Άµεσες και µεσοπρόθεσµες παρεµβάσεις για την ελάφρυνση του πρόσθετου βάρους που επωµίζονται πολίτες και επιχειρήσεις από το «τσουνάµι» της ακρίβειας επεξεργάζεται η κυβέρνηση, µε το οικονοµικό επιτελείο να καλείται να ισορροπήσει µεταξύ της πίεσης για επιπλέον µέτρα στήριξης και της ανάγκης να µη χαθεί ο δηµοσιονοµικός έλεγχος, αλλά και να µην πληγεί η εµπιστοσύνη των αγορών, µέσω των οποίων καλύπτονται οι δανειακές ανάγκες.

Οι εκτιµήσεις για διατήρηση των τιµών της ενέργειας σε υψηλά επίπεδα για µεγάλο χρονικό διάστηµα, µε άµεση επίπτωση και στις τιµές των πρώτων υλών, των τροφίµων και των ειδών ευρείας κατανάλωσης, διαµορφώνουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο, εντός του οποίου εξετάζονται:

H προσωρινή µείωση του ΦΠΑ και των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, µια απόφαση, ωστόσο, που, αν και παραµένει στο τραπέζι, συναντά αρκετές δυσκολίες λόγω του υψηλού δηµοσιονοµικού κόστους και της αβεβαιότητας αν το όφελος θα φτάσει στους καταναλωτές.

H στοχευµένη στήριξη των πιο ευάλωτων νοικοκυριών και των επιχειρήσεων µέσω της συνέχισης της επιδοµατικής πολιτικής για την κάλυψη µέρους του αυξηµένου κόστους των λογαριασµών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, για το οποίο έχουν ήδη διατεθεί πάνω από 2 δισ. ευρώ.

Η αξιοποίηση πρόσθετων κονδυλίων 200 εκατ. ευρώ για την απευθείας επιδοµατική ενίσχυση µε 100-150 ευρώ περίπου 1,5-2 εκατοµµυρίων πολιτών.

Τα παραπάνω σενάρια µαζί µε άλλα που βρίσκονται στο τραπέζι, όπως, π.χ., η µη είσπραξη της επιστρεπτέας προκαταβολής, έρχονται να προστεθούν στο καλάθι των µέτρων που έχουν ήδη προαναγγελθεί (π.χ., νέα αύξηση του κατώτατου µισθού την άνοιξη) ή έχουν ήδη ληφθεί, µε κυριότερη τη µείωση του ΕΝΦΙΑ.

Στη µεγάλη εικόνα, που έχει να κάνει µε την αντιµετώπιση των υψηλών τιµών ενέργειας, εξετάζονται διάφορες προτάσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως τα διµερή συµβόλαια µεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, οι κοινές προµήθειες φυσικού αερίου, η αλλαγή στο µοντέλο των δικαιωµάτων ρύπων, η αξιοποίηση των σύγχρονων µονάδων παραγωγής ενέργειας από πυρηνικά κ.ά.