Τράπεζα της Ελλάδος: Ανάπτυξη 6,2% το 2022 και 1,5% το 2023
Ο πληθωρισμός από 9,4% φέτος στο 5,8% το 2023
Ανάπτυξη 6,2% το 2022 και 1,5% το 2023, αλλά και συνέχιση της αύξησης των εξαγωγών τόσο το 2023 όσο και το 2024, προβλέπει στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής η Τράπεζα της Ελλάδος. Κατά την ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα έτη, φθάνοντας στο 3,0% το 2024 και στο 2,8% το 2025. Μάλιστα, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης 2022-2025, 10% κατά μέσο όρο ετησίως. Κατά την ΤτΕ, η βασικότερη πρόκληση για την οικονομική πολιτική στην τρέχουσα συγκυρία είναι η αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού.
Παράλληλα, στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2022, που υποβλήθηκε προ ολίγου στον Πρόεδρο της Βουλής παρουσίαζονται και οι έξι προκλήσεις για τη διατήρηση της ανάπτυξης οι οποίες είναι:
Το στίγμα της Έκθεσης Νομισματικής Πολιτικής (Δεκέμβριος 2022), που ξετυλίγει τις προοπτικές του τραπεζικού τομέα, τις προκλήσεις και τους κινδύνους, παράλληλα με τις εκτιμήσεις για τα δημοσιονομικά και τον ρυθμό ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, είναι κυρίως θετικό, όπως είχε γράψει και το powergame.gr. Σύμφωνα με κύκλους της Τράπεζας της Ελλάδος, φαίνεται ότι έχει βάση η αισιόδοξη πρόβλεψη για επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023 και μάλιστα, προς την κατεύθυνση αυτήν θα πρέπει να είναι στραμμένη η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική.
Η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να έχει θετικό ρυθμό ανάπτυξης και το 2023 (λόγω της συμβολής του τουρισμού και του Ταμείου Ανάπτυξης), αλλά σε μικρότερο ποσοστό. Η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ συνδέεται άμεσα με τις αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης εξαιτίας του πληθωρισμού, που προκαλούν πιέσεις στην αγορά, παγώνοντας έως ένα βαθμό σχέδια χρηματοδοτήσεων και επενδύσεων.
Αντιθέτως, το 2022 ήταν έτος μεγάλης ανάπτυξης και εκρηκτικής αύξησης των επενδύσεων, γι’ αυτό και οι επιμέρους προβλέψεις βασικών οικονομικών δεικτών αναθεωρήθηκαν ανοδικά.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η αύξηση των επιτοκίων, ως αποτέλεσμα της πολιτικής μείωσης του πληθωρισμού, και η ενεργειακή κρίση που εξακολουθεί και πυροδοτεί ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι σημαντικές παράμετροι, στις οποίες θα πρέπει να επιστήσουν την προσοχή τόσο το οικονομικό επιτελείο στην κατεύθυνση των παροχών όσο και οι τράπεζες, που εν τω μεταξύ παρουσιάζουν υψηλή πιστωτική επέκταση.
Στο πλαίσιο αυτό, η λήψη μέτρων μπορεί να θεωρηθεί σωστή κίνηση, σαν ένα προληπτικό μέτρο άμυνας απέναντι στο αυξημένο κόστος χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει σε συστάσεις προς το τραπεζικό σύστημα όσον αφορά τις γραμμές άμυνας απέναντι σε μια πιθανή νέα γενιά «κόκκινων» δανείων, ως αποτέλεσμα της τρέχουσας συγκυρίας και της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, ειδικά σε μια στιγμή που η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα.
Πάντως, η νέα Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική έχει μια νότα αισιοδοξίας για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών και για το μεγάλο ενδεχόμενο απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας σε ένα περιβάλλον με θετικό, αν και μικρότερο συγκριτικά, ρυθμό ανάπτυξης, αλλά θα έχει παράλληλα τον αυστηρό τόνο της σύστασης του επόπτη για ιδιαίτερη προσοχή, λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας που επικρατεί διεθνώς (ειδικά στον χώρο των χρηματοδοτήσεων και στις επακόλουθες συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων).
Με τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία να παίζει σημαντικά αρνητικό ρόλο στη διεθνή οικονομική ισορροπία και να επιτείνει το ήδη φορτισμένο κλίμα αβεβαιότητας.
Στο εσωτερικό, η αύξηση του κόστους της ενέργειας και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και αυξάνουν την εισοδηματική ανισότητα. Επιπλέον, η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ενώ η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα στερεί μια πρόσθετη πηγή εσόδων.
Ως συνέπεια του υψηλού και παρατεταμένου πληθωρισμού, εντείνονται οι πιέσεις για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, καθώς και για μέτρα στήριξης που θα περιορίζουν τις απώλειες στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Οι πληθωριστικές πιέσεις και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων οδηγούν σε βελτίωση των καθαρών εσόδων των τραπεζών από τόκους, αλλά και σε επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησής τους, ενώ ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου που σχετίζεται με τη δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον που θέτει σημαντικές προκλήσεις στην οικονομική πολιτική, η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς το εννεάμηνο του 2022. Παρ’ όλα αυτά, η παράταση της ενεργειακής κρίσης εξαιτίας του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, που συντηρεί τον πληθωρισμό σε πολύ υψηλά επίπεδα, έχει οδηγήσει σε υποχώρηση των επιχειρηματικών προσδοκιών και επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αργό ρυθμό μεγέθυνσης το 2023.
Η σημαντικότερη επίπτωση της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης είναι η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, η οποία μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και υπονομεύει τις προοπτικές της οικονομίας. Ο πληθωρισμός, όπως μετρείται από το ρυθμό μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σημείωσε σημαντική αύξηση το ενδεκάμηνο του 2022 σε 9,5% κατά μέσο όρο, αντανακλώντας τις πολύ υψηλές αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής. Την ίδια περίοδο, ο πυρήνας του πληθωρισμού αυξήθηκε σε 5,5% κατά μέσο όρο, καθώς το αυξημένο ενεργειακό και διατροφικό κόστος διαχέεται πλέον στις τιμές των υπηρεσιών και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις στην πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου ήταν θετικές, καθώς το 2022, έως σήμερα, δύο οίκοι έχουν αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου, μειώνοντας σε μία μόλις βαθμίδα την ελάχιστη απόσταση από την επενδυτική κατηγορία. Η εξέλιξη αυτή έχει ευνοήσει και άλλους εκδότες ομολόγων με έδρα την Ελλάδα, όπως οι τράπεζες, των οποίων οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις επίσης αναβαθμίστηκαν στο ίδιο διάστημα.
Το δεκάμηνο του 2022 οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα συνέχισαν να αυξάνονται, αν και με πολύ βραδύτερο ρυθμό από ό,τι τα δύο προηγούμενα χρόνια, ενώ ο ετήσιος ρυθμός επέκτασης των τραπεζικών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επιταχύνθηκε εξαιτίας της ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης, αλλά και λόγω της αύξησης των χρηματοδοτικών τους αναγκών εξαιτίας του υψηλότερου πληθωρισμού. Η τραπεζική χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά εξακολούθησε να συρρικνώνεται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Η αύξηση των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει οδηγήσει σε άνοδο των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα έτη, φθάνοντας στο 3,0% το 2024 και στο 2,8% το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί και θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και αφετέρου ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων και τη σταθερή αναπτυξιακή προοπτική της ευρωζώνης.
Η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι συνέχισε να αυξάνεται το 2022, με ακόμη ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, αντανακλώντας την αυξημένη απασχόληση που επιδρά θετικά στα εισοδήματα, αλλά και την πραγματοποίηση δαπανών που είχαν αναβληθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας με χρήση και των υψηλών αποταμιεύσεων που είχαν συσσωρευθεί την ίδια περίοδο. Τα επόμενα έτη η καταναλωτική δαπάνη θα καταγράψει χαμηλότερους ρυθμούς ανόδου, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ η αγορά εργασίας εκτιμάται ότι θα συνεχίσει τη θετική της πορεία, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς.
Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης 2022-2025, 10% κατά μέσο όρο ετησίως, υποστηριζόμενες από την ενίσχυση της ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Ειδικότερα, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι αναμένεται να προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων.
Οι εξαγωγές αγαθών επέδειξαν ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μετά από αύξηση κατά 13,8% το 2021, εκτιμάται ότι το 2022 και το 2023 θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά με αρκετά ηπιότερο ρυθμό, εξαιτίας της επιδείνωσης των προοπτικών στην ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα ανακάμψουν σε σημαντικό βαθμό εφέτος και θα κινηθούν ελαφρώς ανοδικά τα επόμενα έτη. Παράλληλα όμως, άνοδο αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης, ως αποτέλεσμα της τόνωσης της εγχώριας ζήτησης, ιδίως των επενδύσεων.
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται να διαμορφωθεί σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο το 2022, στο 9,4%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής. Εκτιμάται ότι σταδιακά θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, αντανακλώντας κυρίως την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης. Ο πληθωρισμός χωρίς τις τιμές των ειδών διατροφής και της ενέργειας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,6% το 2022 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.
Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) όσο και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σταθεροί το Σεπτέμβριο του 2022 σε 13,5% και 16,2% αντίστοιχα (συγκριτικά με το Δεκέμβριο του 2021) και σε χαμηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 14,6 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 3,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2021 και κατά 94,1 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος αποκλιμακώθηκε περαιτέρω το εννεάμηνο του 2022 (Σεπτέμβριος 2022: 9,7%, Δεκέμβριος 2021: 12,8%), αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερος από το αντίστοιχο επίπεδο της ευρωζώνης. Όλες οι σημαντικές τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ.
Εάν ο εγχώριος πληθωρισμός είναι υψηλότερος από αυτόν της ευρωζώνης, θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επιβαρύνει το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Ωστόσο, ο επιτοκιακός κίνδυνος στην περίπτωση του δημόσιου χρέους είναι σχετικά περιορισμένος μεσοπρόθεσμα, ως απόρροια των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής του χρέους, το οποίο είναι κατά πλειοψηφία προς τον επίσημο τομέα, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swaps). Παρ’ όλα αυτά, τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους δεν θα πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, δεδομένου ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι στην καλύτερη περίπτωση χαμηλότερη κατά μία βαθμίδα έναντι της επενδυτικής κατηγορίας, ενώ μακροπρόθεσμα το χρέος καθίσταται περισσότερο ευάλωτο στον επιτοκιακό κίνδυνο.
Στην αγορά εργασίας, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων που έχει παρατηρηθεί μετά την πανδημία είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζόμενους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης. Η ταυτόχρονη παρουσία διψήφιων ποσοστών ανεργίας και μεγάλου αριθμού κενών θέσεων εργασίας υποδηλώνει υψηλή διαρθρωτική ανεργία.
Σημαντική πρόκληση αποτελεί επίσης η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού συστήματος της χώρας. Αυτό απαιτεί τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού ενεργειακών πόρων, την επιτάχυνση της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), την ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, την επέκταση των δικτύων, καθώς και τη διερεύνηση των δυνατοτήτων περαιτέρω αξιοποίησης των ορυκτών πόρων.
Πέρα από τις προκλήσεις που ανέδειξε αρχικά η πανδημία και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα. Παρά την πρόοδο όσον αφορά τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, τη μείωση του φορολογικού βάρους και των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και την αύξηση της εξωστρέφειας, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα παραμένει συγκριτικά χαμηλή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 58η θέση μεταξύ 180 χωρών όσον αφορά το δείκτη αντίληψης της διαφθοράς, σύμφωνα με την έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2021, ενώ η παραοικονομία στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Τέλος, εξακολουθούν να υφίστανται προβλήματα που σχετίζονται με την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και ‒ παρά τη σημαντική πρόοδο ‒ τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, καθώς και πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις όπως η γήρανση του πληθυσμού.
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ταχύτερους του αναμενομένου ρυθμούς το εννεάμηνο του 2022, επωφελούμενη από τη σημαντική άνοδο των τουριστικών εισπράξεων και την επανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, το δυσμενές διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές της ευρωπαϊκής και της ελληνικής οικονομίας το επόμενο έτος. H άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική αξιοπιστία, και η διατήρηση της δυναμικής της ανάπτυξης το προσεχές διάστημα αποτελούν τις κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομική πολιτική. Παρά τους αυξημένους κινδύνους, η σημαντική στήριξη από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους, σε συνδυασμό με τη μικρότερη ενεργειακή επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ και τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά της διάρθρωσης του δημόσιου χρέους της, δημιουργεί τις συνθήκες ώστε η ενδεχόμενη υλοποίηση ενός δυσμενέστερου σεναρίου για την ΕΕ να μην έχει αντίστοιχες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία.
Επιπλέον, η υλοποίηση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων βάσει του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” καθώς και η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας μπορούν να καταστήσουν εφικτή την αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα κατά το επόμενο έτος. Αυτό αποτελεί πολύ σημαντικό στόχο, ειδικά εν μέσω της αυστηροποίησης των νομισματικών συνθηκών και της επιδείνωσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, οι οποίες έχουν επιδράσει αυξητικά στις αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι το 2023 είναι χρονιά εθνικών εκλογών, απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία.
Παράλληλα, στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2022, που υποβλήθηκε προ ολίγου στον Πρόεδρο της Βουλής παρουσίαζονται και οι έξι προκλήσεις για τη διατήρηση της ανάπτυξης οι οποίες είναι:
- Η ανάσχεση μέρους των επιπτώσεων των πληθωριστικών πιέσεων στο εισόδημα των νοικοκυριών
- Η υλοποίηση των επενδυτικών δράσεων που συνδέονται με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
- Η διασφάλιση ότι οι εξελίξεις στο μισθολογικό κόστος θα διατηρήσουν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας που επιτεύχθηκαν την τελευταία δεκαετία
- Η αντιμετώπιση των υφιστάμενων στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας
- Η επιτάχυνση της μετάβασης σε πράσινη ενέργεια και η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας
- Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος, ώστε να χρηματοδοτεί απρόσκοπτα τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά
Το στίγμα της Έκθεσης Νομισματικής Πολιτικής (Δεκέμβριος 2022), που ξετυλίγει τις προοπτικές του τραπεζικού τομέα, τις προκλήσεις και τους κινδύνους, παράλληλα με τις εκτιμήσεις για τα δημοσιονομικά και τον ρυθμό ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, είναι κυρίως θετικό, όπως είχε γράψει και το powergame.gr. Σύμφωνα με κύκλους της Τράπεζας της Ελλάδος, φαίνεται ότι έχει βάση η αισιόδοξη πρόβλεψη για επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023 και μάλιστα, προς την κατεύθυνση αυτήν θα πρέπει να είναι στραμμένη η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική.
Η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να έχει θετικό ρυθμό ανάπτυξης και το 2023 (λόγω της συμβολής του τουρισμού και του Ταμείου Ανάπτυξης), αλλά σε μικρότερο ποσοστό. Η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ συνδέεται άμεσα με τις αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης εξαιτίας του πληθωρισμού, που προκαλούν πιέσεις στην αγορά, παγώνοντας έως ένα βαθμό σχέδια χρηματοδοτήσεων και επενδύσεων.
Αντιθέτως, το 2022 ήταν έτος μεγάλης ανάπτυξης και εκρηκτικής αύξησης των επενδύσεων, γι’ αυτό και οι επιμέρους προβλέψεις βασικών οικονομικών δεικτών αναθεωρήθηκαν ανοδικά.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η αύξηση των επιτοκίων, ως αποτέλεσμα της πολιτικής μείωσης του πληθωρισμού, και η ενεργειακή κρίση που εξακολουθεί και πυροδοτεί ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι σημαντικές παράμετροι, στις οποίες θα πρέπει να επιστήσουν την προσοχή τόσο το οικονομικό επιτελείο στην κατεύθυνση των παροχών όσο και οι τράπεζες, που εν τω μεταξύ παρουσιάζουν υψηλή πιστωτική επέκταση.
Στο πλαίσιο αυτό, η λήψη μέτρων μπορεί να θεωρηθεί σωστή κίνηση, σαν ένα προληπτικό μέτρο άμυνας απέναντι στο αυξημένο κόστος χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει σε συστάσεις προς το τραπεζικό σύστημα όσον αφορά τις γραμμές άμυνας απέναντι σε μια πιθανή νέα γενιά «κόκκινων» δανείων, ως αποτέλεσμα της τρέχουσας συγκυρίας και της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, ειδικά σε μια στιγμή που η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα.
Πάντως, η νέα Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική έχει μια νότα αισιοδοξίας για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών και για το μεγάλο ενδεχόμενο απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας σε ένα περιβάλλον με θετικό, αν και μικρότερο συγκριτικά, ρυθμό ανάπτυξης, αλλά θα έχει παράλληλα τον αυστηρό τόνο της σύστασης του επόπτη για ιδιαίτερη προσοχή, λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας που επικρατεί διεθνώς (ειδικά στον χώρο των χρηματοδοτήσεων και στις επακόλουθες συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων).
Με τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία να παίζει σημαντικά αρνητικό ρόλο στη διεθνή οικονομική ισορροπία και να επιτείνει το ήδη φορτισμένο κλίμα αβεβαιότητας.
Παρατίθεται η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2022
- Ισχυρή μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας το 2022 – πρόβλεψη για επιβράδυνση της μεγέθυνσης το 2023
Στο εσωτερικό, η αύξηση του κόστους της ενέργειας και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και αυξάνουν την εισοδηματική ανισότητα. Επιπλέον, η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ενώ η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα στερεί μια πρόσθετη πηγή εσόδων.
Ως συνέπεια του υψηλού και παρατεταμένου πληθωρισμού, εντείνονται οι πιέσεις για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, καθώς και για μέτρα στήριξης που θα περιορίζουν τις απώλειες στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Οι πληθωριστικές πιέσεις και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων οδηγούν σε βελτίωση των καθαρών εσόδων των τραπεζών από τόκους, αλλά και σε επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησής τους, ενώ ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου που σχετίζεται με τη δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον που θέτει σημαντικές προκλήσεις στην οικονομική πολιτική, η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς το εννεάμηνο του 2022. Παρ’ όλα αυτά, η παράταση της ενεργειακής κρίσης εξαιτίας του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, που συντηρεί τον πληθωρισμό σε πολύ υψηλά επίπεδα, έχει οδηγήσει σε υποχώρηση των επιχειρηματικών προσδοκιών και επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αργό ρυθμό μεγέθυνσης το 2023.
- Ισχυρή ανάπτυξη το εννεάμηνο του 2022 – Σημαντική άνοδος του πληθωρισμού και αύξηση της αβεβαιότητας
Η σημαντικότερη επίπτωση της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης είναι η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, η οποία μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και υπονομεύει τις προοπτικές της οικονομίας. Ο πληθωρισμός, όπως μετρείται από το ρυθμό μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σημείωσε σημαντική αύξηση το ενδεκάμηνο του 2022 σε 9,5% κατά μέσο όρο, αντανακλώντας τις πολύ υψηλές αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής. Την ίδια περίοδο, ο πυρήνας του πληθωρισμού αυξήθηκε σε 5,5% κατά μέσο όρο, καθώς το αυξημένο ενεργειακό και διατροφικό κόστος διαχέεται πλέον στις τιμές των υπηρεσιών και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
- Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις: αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, πτώση των τιμών των μετοχών, αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου
Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις στην πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου ήταν θετικές, καθώς το 2022, έως σήμερα, δύο οίκοι έχουν αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου, μειώνοντας σε μία μόλις βαθμίδα την ελάχιστη απόσταση από την επενδυτική κατηγορία. Η εξέλιξη αυτή έχει ευνοήσει και άλλους εκδότες ομολόγων με έδρα την Ελλάδα, όπως οι τράπεζες, των οποίων οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις επίσης αναβαθμίστηκαν στο ίδιο διάστημα.
Το δεκάμηνο του 2022 οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα συνέχισαν να αυξάνονται, αν και με πολύ βραδύτερο ρυθμό από ό,τι τα δύο προηγούμενα χρόνια, ενώ ο ετήσιος ρυθμός επέκτασης των τραπεζικών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επιταχύνθηκε εξαιτίας της ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης, αλλά και λόγω της αύξησης των χρηματοδοτικών τους αναγκών εξαιτίας του υψηλότερου πληθωρισμού. Η τραπεζική χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά εξακολούθησε να συρρικνώνεται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Η αύξηση των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει οδηγήσει σε άνοδο των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί.
- Προβλέψεις: ταχύτερη του αναμενομένου μεγέθυνση το 2022, επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης το 2023
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα έτη, φθάνοντας στο 3,0% το 2024 και στο 2,8% το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί και θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και αφετέρου ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων και τη σταθερή αναπτυξιακή προοπτική της ευρωζώνης.
Η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι συνέχισε να αυξάνεται το 2022, με ακόμη ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, αντανακλώντας την αυξημένη απασχόληση που επιδρά θετικά στα εισοδήματα, αλλά και την πραγματοποίηση δαπανών που είχαν αναβληθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας με χρήση και των υψηλών αποταμιεύσεων που είχαν συσσωρευθεί την ίδια περίοδο. Τα επόμενα έτη η καταναλωτική δαπάνη θα καταγράψει χαμηλότερους ρυθμούς ανόδου, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ η αγορά εργασίας εκτιμάται ότι θα συνεχίσει τη θετική της πορεία, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς.
Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης 2022-2025, 10% κατά μέσο όρο ετησίως, υποστηριζόμενες από την ενίσχυση της ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Ειδικότερα, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι αναμένεται να προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων.
Οι εξαγωγές αγαθών επέδειξαν ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μετά από αύξηση κατά 13,8% το 2021, εκτιμάται ότι το 2022 και το 2023 θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά με αρκετά ηπιότερο ρυθμό, εξαιτίας της επιδείνωσης των προοπτικών στην ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα ανακάμψουν σε σημαντικό βαθμό εφέτος και θα κινηθούν ελαφρώς ανοδικά τα επόμενα έτη. Παράλληλα όμως, άνοδο αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης, ως αποτέλεσμα της τόνωσης της εγχώριας ζήτησης, ιδίως των επενδύσεων.
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται να διαμορφωθεί σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο το 2022, στο 9,4%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής. Εκτιμάται ότι σταδιακά θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, αντανακλώντας κυρίως την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης. Ο πληθωρισμός χωρίς τις τιμές των ειδών διατροφής και της ενέργειας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,6% το 2022 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.
- Οι μακροοικονομικές προβλέψεις χαρακτηρίζονται από αυξημένη αβεβαιότητα και κινδύνους
- Τραπεζικό σύστημα: κερδοφορία, υποχώρηση της κεφαλαιακής επάρκειας, μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) όσο και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σταθεροί το Σεπτέμβριο του 2022 σε 13,5% και 16,2% αντίστοιχα (συγκριτικά με το Δεκέμβριο του 2021) και σε χαμηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 14,6 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 3,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2021 και κατά 94,1 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος αποκλιμακώθηκε περαιτέρω το εννεάμηνο του 2022 (Σεπτέμβριος 2022: 9,7%, Δεκέμβριος 2021: 12,8%), αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερος από το αντίστοιχο επίπεδο της ευρωζώνης. Όλες οι σημαντικές τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ.
- Προκλήσεις
Εάν ο εγχώριος πληθωρισμός είναι υψηλότερος από αυτόν της ευρωζώνης, θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επιβαρύνει το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Ωστόσο, ο επιτοκιακός κίνδυνος στην περίπτωση του δημόσιου χρέους είναι σχετικά περιορισμένος μεσοπρόθεσμα, ως απόρροια των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής του χρέους, το οποίο είναι κατά πλειοψηφία προς τον επίσημο τομέα, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swaps). Παρ’ όλα αυτά, τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους δεν θα πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, δεδομένου ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι στην καλύτερη περίπτωση χαμηλότερη κατά μία βαθμίδα έναντι της επενδυτικής κατηγορίας, ενώ μακροπρόθεσμα το χρέος καθίσταται περισσότερο ευάλωτο στον επιτοκιακό κίνδυνο.
Στην αγορά εργασίας, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων που έχει παρατηρηθεί μετά την πανδημία είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζόμενους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης. Η ταυτόχρονη παρουσία διψήφιων ποσοστών ανεργίας και μεγάλου αριθμού κενών θέσεων εργασίας υποδηλώνει υψηλή διαρθρωτική ανεργία.
Σημαντική πρόκληση αποτελεί επίσης η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού συστήματος της χώρας. Αυτό απαιτεί τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού ενεργειακών πόρων, την επιτάχυνση της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), την ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, την επέκταση των δικτύων, καθώς και τη διερεύνηση των δυνατοτήτων περαιτέρω αξιοποίησης των ορυκτών πόρων.
Πέρα από τις προκλήσεις που ανέδειξε αρχικά η πανδημία και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα. Παρά την πρόοδο όσον αφορά τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, τη μείωση του φορολογικού βάρους και των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και την αύξηση της εξωστρέφειας, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα παραμένει συγκριτικά χαμηλή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 58η θέση μεταξύ 180 χωρών όσον αφορά το δείκτη αντίληψης της διαφθοράς, σύμφωνα με την έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2021, ενώ η παραοικονομία στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Τέλος, εξακολουθούν να υφίστανται προβλήματα που σχετίζονται με την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και ‒ παρά τη σημαντική πρόοδο ‒ τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, καθώς και πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις όπως η γήρανση του πληθυσμού.
- Προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη
- Η ανάσχεση μέρους των επιπτώσεων των πληθωριστικών πιέσεων στο εισόδημα των νοικοκυριών, κυρίως για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, προκειμένου να στηριχθεί η κατανάλωση και να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική και η κοινωνική συνοχή. Ωστόσο, οι εισοδηματικές ενισχύσεις για το μετριασμό των πληθωριστικών επιπτώσεων θα πρέπει να είναι στοχευμένες και προσωρινού χαρακτήρα και να χρηματοδοτούνται από την αξιοποίηση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου, χωρίς να μεταβάλλεται η περιοριστική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής. Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδος και η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της αποτελούν κρίσιμους παράγοντες πιστοληπτικής αξιολόγησης, πολύ περισσότερο από ό,τι για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεδομένου ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει έναν από τους υψηλότερους διεθνώς λόγους χρέους προς ΑΕΠ.
- Η υλοποίηση των επενδυτικών δράσεων που συνδέονται με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι αναγκαία η συνέχιση του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, ιδιαίτερα όσων αφορούν θεσμικές παρεμβάσεις που υποβοηθούν την περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και την υλοποίηση εξωστρεφών επενδύσεων, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας
- Η διασφάλιση ότι οι εξελίξεις στο μισθολογικό κόστος θα διατηρήσουν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας που επιτεύχθηκαν την τελευταία δεκαετία. Στο πλαίσιο αυτό, η προβλεπόμενη αύξηση στον κατώτατο μισθό που προγραμματίζεται για το επόμενο έτος θα πρέπει να είναι τέτοια που να αντιστοιχεί στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, ώστε να αποτραπεί μία φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων, τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών.
- Η αντιμετώπιση των υφιστάμενων στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας. Ειδικότερα, το ποσοστό ανεργίας, αν και υποχωρεί σταθερά και σημαντικά τα τελευταία έτη, παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη. Επίσης, το ποσοστό ανεργίας στις ευάλωτες ομάδες (νέοι, γυναίκες) διατηρείται υψηλό, όπως και το μερίδιο του εργατικού δυναμικού που είτε είναι σε μερική απασχόληση και επιθυμεί να εργαστεί περισσότερες ώρες είτε είναι διαθέσιμο να εργαστεί αλλά δεν αναζητεί εργασία. Επιπλέον, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων παραμένει σημαντικό. Για να αμβλυνθούν αυτές οι αδυναμίες, απαιτείται αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, καθώς θα τους εξοπλίσει με τις κατάλληλες δεξιότητες και θα ενισχύσει τις προοπτικές απασχόλησής τους, ιδίως στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης ψηφιακής μετάβασης της ελληνικής οικονομίας.
- Η επιτάχυνση της μετάβασης σε πράσινη ενέργεια και η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας. Η αντιμετώπιση της διπλής κρίσης, ενεργειακής και κλιματικής, απαιτεί την επιτάχυνση και την προώθηση των επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες, τη βελτίωση των δικτύων και την επέκταση των υποδομών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, αλλά και την ανάπτυξη συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης ενέργειας. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλει το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης REPowerEU, το οποίο στοχεύει, εκτός από τη σταδιακή κατάργηση της εξάρτησης της ΕΕ από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα έως το 2027, στην επιτάχυνση της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην εξοικονόμηση ενέργειας, στο συνδυασμό επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, στη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού και, ως εκ τούτου, στη βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας και αυτονομίας της Ευρώπης.
- Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος, ώστε να χρηματοδοτεί απρόσκοπτα τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αναμφισβήτητα, η πορεία εξυγίανσης των τελευταίων ετών έχει συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα, ενώ και η αύξηση των τιμών στην αγορά ακινήτων βελτιώνει την αξία των εξασφαλίσεων και των ακινήτων που έχουν περιέλθει στις τράπεζες. Εντούτοις, η αβεβαιότητα σχετικά με τις επιδράσεις της ανόδου των επιτοκίων, οι προοπτικές για χαμηλότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η εντεινόμενη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Συνεπώς, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που συνδέονται με το τραπεζικό σύστημα και αφορούν την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας και την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των Λιγότερο Σημαντικών Τραπεζών (LSIs), και την οριστική εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους που διαχειρίζονται οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις.
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ταχύτερους του αναμενομένου ρυθμούς το εννεάμηνο του 2022, επωφελούμενη από τη σημαντική άνοδο των τουριστικών εισπράξεων και την επανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, το δυσμενές διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές της ευρωπαϊκής και της ελληνικής οικονομίας το επόμενο έτος. H άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική αξιοπιστία, και η διατήρηση της δυναμικής της ανάπτυξης το προσεχές διάστημα αποτελούν τις κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομική πολιτική. Παρά τους αυξημένους κινδύνους, η σημαντική στήριξη από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους, σε συνδυασμό με τη μικρότερη ενεργειακή επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ και τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά της διάρθρωσης του δημόσιου χρέους της, δημιουργεί τις συνθήκες ώστε η ενδεχόμενη υλοποίηση ενός δυσμενέστερου σεναρίου για την ΕΕ να μην έχει αντίστοιχες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία.
Επιπλέον, η υλοποίηση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων βάσει του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” καθώς και η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας μπορούν να καταστήσουν εφικτή την αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα κατά το επόμενο έτος. Αυτό αποτελεί πολύ σημαντικό στόχο, ειδικά εν μέσω της αυστηροποίησης των νομισματικών συνθηκών και της επιδείνωσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, οι οποίες έχουν επιδράσει αυξητικά στις αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι το 2023 είναι χρονιά εθνικών εκλογών, απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία.