Αλλάζουν όλα ή μήπως όχι; Η εκτίναξη του πληθωρισμού και η επαπειλούμενη εκτίναξη των επιτοκίων ανατρέπουν την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ή μήπως όχι; Ο κίνδυνος παγίδευσης σε στόχους υψηλών πλεονασμάτων είναι υπαρκτός ή όχι;

Τα καυτά αυτά ερωτήματα μένουν να αιωρούνται από τη στιγμή που έγινε σαφές ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον δεν «υπακούει» στις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις των Ευρωπαίων τεχνοκρατών, οι οποίοι για ακόμα μία φορά απέτυχαν παταγωδώς να διαβάσουν τα νέα δεδομένα.

67

Και δεν είναι μόνο το «πινγκ πονγκ» των ευθυνών για το πώς πρέπει να κινηθεί η Ευρώπη απέναντι στη χειρότερη μεταπολεμική ενεργειακή κρίση, αλλά και το ότι υπάρχει πρωτοφανής αδυναμία ή απροθυμία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων να προσαρμόσουν Κανονισμούς και Συνθήκες στις ραγδαίες εξελίξεις.

Όπως σημειώνουν πηγές που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες στις Βρυξέλλες, πέρα και παράλληλα με τον παραλογισμό γύρω από τις αποφάσεις, ή μάλλον τις μη αποφάσεις, για τη λήψη έστω έκτακτων μέτρων στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, σιγοβράζει το καζάνι του Eurogroup, το οποίο αργά ή γρήγορα θα πρέπει να αποφασίσει ποιες πρέπει να είναι εφεξής οι δημοσιονομικές κατευθύνσεις των κρατών-μελών.

Αν και δεν προκαλεί έκπληξη, δεν παύει να προβληματίζει το γεγονός ότι η επίσημη γραμμή έως τώρα είναι αυτή των «ίσων αποστάσεων», ήτοι και να διευκολυνθούν οι κυβερνήσεις να πάρουν εθνικά μέτρα στήριξης για νοικοκυριά - επιχειρήσεις, αλλά και να τηρηθούν οι λεπτές ισορροπίες στην ευρωομάδα, με την ικανοποίηση των Βορείων, που επιμένουν στη λογική του δημοσιονομικού συμμαζέματος, τουλάχιστον για τους υπόλοιπους.

Η παταγώδης και μάλλον απρόσμενη αποτυχία του να βρεθεί ο διάδοχος του Κλάους Ρέγκλινγκ στον «θρόνο» του ESM είναι απολύτως δηλωτική των έντονων παρασκηνιακών παιχνιδιών ισχύος στο Eurogroup. Οι Βόρειοι απαίτησαν να μην υπάρχει υποψηφιότητα από χώρα που έχει περάσει από... Μνημόνια και κάπως έτσι «κάηκε» ο Πορτογάλος, ενώ ο «παλιός» Γκραμένια, δηλαδή ο Λουξεμβούργιος υποψήφιος, προσέκρουσε στον «τοίχο» της Ιταλίας και της Ισπανίας. Το γεγονός ότι δεν μπορεί να βρεθεί πρόσωπο κύρους και κοινής αποδοχής για το «κεφάλι» του ευρωμηχανισμού, αν μη τι άλλο, μαρτυρά ότι υπάρχουν δύο γραμμές εντός του Eurogroup για το πώς πρέπει να πλοηγηθεί το καράβι.

Ο στρατηγικός δημοσιονομικός σχεδιασμός για το 2023 είναι η επιστροφή σε έστω χαμηλό πρωτογενές πλεόνασμα, παρά τη σχετική ευελιξία που παρέχει η ρήτρα διαφυγής

 

Αγωνία για την Ιταλία

Αυτό που περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα είναι η πολιτική αβεβαιότητα για την Ιταλία, η οποία, όπως όλα δείχνουν, ετοιμάζεται να μετακινηθεί στο άκρο της Δεξιάς, χωρίς να μπορεί να προδικάσει κανείς ποια στάση θα τηρήσει στις κρίσιμες συζητήσεις και ψηφοφορίες για το Σύμφωνο Σταθερότητας, οι οποίες υποτίθεται ότι θα πρέπει να γίνουν πριν από το τέλος του χρόνου.

Αν προσθέσει κανείς στην εξίσωση τη ραγδαία πτώση δημοτικότητας της «πολύχρωμης» κυβέρνησης Σολτς, την «τραυματισμένη» από τις πρόσφατες εκλογές κυβέρνηση Μακρόν και το «αντάρτικο» των αποκαλούμενων νέων χωρών, έχει την εικόνα των ισορροπιών στο Eurogroup - και όχι μόνο. Τι πρέπει να περιμένει η Ελλάδα από αυτά τα σκληρά παζάρια; Πολλά και τίποτα. Γι’ αυτό ακριβώς και ο στρατηγικός δημοσιονομικός σχεδιασμός για το 2023 είναι η επιστροφή σε έστω χαμηλό πρωτογενές πλεόνασμα, παρά τη σχετική ευελιξία που παρέχει η ρήτρα διαφυγής. Οπως εξηγούν, δε, αρμόδιες πηγές, ο υψηλός πληθωρισμός στη συγκεκριμένη συγκυρία μπορεί να αποδειχθεί βραχυπρόθεσμα έως και... ευεργετικός, καθώς εκτοξεύει το ονομαστικό ΑΕΠ και ακολούθως ψαλιδίζει το χρέος κατά 25-30 ποσοστιαίες μονάδες.

Από την άλλη, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το ρίσκο των υψηλών επιτοκίων, αν και ήταν δεδομένο ότι η περίοδος των αρνητικών επιτοκίων και της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής κάποια στιγμή θα τελείωνε. Αυτό που έχει θέσει σε κατάσταση «επαυξημένης ετοιμότητας» το οικονομικό επιτελείο είναι η επιθετική αύξηση επιτοκίων -οι αγορές ποντάρουν στο ότι η ΕΚΤ θα έχει φτάσει στο 3% έως το επόμενο καλοκαίρι- και πώς αυτό μπορεί να διαταράξει τις μακροπρόθεσμες παραδοχές για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, η πίεση για υψηλά πλεονάσματα -πάνω από το 2% με 2,5% που θεωρείται βιώσιμο- θα μπορούσε να αυξηθεί, ειδικά αν περάσει η «σκληρή» γραμμή στο Eurogroup.

Στην Αθήνα εμφανίζονται, ωστόσο, πεπεισμένοι ότι ο παρονομαστής, δηλαδή το ΑΕΠ, θα κάνει τη... δουλειά, κοινώς ότι η οικονομία έχει αναπτύξει δυναμική υψηλών πραγματικών ρυθμών, πολύ πάνω από το 1,5% που προβλέπει η τελευταία Ανάλυση Βιωσιμότητας της Κομισιόν, ρυθμών που «κλειδώνουν» τη μείωση του χρέους στα επίπεδα του 60%, χωρίς να απαιτούνται ασφυκτικά πλεονάσματα...