Στη δημοσιότητα έρχεται σήμερα από την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» και τον ιστότοπο in.gr το τρίτο μέρος της πολύκροτης υπόθεσης με την αγωγή που έχει κατατεθεί στο Λουξεμβούργο εις βάρος του Δημήτρη Μελισσανίδη, του γιού του Γεωργίου, των εταιρειών Grady Properties Corporation SA, με έδρα το Λουξεμβούργο, Leveret International S.A, Oil Tank Engineering and Consulting Ltd (OTE) και των δύο εκκαθαριστών της εταιρείας Leveret, αγωγή που έχει κατατεθεί από το Aegean Litigation Trust και έχει να κάνει με τα ζητήματα κακοδιαχείρισης στην εταιρεία Aegean Marine Petroleum Network – ΑMPNI (εφεξής Aegean).

Διαβάστε αναλυτικά το τρίτο μέρος της πολύκροτης υπόθεσης

Στο τρίτο μέρος θα ασχοληθούμε με όσα υποστηρίζει η αγωγή για καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων και παρεμπόδιση της έρευνας του ομίλου Aegean σε σχέση με τις λογιστικές απάτες που είχε διαπιστώσει και που οδήγησαν τελικά στη χρεοκοπία και την αναδιάρθρωσή του.

Η καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων

Η αγωγή υποστηρίζει ότι ενώ η έρευνα για τα προβλήματα στην Aegean βρισκόταν σε εξέλιξη «ο Δημήτρης Μελισσανίδης επιχείρησε, με διάφορους τρόπους, να ματαιώσει την έρευνα και την πιθανή ανάκτηση των κλεμμένων κεφαλαίων», όπως και ότι «οι ενέργειες αυτές παρεμπόδισαν σημαντικά την έρευνα, κυρίως τον εντοπισμό αποδεικτικών στοιχείων από τους ερευνητές και την ανάκτηση των περιουσιακών στοιχείων».

Διαγραφή λογαριασµών e-mail και ηλεκτρονικών αρχείων µε «λογισµικό στρατιωτικής χρήσης»

Σύμφωνα με την αγωγή αυτό περιλάμβανε κατ’ αρχάς ηλεκτρονική διαγραφή λογαριασμών e-mail και ηλεκτρονικών αρχείων.

Σύμφωνα με την αγωγή «τον Μάιο του 2018, η EY (σ.σ.: ErnstYoung) απέκτησε εξ αποστάσεως πρόσβαση σε αντίγραφα των φακέλων δεκαοκτώ στελεχών και υπαλλήλων του ομίλου Aegean, συμπεριλαμβανομένου του Δημήτρη Μελισσανίδη. Κατά τη λήψη αυτών των αρχείων, η EY εντόπισε ένα λογισμικό διαγραφής στρατιωτικής χρήσης που λειτουργούσε στον διακομιστή. Η EY τελικά εμπόδισε τη λειτουργία του λογισμικού, ανέκτησε ορισμένα από τα δεδομένα που είχαν διαγραφεί και δημιούργησε επίσης αντίγραφο των αρχείων, σε περίπτωση που η διαγραφή των δεδομένων συνεχιζόταν».

Η αγωγή υποστηρίζει ότι πραγματογνωμοσύνη έδειξε διαγραφή 53,4 GB δεδομένων (περίπου 254.016 έγγραφα συνολικά).

Η αγωγή υπογραμμίζει ότι «ο διακομιστής του ομίλου Aegean βρισκόταν σε ένα κτίριο στον Πειραιά που ανήκε στην Aegean Oil και, επομένως, ελεγχόταν από τον Δημήτρη Μελισσανίδη».



Επίκληση «προσωπικών δεδοµένων» για να παρεµποδιστεί η έρευνα για κακοδιαχείριση

Η αγωγή υποστηρίζει ότι υπήρξαν «εικονικές διαδικασίες προστασίας δεδομένων». Ειδικότερα, αναφέρεται στην προσφυγή που έκανε θυγατρική εταιρεία της Aegean, η Aegean Bunkering Services, στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όπως και στις καταγγελίες που έκαναν 11 άτομα, ανάμεσά τους και ο Μελισσανίδης στην ίδια Αρχή, όπως και στο αίτημα του Μελισσανίδη για «αναστολή της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων».

Οπως αναφέραμε το ζήτημα είχε να κάνει και με το ότι η υπολογιστική υποδομή ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα και τη χρησιμοποιούσε και η Aegean Oil, αλλά και με το εάν ετίθετο ζήτημα προσωπικών δεδομένων σε σχέση με τις προσωπικές επικοινωνίες των υπαλλήλων της AMPNI, επικοινωνίες στις οποίες οι ελεγκτές ήθελαν να αποκτήσουν πρόσβαση στην αναζήτηση στοιχείων για τα προβλήματα κακοδιαχείρισης στην Aegean.

Υπενθυμίζουμε ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την απόφαση 44/2019 επέβαλε πρόστιμο 150.000 ευρώ στην AMPNI και ζητούσε από την εταιρεία «να καταστήσει σύμφωνες με τις διατάξεις του ΓΚΠΔ τις πράξεις επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στη χρησιμοποιούμενη υπολογιστική υποδομή».



Η αγωγή υποστηρίζει ότι «έτσι, η εξέταση των δεδομένων του διακομιστή ξεκίνησε τελικά μόλις στα τέλη του 2020, ήτοι σχεδόν τρία χρόνια μετά την έναρξη της έρευνας της A&P. Αυτή η τριετής καθυστέρηση περιόρισε σημαντικά τις δυνατότητες των ερευνητών σε ένα κρίσιμο στάδιο της έρευνας για την εξέταση των βασικών εγγράφων, κυρίως των λογαριασμών ανταλλαγής μηνυμάτων, των συμβάσεων και των αρχείων πληρωμών. Επιπλέον, περιόρισε την ικανότητα των ερευνητών να εντοπίσουν τους μάρτυρες ή να τους εξετάσουν αποτελεσματικά».

«Ο Δηµήτρης Μελισσανίδης απείλησε ή επιτέθηκε σε υπαλλήλους»

Η αγωγή υποστηρίζει ότι «ο Δημήτρης Μελισσανίδης απείλησε ή επιτέθηκε σε υπαλλήλους του ομίλου Aegean ή της EY που συνεργάζονταν με την έρευνα». Παραθέτουμε τα όσα αναφέρει η αγωγή επ’ αυτού του θέματος.

«Από συνομιλία με τον κ. Θωμά στις 17 Ιουλίου 2019, αποκαλύφθηκε ότι όταν έμαθε πως ο τελευταίος είχε βοηθήσει την EY ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στον διακομιστή της AMPNI, ο Δημήτρης Μελισσανίδης ήρθε σε σύγκρουση μαζί του και απαίτησε από τον κ. Θωμά να του δώσει λεπτομέρειες σχετικά με την έρευνα της EY. Κατόπιν, ο Δημήτρης Μελισσανίδης επιτέθηκε στον κ. Θωμά, ο οποίος στη συνέχεια πήγε στο νοσοκομείο και έπειτα έμεινε κρυμμένος για εβδομάδες, φοβούμενος για τη σωματική του ασφάλεια. Ο κ. Θωμάς υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 26 Ιουλίου 2018, ο Δημήτρης Μελισσανίδης προσέβαλε μέλη της ομάδας της EY που εργάζονταν στις έρευνες. Μια έκθεση που υπέβαλε ο Παύλος Παπαγεωργίου (τότε υπάλληλος του ομίλου Aegean) στον Donald Moore (έναν εκ των νεοδιορισθέντων διευθυντών του ομίλου Aegean) δείχνει ότι όταν η EY απέρριψε τη διαγραφή χρέους ύψους 12,5 εκατομμυρίων δολαρίων που όφειλε η Aegean Oil στον όμιλο Aegean, ο Δημήτρης Μελισσανίδης απείλησε την ομάδα της EY. Μεταξύ άλλων, ο Δημήτρης Μελισσανίδης δήλωσε επίσης ότι το χρέος ήταν ούτως ή άλλως τέχνασμα και ότι «η Aegean Oil δεν οφείλει ούτε ένα λεπτό σε κανέναν».



Ο Δημήτρης Μελισσανίδης προσέβαλε και την κα Ελένη Τουρλωτού, υπεύθυνη του εσωτερικού ελέγχου της AMPNI, όπως αποδεικνύει η αναφορά που συνέταξε η κα Τουρλωτού με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου 2018. Στην κα Τουρλωτού ανατέθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018, από την ελεγκτική επιτροπή, η συλλογή των φακέλων που καταρτίζονταν από εξωτερικούς ελεγκτές υποστηρικτικά προς την εσωτερική έρευνα. Οι εν λόγω φάκελοι φυλάσσονταν στον 3ο και τον 4ο όροφο της εταιρικής έδρας της AMPNI στον Πειραιά. Η κα Τουρλωτού είχε κανονικά πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα στο πλαίσιο των καθηκόντων της, ωστόσο εκεί η πρόσβασή της ήταν περιορισμένη ηλεκτρονικά, γεγονός που εμπόδισε την πρόοδο της έρευνας. Επιπλέον, όταν το ανακάλυψε ο Δημήτρης Μελισσανίδης, την προσέβαλε και απείλησε να της επιτεθεί παρουσία πολλών μαρτύρων και, τελικά, έδωσε εντολή να την συνοδεύσουν εκτός του κτιρίου. Η κα Τουρλωτού δεν μπόρεσε να αποκτήσει πρόσβαση στα ζητούμενα έγγραφα».

«Καταστράφηκαν έντυπα αποδεικτικά στοιχεία»

Η αγωγή υποστηρίζει ότι παράλληλα υπήρξε και καταστροφή εντύπων.

Κατ’ αρχάς αναφέρει ότι «σύμφωνα με την αναφορά συμβάντος που υπέβαλε η κα Τουρλωτού, τα έντυπα έγγραφα που συγκέντρωσαν οι ελεγκτές της AMPNI φυλάσσονταν στον τέταρτο όροφο των γραφείων της AMPNI σε κλειδωμένο ερμάριο. Στην αναφορά, η κ. Τουρλωτού εξηγεί ότι τον Σεπτέμβριο του 2018, όταν ο όμιλος Aegean προσπάθησε να ανακτήσει τα εν λόγω έγγραφα, ο ίδιος διαπίστωσε ότι τα ερμάρια είχαν υποστεί φθορές και ότι είχαν αφαιρεθεί έγγραφα. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για σημαντικά έγγραφα που ήταν απαραίτητα για τις λειτουργίες εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου της AMPNI, κυρίως αντίγραφα κίνησης τραπεζικών λογαριασμών της AMPNI».



Η αγωγή υποστηρίζει ακόμη ότι «δεν ήταν η πρώτη φορά που καταστράφηκαν έντυπα αποδεικτικά στοιχεία». Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η εσωτερική έρευνα αποκάλυψε ότι ο Γιώργος Μουστάκας είχε προηγουμένως δώσει εντολή στους υπαλλήλους της AOTC να καταστρέψουν έντυπα έγγραφα στα ΗΑΕ, πολλά από τα οποία αφορούσαν συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο των δόλιων μεταφορών της OTE. Οι εικόνες του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης της 15ης Ιουνίου 2018 δείχνουν τον Γιώργο Μουστάκα να επιβλέπει τους υπαλλήλους της AOTC ενώ παίρνουν έγγραφα και φακέλους στον Τερματικό Σταθμό Fujairah εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας».

Μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων µε σκοπό να προστατευτούν

Η αγωγή υποστηρίζει ακόμη ότι υπήρξαν και μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων με σκοπό να προστατευτούν, την ώρα που ήταν σε εξέλιξη η έρευνα για την «απάτη με το μαζούτ» από τους ελεγκτές του ομίλου Aegean.

Σύμφωνα με την αγωγή, «όταν ο Δημήτρης Μελισσανίδης αντιλήφθηκε ότι οι απάτες επρόκειτο να αποκαλυφθούν, μεταβίβασε τα περιουσιακά στοιχεία στη Leveret σε ένα trust με έδρα την Κύπρο και με την ονομασία «Gaia Settlement». Σύμφωνα με ένορκη δήλωση του Στυλιανού Κωστόπουλου, πρώην διευθυντή της Leveret, που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της δίκης στην Κύπρο, η λογιστική αξία της Leveret στις 31 Δεκεμβρίου 2017 ήταν 149.243.563 δολάρια».

Κατά τη γνώμη των εναγόντων «η μεταβίβαση σχεδόν 150 εκατομμυρίων δολαρίων ενεργητικού τη στιγμή που ο Δημήτρης Μελισσανίδης έχανε τον έλεγχο του ομίλου Aegean έγινε με μοναδικό σκοπό την προστασία των περιουσιακών στοιχείων του».



Επίλογος: Εξελίξεις…

Σε αυτά τα τρία ρεπορτάζ, με βάση την αγωγή στο Λουξεμβούργο, πιστεύουμε ότι αναδείχτηκε το περίγραμμα μιας διαδικασίας, που εάν ισχύουν τα όσα αναφέρει η αγωγή και τα τεκμήρια που επικαλείται, ισοδυναμεί με μια ιδιότυπη «άλωση» μιας εταιρείας, μέσα από έναν κυκεώνα εταιρικών συναλλαγών, συχνά εικονικών, λογιστικών παρατυπιών, μεταφορών μεγάλων ποσών και συνολικά πρακτικών που υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια του ορθώς εννοουμένου «επιχειρείν».

Προφανώς είναι ισχυρισμοί μιας αγωγής και όπως αναφέραμε σε διάφορα σημεία μέσα στο κείμενο οι εναγόμενοι έχουν αρνηθεί αυτούς τους ισχυρισμούς ή έχουν αρνηθεί ότι έχουν ευθύνη για τις όποιες παρατυπίες καταγράφονται και η θέση τους αυτή καταγράφεται.

Από την άλλη, όμως, υπάρχει όντως το δεδομένο της χρεοκοπίας μιας εταιρείας με σημαντική και διεθνή παρουσία στον κλάδο της, όπως και το δεδομένο της υπαρκτής διαπίστωσης προβλημάτων σοβαρών με τις λογιστικές καταστάσεις, που άλλωστε πυροδότησαν και τις εξελίξεις που οδήγησαν στη χρεοκοπία της. Προβλήματα για τα οποία η συγκεκριμένη αγωγή υποστηρίζει ότι διαθέτει αρκετά στοιχεία για τις ευθύνες που μπορεί να υπάρχουν. Σε αυτό το φόντο αποκτούν ξεχωριστό ενδιαφέρον οι πληροφορίες ότι η αγωγή, το περιεχόμενό της και τα στοιχεία που περιλαμβάνει έχουν προβληματίσει την Πρεσβεία των ΗΠΑ και τον ίδιο τον αμερικανό Πρέσβη.

Και με αυτή την έννοια η εξέλιξη και το αποτέλεσμα αυτής της νομικής διαδικασίας στο Λουξεμβούργο έχει σίγουρα ένα ευρύτερο ενδιαφέρον.