Η ώρα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης για τα λιπάσματα
Μόνο μία ελληνική εταιρεία έχει απευθυνθεί για πιστοποίηση ευρωπαϊκών προδιαγραφών
Ο χρόνος των αποφάσεων για το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ως προς την χρήση πιστοποιημένων λιπασμάτων λήγει σε λίγες μέρες. Η υποχρέωση των χωρών μελών για την πιστοποίηση είναι σαφής και ήδη -από το 2019 έως τον περασμένο Ιούλιο -όλες οι λιπασματοβιομηχανίες έπρεπε να προσαρμοστούν στην παραγωγή ασφαλών προϊόντων για τους καταναλωτές και το περιβάλλον. Με απόφαση του αρμόδιου υπουργείου και μετά από πίεση των παραγωγών που βρέθηκαν «απροετοίμαστοι», ο χρόνος παρατάθηκε ως τις 15 Δεκεμβρίου.
Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι τι θα γίνει από δω και πέρα. Οι περισσότερες βιομηχανίες δεν έχουν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ασκούν πιέσεις στο υπουργείο, λόγω και των επικείμενων εκλογών, για να δοθεί νέα παράταση. Μια τέτοια εξέλιξη όμως θα έθετε σε κίνδυνο το όλο σχέδιο της Ε.Ε. και της κυβέρνησης για «πράσινη ανάπτυξη» και την ευημερία των πολιτών.
Ένας πρόσθετος λόγος για να σταματήσουν οι παρατάσεις είναι οτι πλέον δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος έλλειψης λιπασμάτων και ήδη οι βιομηχανίες είχαν πολύ χρόνο στη διαθεσή τους για να λάβουν πιστοποίηση καθώς και οι ίδιες μπορούν να συμπληρώσουν μόνες τους το σχετικό φάκελο και να λάβουν μία «βασική» πιστοποίηση.
Με το νέο κανονισμό που ετέθη σε εφαρμογή το 2019, (επί της ουσίας για να γνωρίζουμε τι λιπάσματα ρίχνουμε στα χωράφια μας και πόσο ασφαλή είναι αυτά), οι βιομηχανίες υποχρεώνονταν να προσαρμόσουν τα υλικά και τον τρόπο παραγωγής στις σύγχρονες ανάγκες.
Στις πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε. το θέμα της πιστοποίησης έχει προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό με ελάχιστες εξαιρέσεις μεταξύ των οποίων και στην περίπτωση της Ελλάδας. όπου ακόμη βρισκόμαστε σε μη ώριμο στάδιο.
Με αυτά τα δεδομένα μια νέα παράταση εφαρμογής του νέου κανονισμού θα ανατρέψει μια πορεία προς τον εκσυγχρονισμό των λιπασματοβιομηχανιών που θεωρείται κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής.
Αλλωστε, όλες οι μελέτες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και στη χώρα μας δείχνουν πως ο έλεγχος στα λιπάσματα και η χρήση προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο είναι πλέον καθήκον όλων.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος που έχει να κάνει με την προστασία των βιομηχανιών που αρνούνται να συμμορφωθούν επικαλούμενες τις οικονομικές συνέπειες λόγω του πολέμου. Οι γνωρίζοντες υποστηρίζουν οτι η υιοθέτηση μιας τέτοιας άποψης αποτελεί άλλοθι για όσους δεν επιθυμούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Αν και είχαν τρία χρόνια για να προχωρήσουν στην πιστοποίηση για τους δικούς τους λόγους δεν το έκαναν. Πέτυχαν την παράταση αλλά και πάλι από τον Αύγουστο έως και τις 15 Δεκεμβρίου ο χρόνος ήταν αρκετός ώστε μια λιπασματοβιομηχανία να λάβει την ευρωπαϊκή πιστοποίηση από έναν εξωτερικό φορέα (π.χ. TUV Austria).
Σύμφωνα με πληροφορίες μέχρι σήμερα από τις ελληνικές εταιρείες, καμία δεν έχει απευθυνθεί για πιστοποίηση ευρωπαϊκών προδιαγραφών, πλην της «Ελλαγρολίπ» των μόνων λιπασμάτων με πιστοποίηση CE. Το οξύμωρο είναι πως οι βιομηχανίες λιπασμάτων θα μπορούσαν επίσης να πιστοποιήσουν τα προϊόντα τους τους ως λιπάσματα «νέου τύπου» (με βάση την υπάρχουσα ΚΥΑ που ισχύει εδώ και μία εικοσαετία) καταθέτοντας τον σχετικό φάκελο στο υπουργείο Αγροτικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μια απλή διαδικασία, η οποία δεν είναι άγνωστη ούτε δύσκολη.
Η «αμέλεια» θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στην περίπτωση που είχαμε να κάνουμε με μια αδιάφορη δράση, ωστόσο τώρα αφορά την εξασφάλιση μιας ποιοτικής παραγωγή για τους καταναλωτές και την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι επιστήμονες το έχουν ξακαθαρίσει: η πιστοποίηση έχει σκοπό να διασφαλίσει την παραγωγή με ταυτότητα.
Η χρήση λιπασμάτων για τα οποία ουδείς γνωρίζει την προελευσή τους εγκυμονεί κινδύνους για την ποιότητα των τροφίμων, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το περιβάλλον για το οποίο η ΕΕ έχει δεσμευτεί για την εξασφάλιση ευημερίας τις επόμενες δεκαετίες στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας.
Η άμεση εφαρμογή του κανονισμού έχει να κάνει και με την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών για τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό, ο οποίος αναμένεται να φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια!
Για τον λόγο αυτό η ευημερία των Ευρωπαίων πολιτών και όχι μόνο ,περνάει μέσα από την «προστασία, διατήρηση και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και βεβαίως την ενίσχυση του φυσικού κεφαλαίου (ιδίως του αέρα, των υδάτων, του εδάφους και των δασών, των γλυκών υδάτων, των υγροτόπων και των θαλάσσιων οικοσυστημάτων), και τη μείωση των περιβαλλοντικών και κλιματικών πιέσεων που συνδέονται με την παραγωγή και την κατανάλωση».
Η Ε.Ε έγκαιρα είχε διαπιστώσει το πρόβλημα και για τον λόγο αυτό το 2019 ψήφισε τον Νέο Κανονισμό με τον οποίο επέβαλε τον έλεγχο προέλευσης και της ποιότητας των πρώτων υλών και των συστατικών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των λιπασμάτων με παράλληλη αυστηροποίηση των ελέγχων ποιότητας στα τελικά προϊόντα λίπανσης.
Ποια είναι τα βασικά ζητούμενα από την Ε.Ε:
– Οι Βιομηχανίες Λιπασμάτων οφείλουν να δημιουργούν «Φάκελο Προϊόντος» για κάθε λίπασμα που παράγουν και απαιτούν την πιστοποίηση όλων των λιπασμάτων από διεθνώς Κοινοποιημένο Φορέα, ως ελάχιστη απαραίτητη προϋπόθεση, για την κυκλοφορία τους στην ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά.
– Πρέπει να διασφαλίζεται η αξιοπιστία της αναγραφόμενης σύστασης και της απόδοσης του λιπάσματος, για την ασφάλεια του χρήστη και του περιβάλλοντος και προάγει την επάρκεια και την υψηλή διατροφική αξία των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων.
-Τα νέα τύπου λιπάσματα που θα πιστοποιούνται και θα φέρουν την ένδειξη CE, ενώ εκτιμάται οτι θα συμβάλουν στη μεγιστοποίηση της απόδοσης και θα ενισχύουν την ευρωστία και την παραγωγικότητα της καλλιέργειας.
Στις πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε το θέμα της πιστοποίησης έχει προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό με ελάχιστες εξαιρέσεις μεταξύ των οποίων και στην περίπτωση της Ελλάδας όπου ακόμη βρισκόμαστε σε μη ώριμο στάδιο.
Με αυτά τα δεδομένα μια νέα παράταση εφαρμογής του νέου κανονισμού θα ανατρέψει μια πορεία προς τον εκσυγχρονισμό των λιπασματοβιομηχανιών που θεωρείται κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής.
Αλλωστε, όλες οι μελέτες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και στη χώρα μας δείχνουν πως ο έλεγχος στα λιπάσματα και η χρήση προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο είναι πλέον καθήκον όλων.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος που έχει να κάνει με την προστασία των βιομηχανιών που αρνούνται να συμμορφωθούν επικαλούμενες τις οικονομικές συνέπειες λόγω του πολέμου. Οι γνωρίζοντες υποστηρίζουν οτι η υιοθέτηση μιας τέτοιας άποψης αποτελεί άλλοθι για όσους δεν επιθυμούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Αν και είχαν τρία χρόνια για να προχωρήσουν στην πιστοποίηση για τους δικούς τους λόγους δεν το έκαναν. Πέτυχαν την παράταση αλλά και πάλι από τον Αύγουστο έως και τις 15 Δεκεμβρίου ο χρόνος ήταν αρκετός ώστε μια λιπασματοβιομηχανία να λάβει την ευρωπαϊκή πιστοποίηση από έναν εξωτερικό φορέα (π.χ. TUV Austria).
Σύμφωνα με πληροφορίες μέχρι σήμερα από τις ελληνικές εταιρείες, καμία δεν έχει απευθυνθεί για πιστοποίηση ευρωπαϊκών προδιαγραφών, πλην της «Ελλαγρολίπ» των μόνων λιπασμάτων με πιστοποίηση CE. Το οξύμωρο είναι πως οι βιομηχανίες λιπασμάτων θα μπορούσαν επίσης να πιστοποιήσουν τα προϊόντα τους τους ως λιπάσματα «νέου τύπου» (με βάση την υπάρχουσα ΚΥΑ που ισχύει εδώ και μία εικοσαετία) καταθέτοντας τον σχετικό φάκελο στο υπουργείο Αγροτικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μια απλή διαδικασία, η οποία δεν είναι άγνωστη ούτε δύσκολη.
Η «αμέλεια» θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στην περίπτωση που είχαμε να κάνουμε με μια αδιάφορη δράση, ωστόσο τώρα αφορά την εξασφάλιση μιας ποιοτικής παραγωγή για τους καταναλωτές και την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι επιστήμονες το έχουν ξακαθαρίσει: η πιστοποίηση έχει σκοπό να διασφαλίσει την παραγωγή με ταυτότητα.
Η χρήση λιπασμάτων για τα οποία ουδείς γνωρίζει την προελευσή τους εγκυμονεί κινδύνους για την ποιότητα των τροφίμων, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το περιβάλλον για το οποίο η ΕΕ έχει δεσμευτεί για την εξασφάλιση ευημερίας τις επόμενες δεκαετίες στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας.
Η άμεση εφαρμογή του κανονισμού έχει να κάνει και με την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών για τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό, ο οποίος αναμένεται να φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια!
Για τον λόγο αυτό η ευημερία των Ευρωπαίων πολιτών και όχι μόνο ,περνάει μέσα από την «προστασία, διατήρηση και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και βεβαίως την ενίσχυση του φυσικού κεφαλαίου (ιδίως του αέρα, των υδάτων, του εδάφους και των δασών, των γλυκών υδάτων, των υγροτόπων και των θαλάσσιων οικοσυστημάτων), και τη μείωση των περιβαλλοντικών και κλιματικών πιέσεων που συνδέονται με την παραγωγή και την κατανάλωση».
Η Ε.Ε έγκαιρα είχε διαπιστώσει το πρόβλημα και για τον λόγο αυτό το 2019 ψήφισε τον Νέο Κανονισμό με τον οποίο επέβαλε τον έλεγχο προέλευσης και της ποιότητας των πρώτων υλών και των συστατικών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των λιπασμάτων με παράλληλη αυστηροποίηση των ελέγχων ποιότητας στα τελικά προϊόντα λίπανσης.
Ποια είναι τα βασικά ζητούμενα από την Ε.Ε:
– Οι Βιομηχανίες Λιπασμάτων οφείλουν να δημιουργούν «Φάκελο Προϊόντος» για κάθε λίπασμα που παράγουν και απαιτούν την πιστοποίηση όλων των λιπασμάτων από διεθνώς Κοινοποιημένο Φορέα, ως ελάχιστη απαραίτητη προϋπόθεση, για την κυκλοφορία τους στην ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά.
– Πρέπει να διασφαλίζεται η αξιοπιστία της αναγραφόμενης σύστασης και της απόδοσης του λιπάσματος, για την ασφάλεια του χρήστη και του περιβάλλοντος και προάγει την επάρκεια και την υψηλή διατροφική αξία των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων.
-Τα νέα τύπου λιπάσματα που θα πιστοποιούνται και θα φέρουν την ένδειξη CE, ενώ εκτιμάται οτι θα συμβάλουν στη μεγιστοποίηση της απόδοσης και θα ενισχύουν την ευρωστία και την παραγωγικότητα της καλλιέργειας.
Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι τι θα γίνει από δω και πέρα. Οι περισσότερες βιομηχανίες δεν έχουν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ασκούν πιέσεις στο υπουργείο, λόγω και των επικείμενων εκλογών, για να δοθεί νέα παράταση. Μια τέτοια εξέλιξη όμως θα έθετε σε κίνδυνο το όλο σχέδιο της Ε.Ε. και της κυβέρνησης για «πράσινη ανάπτυξη» και την ευημερία των πολιτών.
Ένας πρόσθετος λόγος για να σταματήσουν οι παρατάσεις είναι οτι πλέον δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος έλλειψης λιπασμάτων και ήδη οι βιομηχανίες είχαν πολύ χρόνο στη διαθεσή τους για να λάβουν πιστοποίηση καθώς και οι ίδιες μπορούν να συμπληρώσουν μόνες τους το σχετικό φάκελο και να λάβουν μία «βασική» πιστοποίηση.
Με το νέο κανονισμό που ετέθη σε εφαρμογή το 2019, (επί της ουσίας για να γνωρίζουμε τι λιπάσματα ρίχνουμε στα χωράφια μας και πόσο ασφαλή είναι αυτά), οι βιομηχανίες υποχρεώνονταν να προσαρμόσουν τα υλικά και τον τρόπο παραγωγής στις σύγχρονες ανάγκες.
Στις πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε. το θέμα της πιστοποίησης έχει προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό με ελάχιστες εξαιρέσεις μεταξύ των οποίων και στην περίπτωση της Ελλάδας. όπου ακόμη βρισκόμαστε σε μη ώριμο στάδιο.
Με αυτά τα δεδομένα μια νέα παράταση εφαρμογής του νέου κανονισμού θα ανατρέψει μια πορεία προς τον εκσυγχρονισμό των λιπασματοβιομηχανιών που θεωρείται κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής.
Αλλωστε, όλες οι μελέτες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και στη χώρα μας δείχνουν πως ο έλεγχος στα λιπάσματα και η χρήση προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο είναι πλέον καθήκον όλων.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος που έχει να κάνει με την προστασία των βιομηχανιών που αρνούνται να συμμορφωθούν επικαλούμενες τις οικονομικές συνέπειες λόγω του πολέμου. Οι γνωρίζοντες υποστηρίζουν οτι η υιοθέτηση μιας τέτοιας άποψης αποτελεί άλλοθι για όσους δεν επιθυμούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Αν και είχαν τρία χρόνια για να προχωρήσουν στην πιστοποίηση για τους δικούς τους λόγους δεν το έκαναν. Πέτυχαν την παράταση αλλά και πάλι από τον Αύγουστο έως και τις 15 Δεκεμβρίου ο χρόνος ήταν αρκετός ώστε μια λιπασματοβιομηχανία να λάβει την ευρωπαϊκή πιστοποίηση από έναν εξωτερικό φορέα (π.χ. TUV Austria).
Σύμφωνα με πληροφορίες μέχρι σήμερα από τις ελληνικές εταιρείες, καμία δεν έχει απευθυνθεί για πιστοποίηση ευρωπαϊκών προδιαγραφών, πλην της «Ελλαγρολίπ» των μόνων λιπασμάτων με πιστοποίηση CE. Το οξύμωρο είναι πως οι βιομηχανίες λιπασμάτων θα μπορούσαν επίσης να πιστοποιήσουν τα προϊόντα τους τους ως λιπάσματα «νέου τύπου» (με βάση την υπάρχουσα ΚΥΑ που ισχύει εδώ και μία εικοσαετία) καταθέτοντας τον σχετικό φάκελο στο υπουργείο Αγροτικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μια απλή διαδικασία, η οποία δεν είναι άγνωστη ούτε δύσκολη.
Η «αμέλεια» θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στην περίπτωση που είχαμε να κάνουμε με μια αδιάφορη δράση, ωστόσο τώρα αφορά την εξασφάλιση μιας ποιοτικής παραγωγή για τους καταναλωτές και την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι επιστήμονες το έχουν ξακαθαρίσει: η πιστοποίηση έχει σκοπό να διασφαλίσει την παραγωγή με ταυτότητα.
Η χρήση λιπασμάτων για τα οποία ουδείς γνωρίζει την προελευσή τους εγκυμονεί κινδύνους για την ποιότητα των τροφίμων, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το περιβάλλον για το οποίο η ΕΕ έχει δεσμευτεί για την εξασφάλιση ευημερίας τις επόμενες δεκαετίες στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας.
Η άμεση εφαρμογή του κανονισμού έχει να κάνει και με την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών για τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό, ο οποίος αναμένεται να φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια!
Για τον λόγο αυτό η ευημερία των Ευρωπαίων πολιτών και όχι μόνο ,περνάει μέσα από την «προστασία, διατήρηση και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και βεβαίως την ενίσχυση του φυσικού κεφαλαίου (ιδίως του αέρα, των υδάτων, του εδάφους και των δασών, των γλυκών υδάτων, των υγροτόπων και των θαλάσσιων οικοσυστημάτων), και τη μείωση των περιβαλλοντικών και κλιματικών πιέσεων που συνδέονται με την παραγωγή και την κατανάλωση».
Η Ε.Ε έγκαιρα είχε διαπιστώσει το πρόβλημα και για τον λόγο αυτό το 2019 ψήφισε τον Νέο Κανονισμό με τον οποίο επέβαλε τον έλεγχο προέλευσης και της ποιότητας των πρώτων υλών και των συστατικών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των λιπασμάτων με παράλληλη αυστηροποίηση των ελέγχων ποιότητας στα τελικά προϊόντα λίπανσης.
Ποια είναι τα βασικά ζητούμενα από την Ε.Ε:
– Οι Βιομηχανίες Λιπασμάτων οφείλουν να δημιουργούν «Φάκελο Προϊόντος» για κάθε λίπασμα που παράγουν και απαιτούν την πιστοποίηση όλων των λιπασμάτων από διεθνώς Κοινοποιημένο Φορέα, ως ελάχιστη απαραίτητη προϋπόθεση, για την κυκλοφορία τους στην ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά.
– Πρέπει να διασφαλίζεται η αξιοπιστία της αναγραφόμενης σύστασης και της απόδοσης του λιπάσματος, για την ασφάλεια του χρήστη και του περιβάλλοντος και προάγει την επάρκεια και την υψηλή διατροφική αξία των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων.
-Τα νέα τύπου λιπάσματα που θα πιστοποιούνται και θα φέρουν την ένδειξη CE, ενώ εκτιμάται οτι θα συμβάλουν στη μεγιστοποίηση της απόδοσης και θα ενισχύουν την ευρωστία και την παραγωγικότητα της καλλιέργειας.
Στις πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε το θέμα της πιστοποίησης έχει προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό με ελάχιστες εξαιρέσεις μεταξύ των οποίων και στην περίπτωση της Ελλάδας όπου ακόμη βρισκόμαστε σε μη ώριμο στάδιο.
Με αυτά τα δεδομένα μια νέα παράταση εφαρμογής του νέου κανονισμού θα ανατρέψει μια πορεία προς τον εκσυγχρονισμό των λιπασματοβιομηχανιών που θεωρείται κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής.
Αλλωστε, όλες οι μελέτες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και στη χώρα μας δείχνουν πως ο έλεγχος στα λιπάσματα και η χρήση προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο είναι πλέον καθήκον όλων.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος που έχει να κάνει με την προστασία των βιομηχανιών που αρνούνται να συμμορφωθούν επικαλούμενες τις οικονομικές συνέπειες λόγω του πολέμου. Οι γνωρίζοντες υποστηρίζουν οτι η υιοθέτηση μιας τέτοιας άποψης αποτελεί άλλοθι για όσους δεν επιθυμούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Αν και είχαν τρία χρόνια για να προχωρήσουν στην πιστοποίηση για τους δικούς τους λόγους δεν το έκαναν. Πέτυχαν την παράταση αλλά και πάλι από τον Αύγουστο έως και τις 15 Δεκεμβρίου ο χρόνος ήταν αρκετός ώστε μια λιπασματοβιομηχανία να λάβει την ευρωπαϊκή πιστοποίηση από έναν εξωτερικό φορέα (π.χ. TUV Austria).
Σύμφωνα με πληροφορίες μέχρι σήμερα από τις ελληνικές εταιρείες, καμία δεν έχει απευθυνθεί για πιστοποίηση ευρωπαϊκών προδιαγραφών, πλην της «Ελλαγρολίπ» των μόνων λιπασμάτων με πιστοποίηση CE. Το οξύμωρο είναι πως οι βιομηχανίες λιπασμάτων θα μπορούσαν επίσης να πιστοποιήσουν τα προϊόντα τους τους ως λιπάσματα «νέου τύπου» (με βάση την υπάρχουσα ΚΥΑ που ισχύει εδώ και μία εικοσαετία) καταθέτοντας τον σχετικό φάκελο στο υπουργείο Αγροτικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μια απλή διαδικασία, η οποία δεν είναι άγνωστη ούτε δύσκολη.
Η «αμέλεια» θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στην περίπτωση που είχαμε να κάνουμε με μια αδιάφορη δράση, ωστόσο τώρα αφορά την εξασφάλιση μιας ποιοτικής παραγωγή για τους καταναλωτές και την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι επιστήμονες το έχουν ξακαθαρίσει: η πιστοποίηση έχει σκοπό να διασφαλίσει την παραγωγή με ταυτότητα.
Η χρήση λιπασμάτων για τα οποία ουδείς γνωρίζει την προελευσή τους εγκυμονεί κινδύνους για την ποιότητα των τροφίμων, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το περιβάλλον για το οποίο η ΕΕ έχει δεσμευτεί για την εξασφάλιση ευημερίας τις επόμενες δεκαετίες στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας.
Η άμεση εφαρμογή του κανονισμού έχει να κάνει και με την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών για τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό, ο οποίος αναμένεται να φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια!
Για τον λόγο αυτό η ευημερία των Ευρωπαίων πολιτών και όχι μόνο ,περνάει μέσα από την «προστασία, διατήρηση και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και βεβαίως την ενίσχυση του φυσικού κεφαλαίου (ιδίως του αέρα, των υδάτων, του εδάφους και των δασών, των γλυκών υδάτων, των υγροτόπων και των θαλάσσιων οικοσυστημάτων), και τη μείωση των περιβαλλοντικών και κλιματικών πιέσεων που συνδέονται με την παραγωγή και την κατανάλωση».
Η Ε.Ε έγκαιρα είχε διαπιστώσει το πρόβλημα και για τον λόγο αυτό το 2019 ψήφισε τον Νέο Κανονισμό με τον οποίο επέβαλε τον έλεγχο προέλευσης και της ποιότητας των πρώτων υλών και των συστατικών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των λιπασμάτων με παράλληλη αυστηροποίηση των ελέγχων ποιότητας στα τελικά προϊόντα λίπανσης.
Ποια είναι τα βασικά ζητούμενα από την Ε.Ε:
– Οι Βιομηχανίες Λιπασμάτων οφείλουν να δημιουργούν «Φάκελο Προϊόντος» για κάθε λίπασμα που παράγουν και απαιτούν την πιστοποίηση όλων των λιπασμάτων από διεθνώς Κοινοποιημένο Φορέα, ως ελάχιστη απαραίτητη προϋπόθεση, για την κυκλοφορία τους στην ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά.
– Πρέπει να διασφαλίζεται η αξιοπιστία της αναγραφόμενης σύστασης και της απόδοσης του λιπάσματος, για την ασφάλεια του χρήστη και του περιβάλλοντος και προάγει την επάρκεια και την υψηλή διατροφική αξία των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων.
-Τα νέα τύπου λιπάσματα που θα πιστοποιούνται και θα φέρουν την ένδειξη CE, ενώ εκτιμάται οτι θα συμβάλουν στη μεγιστοποίηση της απόδοσης και θα ενισχύουν την ευρωστία και την παραγωγικότητα της καλλιέργειας.