Από τη ∆ευτέρα, όλοι όσοι μπήκαν στην αγορά εργασίας για πρώτη φορά, ανεξαρτήτως ηλικίας, θα υπάγονται απευθείας στο νέο Ταµείο για την επικουρική ασφάλισή τους, εφόσον απασχολούνται σε κλάδο για τον οποίο υπάρχει υποχρεωτικότητα επικουρικής ασφάλισης. Αφορά, δηλαδή, µισθωτούς δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα, µηχανικούς και δικηγόρους. Σε έναν χρόνο, το νέο Ταµείο θα ανοίξει τις πύλες του για να υποδεχθεί εκουσίως και τους σηµερινούς εργαζοµένους ηλικίας έως 35 ετών, ακόµα και εκείνους που δεν υπάγονται υποχρεωτικά σε επικουρική ασφάλιση.

Το βασικό που θα πρέπει να έχουν κατά νου οι νέοι εργαζόµενοι είναι ότι µε το νέο σύστηµα οι δικοί τους κόποι, οι δικές τους εισφορές θα µπαίνουν στον ατοµικό τους «κουµπαρά» και θα «αυγαταίνουν» αντί να «παρκάρονται» στον λογαριασµό της Τραπέζης της Ελλάδος µε επιτόκιο µόλις 1,5%. Το σηµαντικό είναι ότι δεν πρόκειται για ελληνική... πατέντα, µη δοκιµασµένη, που ενέχει κινδύνους στη συγκράτηση και τη λειτουργία της. Τουναντίον.

1_2
 Το ερώτηµα που καίει είναι τι µπορούν να προσδοκούν οι νέοι εργαζόµενοι όταν ολοκληρώσουν τον εργασιακό τους βίο. Είναι τόσο ισχυρό το κίνητρο, ώστε να αποµακρυνθούµε από το αναδιανεµητικό σύστηµα; Οι αριθµοί µιλάνε µόνοι τους. Κατ’ αρχάς, µε δεδοµένη την εκτιµώµενη επιδείνωση των δηµογραφικών στοιχείων -δηλαδή τη γήρανση του πληθυσµού και την πλήρη ανατροπή της αναλογίας εργαζοµένων/συνταξιούχων-, η «ρήτρα µηδενικού ελλείµµατος» οδηγεί µε µαθηµατική ακρίβεια σε µελλοντικά χαµηλότερες συντάξεις για τους ασφαλισµένους. Υπό αυτό το πρίσµα, το νέο σύστηµα αποσκοπεί στο να ενισχύσει το εισόδηµα από συντάξεις των ασφαλισµένων, αλλά παράλληλα και τη βιωσιµότητα και την ευστάθεια του ασφαλιστικού συστήµατος.

Και πάµε στο «διά ταύτα». Πόση µπορεί να είναι η διαφορά των µελλοντικών συντάξεων µε το νέο σύστηµα; Σύµφωνα µε τους υπολογισµούς της Τραπέζης της Ελλάδος, η ετήσια δαπάνη για επικουρικές συντάξεις υπό το νέο σύστηµα θα κυµαίνεται το 2070 µεταξύ 0,18% του ΑΕΠ (στο απαισιόδοξο σενάριο) και 0,53% του ΑΕΠ (στο αισιόδοξο σενάριο), έναντι 0,13% και 0,35% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, στην περίπτωση µη υλοποίησης της µεταρρύθµισης. Τουτέστιν, η διαφορά στην ετήσια επικουρική σύνταξη κυµαίνεται από 310 ευρώ (+11,5%) στο πιο απαισιόδοξο σενάριο έως και 1.442 ευρώ (+51,5%) στο πλέον αισιόδοξο, σε τιµές του 2019.

«Και δεν κινδυνεύουν οι εισφορές µας; ∆εν υπόκεινται στο ρίσκο των αγορών;», είναι το ερώτηµα που τίθεται εύλογα. Τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το υπουργείο Εργασίας έδειξαν ότι χώρες µε αντίστοιχα συστήµατα «προσέφεραν» υψηλές αποδόσεις, ακόµα και έπειτα από σκαµπανεβάσµατα στις αγορές.

Ενδεικτικά, σε περίοδο 121 ετών (1900-2020) οι πραγµατικές µέσες ετήσιες αποδόσεις µετοχών και οµολόγων ανήλθαν σε 6,6% και 2,1%, αντίστοιχα, στις ΗΠΑ και σε 5,4 και 2%, αντίστοιχα, στο Ηνωµένο Βασίλειο. Γενικότερα, µε βάση ένα δείγµα 21 χωρών µε διαθέσιµα µακροχρόνια στοιχεία αποδόσεων, οι πραγµατικές µέσες ετήσιες αποδόσεις µετοχικών τίτλων κυµάνθηκαν στο παρελθόν κατά µέσο όρο µεταξύ 3% και 6% ανάλογα µε τη χώρα, µε τις αποδόσεις των µετοχών κατά µέσο όρο να υπερβαίνουν µακροπρόθεσµα τις αποδόσεις των οµολογιακών τίτλων κατά περίπου 3 ποσοστιαίες µονάδες. Επίσης, για την περίοδο 2004-2019, η µέση πραγµατική ετήσια απόδοση των ασφαλιστικών ταµείων των χωρών που καταγράφονται σε σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ ανήλθε σε περίπου 3%.

2_2

Παρά ταύτα, το ελληνικό σύστηµα πάει ακόµα παραπέρα, βάζοντας ασφαλιστικές δικλίδες. Το κράτος εγγυάται την καταβολή ελάχιστης επικουρικής σύνταξης ίσης µε εκείνη που αντιστοιχεί στην πραγµατική (αποπληθωρισµένη) αξία των καταβληθεισών εισφορών. Αυτό σηµαίνει πρακτικά ότι, ανεξάρτητα από τις αποδόσεις των επενδύσεων, κανένας ασφαλισµένος δεν θα λάβει επικουρική σύνταξη χαµηλότερη από αυτήν που θα αντιστοιχεί στις εισφορές που θα έχει καταβάλει, συν τον πληθωρισµό. Το χαρακτηριστικό αυτό διαφοροποιεί σε σηµαντικό βαθµό τη λειτουργία του ελληνικού κεφαλαιοποιητικού συστήµατος, καθώς εξαλείφει το βασικό µειονέκτηµα των κεφαλαιοποιητικών συστηµάτων διεθνώς, δηλαδή την ενδεχόµενη αρνητική επίδραση από τις αποδόσεις του επενδυτικού χαρτοφυλακίου.

Το όφελος δεν περιορίζεται, όµως, στις µελλοντικές συντάξεις. Η µόχλευση όλων αυτών των κεφαλαίων θα δώσει µια απίστευτη ώθηση στην ελληνική οικονοµία. Ειδική µελέτη του ΙΟΒΕ εκπόνησε εναλλακτικά σενάρια προσοµοίωσης, που αφορούν το ποσοστό εκούσιας συµµετοχής των σηµερινών εργαζοµένων, το ποσοστό τοποθέτησης σε εγχώριες επενδύσεις κ.λπ.