς την ΟΤΕ, ή τη διαγραφή του ονόματος της ΟΤΕ, ή που ζητούσαν «την τροποποίηση του γενικού καθολικού της AMP LLC με τρόπο ώστε τα ποσά που καταβλήθηκαν στην «Oil Tank» να διαβάζονται ως πληρωμές προς τη «Remat»». Η αγωγή υποστηρίζει ότι «ο Tamer Marei ελέγχει τη REMAT. Ο Tamer Marei ήταν ο πρώην αναπληρωτής γενικός διευθυντής της AOTC και εργαζόταν επίσης και στον Τερματικό Σταθμό Fujairah. Κυρίως, REMAT είναι το μικρό όνομα του Tamer Marei όπως διαβάζεται από την ανάποδη».
Η πλευρά Μελισσανίδη, διά του δικηγόρου της στην εκδίκαση της υπόθεσης στην Κύπρο, υποστήριξε ότι θεωρεί «προδήλως μη σχετικούς» τους ισχυρισμούς και ότι η απάτη αυτή δεν μπορεί να καταλογιστεί στον Μελισσανίδη και άρα δεν έχουν να πουν κάτι επ’ αυτού.
Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι «η απάτη του μαζούτ παρουσιάζει ιδιαίτερη συνάφεια διότι συμπίπτει χρονικά με τις απάτες στις πληρωμές της OTE. Την εποχή που ο Δημήτρης Μελισσανίδης πραγματοποιούσε υπεξαίρεση των κεφαλαίων του ομίλου Aegean μέσω της OTE, η απάτη του μαζούτ χρησιμοποιείτο για την ενίσχυση του ισολογισμού του ομίλου Aegean».
Το χθεσινό δημοσίευμα των Νέων
Η τελική απόπειρα συγκάλυψης
Σύμφωνα με την αγωγή, «στις 23 Μαΐου 2017, η ελεγκτική επιτροπή της AMPNI συζήτησε για τη σχέση της AMPNI με τέσσερις πελάτες με τους οποίους είχε ανεξόφλητες απαιτήσεις ύψους 172 εκατομμυρίων USD. Αυτά τα χρέη είχαν καθυστερήσει την ολοκλήρωση του ελέγχου στο τέλος του έτους από την PricewaterhouseCoopers («PwC» – οι ελεγκτές της AMPNI εκείνη την εποχή) και την υποβολή της ετήσιας έκθεσης της AMPNI για το τέλος του 2016». Στον Νοέμβριο του 2017 η ελεγκτική επιτροπή της AMPNI (Aegean) ζήτησε από δικηγορικό γραφείο να διερευνήσει τα οφειλόμενα ποσά που έφταναν τα 200 εκατομμύρια δολάρια.
Σε εκείνη τη φάση προκύπτει η πρόταση εξαγοράς της HEC Europe. Το συμφωνημένο τίμημα ήταν 367 εκατομμύρια δολάρια, που περιλάμβαναν ανάληψη χρέους, ορισμένων λογαριασμούς εισπράξιμων (receivables) και μετοχές της Aegean. Σύμφωνα με την αγωγή «το αντίτιμο που επρόκειτο να καταβληθεί από την AMPNI περιελάμβανε τα περίπου 200 εκατομμύρια USD από τα δόλια οφειλόμενα ποσά. Αυτή η πρόταση συναλλαγής ήταν η τελευταία προσπάθεια του Δημήτρη Μελισσανίδη να εμποδίσει την αποκάλυψη αυτής της απάτης. Εάν η συναλλαγή είχε πετύχει, θα είχαν αφαιρεθεί οι δόλιες απαιτήσεις από τα βιβλία της AMPNI και πιθανώς θα εμπόδιζε την αποκάλυψη της απάτης».
Δείτε εδώ: Νέους μπελάδες έχει ο Μελισσανίδης - Πολλαπλασιάζονται οι αγωγές για την Aegean
Το άρθρο αυτό αποτελεί το δεύτερο μέρος της προηγούμενης ανάρτησης, όπου και αναλυτικά αναγράφονται όλες οι δραστηριότητες για τις οποίες κατηγορείται ο Δημήτρης Μελισσανίδης.
Αναλυτικά το δεύτερο μέρος όπως δημοσιεύτηκε στα άνωθεν μέσα
Οταν όλα οδηγούν στην «Grady» Εκτός από τις συναλλαγές μέσω της OTE, η αγωγή στέκεται και στις συναλλαγές της Grady. Σύμφωνα με την αγωγή, στις 16 Ιανουαρίου 2014 «η AMP LLC κατέβαλε 6.276.240 USD στην Grady. Ουδείς εκ των εναγομένων προσκόμισε κάποια συμβατική τεκμηρίωση, η οποία να εξηγεί την υποχρέωση του ομίλου Aegean να προβεί σε μια τέτοια πληρωμή».
Η Grady είναι ιδιοκτησίας του Γιώργου Μελισσανίδη, γιου του ιδρυτή της Aegean, ενώ «φαίνεται ότι η Grady στην αρχή ήταν ιδιοκτησίας του αδελφού του Δημήτρη Μελισσανίδη, Ιάκωβου Μελισσανίδη». Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι δεν είναι μια ανεξάρτητη εταιρεία, ότι στην πραγματικότητα «ήταν τότε, και παραμένει, μια αποθήκη πλούτου που δημιούργησε ο Δημήτρης Μελισσανίδης και ο Δημήτρης Μελισσανίδης είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχο πρακτικά του ενεργητικού της όταν αυτό είναι αναγκαίο» και ότι τα διευθυντικά στελέχη της Grady και των θυγατρικών της αλληλοεπικαλύπτονται με τα διευθυντικά στελέχη των εταιρειών που ελέγχονται από τον Μελισσανίδη.
Σύμφωνα με την αγωγή, η Grady «ήταν και συνεχίζει να είναι εταιρεία χαρτοφυλακίου για διάφορα εμπορικά συμφέροντα της οικογένειας Μελισσανίδη». Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι κατέχει το 100% των εταιρειών Yeonama Holdings Co Ltd και Aegean Net Fuels Ltd, εταιρειών επίσης συμφερόντων της οικογένειας Μελισσανίδη. Ο Γεώργιος Μελισσανίδης κατέχει επίσης το 100% της Georgiella Holdings Co. Ltd.
Σύμφωνα με την αγωγή, η Grady έπαιξε σημαντικό ρόλο στον τρόπο που η οικογένεια Μελισσανίδη συμμετείχε στη διαδικασία ιδιωτικοποίησης του ΟΠΑΠ. Σύμφωνα με την αγωγή «ο Δημήτρης Μελισσανίδης δημιούργησε μία κυπριακή εταιρεία με το όνομα Yeonama στις 26 Ιουλίου 2012 για την πραγματοποίηση της επένδυσης στην Emma Delta. Η Yeonama αρχικά ήταν ιδιοκτησίας κατά 40% της Leveret, κατά 30% της Grady και κατά 30% της Gtech (εταιρεία δραστηριοποιούμενη στον ιταλικό κλάδο παιγνίων)». Η Emma Delta ήταν το joint venture με τον Jiri Smejc και άλλους επενδυτές για την εξαγορά του 33% της ΟΠΑΠ ΑΕ. Η Yeonama έλαβε επενδυτικές μετοχές της ΟΠΑΠ ΑΕ. Μια άλλη εταιρεία της οικογένειας Μελισσανίδη, η Georgiella (στην οποία συμμετέχει κατά 100% ο Γεώργιος Μελισσανίδης), πήρε το 33% των μετοχών διαχείρισης της Emma Delta. Σύμφωνα με την αγωγή μπορεί να παρουσιάστηκε ο Γεώργιος Μελισσανίδης ως το μέλος της οικογένειας Μελισσανίδη που διαχειρίζεται τη συγκεκριμένη επένδυση, «οι μεταγενέστερες συμφωνίες μετόχων ανάμεσα στον Δημήτρη Μελισσανίδη, τον Jiri Smejc και άλλες οντότητες που κατείχαν μία συμμετοχή στον ΟΠΑΠ (ή τη διαχειρίζονταν) καταδεικνύουν ότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης ήταν ουσιαστικά ο πραγματικός δικαιούχος και εκείνος που ασκούσε έλεγχο στις επενδύσεις στον ΟΠΑΠ και στις συνδεδεμένες οντότητες συμπεριλαμβανομένης της Georgiella και της θυγατρικής της Grady, Yeonama». Η αγωγή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης ασκούσε τον πραγματικό έλεγχο στην Grady προκύπτει και από άλλα στοιχεία, όπως αλληλογραφία για τη συμμετοχή σε άλλες επενδύσεις όπου σαφώς η Grady παρουσιαζόταν ως εταιρεία «τελικά στην κατοχή και υπό τον έλεγχο του Δημήτρη Μελισσανίδη».
Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι η πληρωμή αφορούσε «πρακτική βραχυπρόθεσμου δανεισμού ρευστότητας στον όμιλο Aegean και ως υπηρεσίες ταμειακής διευκόλυνσης στην AMP LLC» και ότι «η πληρωμή 6.276.240 USD που πραγματοποιήθηκε από την AMP LLC προς την Grady στις 16 Ιανουαρίου 2014 αποτελούσε μερική επιστροφή τριών δανείων που είχαν δοθεί από την Grady στην AMP SA στις 14 και 15 Νοεμβρίου 2013 και στις 11 Δεκεμβρίου 2013 για συνολικό ποσό ύψους 6.575.178,94 USD».
Η αγωγή υποστηρίζει ότι «δεν δόθηκε κανένα έγγραφο που να καταγράφει τους όρους αυτών των υποτιθέμενων δανείων. Δεν υπάρχει σύμβαση δανείου και δεν υπάρχει καμία γραπτή τεκμηρίωση που να εξηγεί μία από αυτές τις πληρωμές». Τα δάνεια αυτά «δεν αναφέρονται στις ετήσιες εκθέσεις του 2013 ή του 2014 της AMPNI ως τρέχον ληφθέν δάνειο». Οι πληρωμές του 2013 έγιναν στην AMPSA, ενώ η πληρωμή στην Grady έγινε από την AMPLLC. Επιπλέον, υπάρχουν και πληρωμές της AMPSΑ στην Grady: 3.571.835 εκατομμύρια δολάρια στις 17 Ιανουαρίου 2014 και 6.000.000 στις 30 Ιανουαρίου 2014. Η αγωγή επισημαίνει ακόμη ότι «κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα των υπεξαιρέσεων (2014 έως 2017), ο ορκωτός λογιστής της Grady ήταν ο Δημήτρης Μαθιόπουλος, ο οποίος ήταν και ανώτερος σύμβουλος του Δημήτρη Μελισσανίδη και οικονομικός ελεγκτής κατά τις διάφορες απάτες που διαπράχθηκαν».
Εικονικές συναλλαγές και µε… µαζούτ'
Η αγωγή υποστηρίζει «ότι τα σοβαρά παραπτώματα, κυρίως η πλαστογράφηση τραπεζικών καταστάσεων και εγγράφων εσωτερικής λογιστικής, αποτελούσαν συνήθη πρακτική στον όμιλο Aegean την εποχή κατά την οποία ο Δημήτρης Μελισσανίδης ασκούσε τον έλεγχό της». Επιπλέον, υπήρξε προσπάθεια, μέσα από πρακτικές όπως η «ανάπτυξη εικονικού εμπορίου μαζούτ» να παρουσιαστεί η εταιρεία σε καλύτερη κατάσταση από αυτή στην οποία ήταν. Η αγωγή αναφέρει ότι «μεταξύ του 2015 και του 2017, ο Δημήτρης Μελισσανίδης φρόντισε η AMP SA να εκτελέσει τουλάχιστον 39 υποτιθέμενες συμβάσεις αγοράς και μεταπώλησης μαζούτ με τέσσερις εταιρείες. Δυνάμει των συμβάσεων αυτών, οι τέσσερις εταιρείες έπρεπε να πωλούν στον όμιλο Aegean μαζούτ «εκτός προδιαγραφών», που ο τελευταίος αναμείγνυε και μεταπωλούσε στις τέσσερις εταιρείες σε υψηλότερη τιμή».
Οι τέσσερις αυτές εταιρείες, South Seas Maritime Ltd., Abdul Azim Trading FZE, Miami Exports Group LLC, Savina Maritime Ltd. («Δανείστριες Εταιρείες») και η AMP SA (εταιρεία του ομίλου Aegean) «έστειλαν μεταξύ τους εικονικά τιμολόγια μεταξύ τουλάχιστον της 1ης Ιανουαρίου 2016 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2017. Αυτά τα πλαστά τιμολόγια είχαν ως αποτέλεσμα να οφείλουν οι Δανείστριες Εταιρείες στην AMP SA ποσά που αυξάνονταν συνεχώς. Στο τέλος του 2017, οι Δανείστριες Εταιρείες φέρονται να όφειλαν στην AMP SA συνολικό ποσό ύψους 199.642.313,52 USD».
Η αγωγή υποστηρίζει ότι οι συναλλαγές ήταν εικονικές. Τα πιστοποιητικά ποσότητας που είναι αναγκαία για συναλλαγές μαζούτ ήταν ψευδή. Οι τραπεζικές καταστάσεις της AMPLLC πλαστογραφήθηκαν ώστε να εμφανίζουν εξόφληση – τακτοποίηση των λογαριασμών από αυτές τις εταιρείες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πληρωμές από την ΟΤΕ και την Grady. Δεν υπάρχουν άλλα έγγραφα που είναι απαραίτητα σε τέτοιες συναλλαγές.
Οι συγκεκριμένες εταιρείες είχαν ταχυδρομικές θυρίδες στη Φουτζέιρα που «φαίνεται ότι ανοίχτηκαν όλες από υπαλλήλους του ομίλου Aegean στη Fujairah, ήτοι τους Αναστάσιο Τύρο, Μ. Gasgonia, Dilip Ganesan και Tamer Marei».
Πώς µπλέκονται η Grady, η ΟΤΕ και το µαζούτ
Στην «απάτη του μαζούτ» φαίνεται να εμπλέκεται και η Grady, αφού «στις 14 Μαΐου 2017, η Grady κατέβαλε 25 εκατομμύρια δολάρια στην AMP LLC και η AMP LLC τα επέστρεψε στην Grady, προφανώς με ένα μικρό ποσό τόκων, στις 24 Μαΐου 2017». Η Grady και ο Γεώργιος Μελισσανίδης ισχυρίζονται ότι επρόκειτο για βραχυπρόθεσμο δάνειο, όπως συνήθιζε να κάνει η Grady. Ωστόσο, η πληρωμή πραγματοποιήθηκε τέσσερις μέρες πριν από τη συνεδρίαση της ελεγκτικής επιτροπής σχετικά με αυτές τις εταιρείες, ενώ «στην πλαστογραφημένη τραπεζική κατάσταση, η πληρωμή αυτή πλαστογραφήθηκε με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι προερχόταν από τη Miami Exports». Σημειώνουμε ότι η αγωγή υποστηρίζει ότι η σχετική σύμβαση δανείου της 11ης Μαΐου 2017 είναι με «αντιγραφή – επικόλληση από τη σύμβαση δανείου της 24ης Οκτωβρίου 2016. Η Grady και ο όμιλος Aegean δεν παρατήρησαν ότι η ημερομηνία επιστροφής δεν είχε επικαιροποιηθεί, προβλέποντας ημερομηνία επιστροφής προγενέστερη από την ημερομηνία σύναψης της υποτιθέμενης σύμβασης, ήτοι 28 Δεκεμβρίου 2016. Επιπλέον, υπάρχει το ίδιο λάθος στη σελίδα υπογραφής, που αναφέρει την AMP SA ως δανείστρια και τη Grady ως δανειολήπτρια. Αν και η δανειολήπτρια ήταν η AMP SA και επομένως η οντότητα που ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει το δάνειο, η AMP LLC είναι αυτή που έλαβε τα κεφάλαια από την Grady και τα επέστρεψε στην Grady 10 ημέρες αργότερα».
Στην υπόθεση του μαζούτ συμμετείχε και η ΟΤΕ, σύμφωνα με την αγωγή: «Μεταξύ της 7ης και της 13ης Μαΐου 2017, η OTE πραγματοποίησε τρεις πληρωμές προς την AMP LLC συνολικού ποσού 28.404.731,9 USD. Κατά το ίδιο διάστημα, η AMP LLC πραγματοποίησε τέσσερις πληρωμές προς την OTE συνολικού ποσού 24.500.000 USD. Τα αντίγραφα των τραπεζικών καταστάσεων της AMP LLC πλαστογραφήθηκαν εκ νέου ώστε όλες αυτές οι πληρωμές να φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της AMP LLC και της Abdul Azim, μίας εκ των Δανειστριών Εταιρειών.(…) Με αυτόν τον τρόπο, φαινόταν ότι υπήρχε μια ενεργή εμπορική δραστηριότητα με την Abdul Azim από την οποία προέκυψαν καθαρά έσοδα για λογαριασμό της AMP LLC και επομένως μείωση των οφειλόμενων ποσών».
Η εξαγορά των µετοχών της Aegean που βρίσκονταν στην κατοχή του Μελισσανίδη
Η αγωγή υποστηρίζει ότι «τον Αύγουστο του 2016, ο Δημήτρης Μελισσανίδης ενορχήστρωσε μια ψευδή συμφωνία εξαγοράς μετοχών με την AMPNI προκειμένου να αποκρύψει δολίως την υπεξαίρεση κεφαλαίων του ομίλου Aegean». Ειδικότερα ανακοινώθηκε ότι η AMPNI θα αγόραζε τις μετοχές του Μελισσανίδη και της Leskira (εταιρείας συμφερόντων του) στην τιμή των 8,81 δολαρίων ανά μετοχή που ήταν η χρηματιστηριακή τιμή κατά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Η αγωγή υποστηρίζει ότι «η απάτη του μαζούτ και η απάτη των αδικαιολόγητων πληρωμών της OTE ξεκίνησαν στις αρχές του 2016, επομένως ο Δημήτρης Μελισσανίδης θα έπρεπε εκείνη τη στιγμή να γνωρίζει ότι οι μετοχές του δεν άξιζαν την αγοραία τιμή λόγω των απατών που είχε οργανώσει». Η αγωγή υποστηρίζει πως παρότι υπογράφηκαν οδηγίες πληρωμής στην Aegean Net Fuels ZTE, θυγατρική της Grady για τη συναλλαγή, εντούτοις αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν. Σύμφωνα με την αγωγή, «προσκομίστηκε μια πλαστογραφημένη τραπεζική κατάσταση για την AMP LLC για να καταδειχτεί ότι οι πληρωμές πραγματοποιήθηκαν προς την Aegean Net Fuels. Οι αυθεντικές τραπεζικές καταστάσεις της AMP LLC δεν καταδεικνύουν τις δύο σχετικές πληρωμές προς την Aegean Net Fuels. Αντιθέτως, ορισμένες πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν προς την OTE στο γενικό καθολικό της AMP LLC μηδενίστηκαν. Φαίνεται ότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης μπόρεσε να θεωρήσει τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τον όμιλο Aegean στην OTE ως πραγματικό τίμημα αγοράς των μετοχών του και των μετοχών της Leskira, κάτι που αποτελεί επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο του ότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης ήταν ο πραγματικός δικαιούχος της OTE».
Επιπλέον, σύμφωνα με την αγωγή «Στο πλαίσιο των προσπαθειών τους για να αποκρύψουν τις απάτες που διαπράχθηκαν κατά του ομίλου Aegean, ο Δημήτρης Μελισσανίδης και τα άλλα μέρη που συνδέονται μαζί του απέκρυψαν τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τον όμιλο Aegean προς την OTE αφαιρώντας το όνομα της OTE στα αρχεία του ομίλου Aegean και εισάγοντας το όνομα μιας άλλης εταιρείας, της REMAT».
Η αγωγή επικαλείται μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τους λογιστές της εταιρείας ώστε να διαγραφούν πληρωμές προς την ΟΤΕ, ή τη διαγραφή του ονόματος της ΟΤΕ, ή που ζητούσαν «την τροποποίηση του γενικού καθολικού της AMP LLC με τρόπο ώστε τα ποσά που καταβλήθηκαν στην «Oil Tank» να διαβάζονται ως πληρωμές προς τη «Remat»». Η αγωγή υποστηρίζει ότι «ο Tamer Marei ελέγχει τη REMAT. Ο Tamer Marei ήταν ο πρώην αναπληρωτής γενικός διευθυντής της AOTC και εργαζόταν επίσης και στον Τερματικό Σταθμό Fujairah. Κυρίως, REMAT είναι το μικρό όνομα του Tamer Marei όπως διαβάζεται από την ανάποδη».
Η πλευρά Μελισσανίδη, διά του δικηγόρου της στην εκδίκαση της υπόθεσης στην Κύπρο, υποστήριξε ότι θεωρεί «προδήλως μη σχετικούς» τους ισχυρισμούς και ότι η απάτη αυτή δεν μπορεί να καταλογιστεί στον Μελισσανίδη και άρα δεν έχουν να πουν κάτι επ’ αυτού.
Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι «η απάτη του μαζούτ παρουσιάζει ιδιαίτερη συνάφεια διότι συμπίπτει χρονικά με τις απάτες στις πληρωμές της OTE. Την εποχή που ο Δημήτρης Μελισσανίδης πραγματοποιούσε υπεξαίρεση των κεφαλαίων του ομίλου Aegean μέσω της OTE, η απάτη του μαζούτ χρησιμοποιείτο για την ενίσχυση του ισολογισμού του ομίλου Aegean».
Το χθεσινό δημοσίευμα των Νέων
Η τελική απόπειρα συγκάλυψης
Σύμφωνα με την αγωγή, «στις 23 Μαΐου 2017, η ελεγκτική επιτροπή της AMPNI συζήτησε για τη σχέση της AMPNI με τέσσερις πελάτες με τους οποίους είχε ανεξόφλητες απαιτήσεις ύψους 172 εκατομμυρίων USD. Αυτά τα χρέη είχαν καθυστερήσει την ολοκλήρωση του ελέγχου στο τέλος του έτους από την PricewaterhouseCoopers («PwC» – οι ελεγκτές της AMPNI εκείνη την εποχή) και την υποβολή της ετήσιας έκθεσης της AMPNI για το τέλος του 2016». Στον Νοέμβριο του 2017 η ελεγκτική επιτροπή της AMPNI (Aegean) ζήτησε από δικηγορικό γραφείο να διερευνήσει τα οφειλόμενα ποσά που έφταναν τα 200 εκατομμύρια δολάρια. Σε εκείνη τη φάση προκύπτει η πρόταση εξαγοράς της HEC Europe. Το συμφωνημένο τίμημα ήταν 367 εκατομμύρια δολάρια, που περιλάμβαναν ανάληψη χρέους, ορισμένων λογαριασμούς εισπράξιμων (receivables) και μετοχές της Aegean. Σύμφωνα με την αγωγή «το αντίτιμο που επρόκειτο να καταβληθεί από την AMPNI περιελάμβανε τα περίπου 200 εκατομμύρια USD από τα δόλια οφειλόμενα ποσά. Αυτή η πρόταση συναλλαγής ήταν η τελευταία προσπάθεια του Δημήτρη Μελισσανίδη να εμποδίσει την αποκάλυψη αυτής της απάτης. Εάν η συναλλαγή είχε πετύχει, θα είχαν αφαιρεθεί οι δόλιες απαιτήσεις από τα βιβλία της AMPNI και πιθανώς θα εμπόδιζε την αποκάλυψη της απάτης».