Χρηματιστήριο: Γιατί αδειάζει η αγορά από εισηγμένες
Σαν βόμβα ήχησε χθες η ανακοίνωση της εταιρείας Πλαίσιο ότι η οικογένεια Γεράρδου, ο Γιώργος και ο υιός Κων/νος, απευθύνουν δημόσια πρόταση στους επενδυτές για να αγοράσουν τις μετοχές τους, στα 4,58 ευρώ και μάλιστα με σημαντικό premium σχεδόν 44% σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα τιμών. Όμως, το θέμα δεν είναι αυτό. Το ζήτημα, σύμφωνα με τους χρηματιστές, είναι ότι η αγορά, ξεμένει από καλές (ή λιγότερο καλές, αλλά ισχυρές) εταιρείες.
Η αρνητική πορεία των διεθνών αγορών, οι ρυθμιστικοί περιορισμοί που δυσκολεύουν την ταχεία λήψη δυσάρεστων αποφάσεων σε καιρό πολυεπίπεδης (ενεργειακής, γεωπολιτικής, κ.α.) κρίσης, τα άφθονα κεφάλαια από επενδυτικές εταιρείες (private equity, κ.λπ.), το διαχειριστικό κόστος ώστε να παραμείνεις εισηγμένος, αλλά και οι εξαγορές, είναι οι κυριότεροι λόγοι για τη συνεχή αιμορραγία του ελληνικού χρηματιστηρίου. Η δεκαετής κρίση της ελληνικής οικονομίας οδήγησε και σε παρακμή της εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς που τώρα προσπαθούν να ανατρέψουν κυβέρνηση και διοίκηση ΕΧΑΕ.
Το 2022 μετράει μόλις δύο εισαγωγές εταιρειών στο χρηματιστηριακό ταμπλό, της Dimand και της Μπλε Κέδρος, όταν από την αρχή της χρονιάς έχουν δει την έξοδο Νίκας και Καραμολέγκος (στις αρχές του 2022), ακολούθησε η Byte, μετά την εξαγορά της από την Ιντεάλ και στους πρώτους μήνες του 2023 εκτιμάται ότι θα λάβει χώρα η συγχώνευση της Attica Group με την ΑΝΕΚ, καθώς τον Μάρτιο αναμένεται η έγκριση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για να ολοκληρωθούν οι εν εξελίξει διαδικασίες.
Ο συνολικός αριθμός των εισηγμένων που έχουν αποχωρήσει (για διάφορους λόγους) ξεπερνάει τις… 300 και οι επενδυτικές επιλογές περιορίζονται, καθώς οι μεγαλομέτοχοι – ιδιοκτήτες δυναμικών επιχειρήσεων με προοπτικές αξιοποιούν την ευκαιρία των χαμηλών αποτιμήσεων, συγκεντρώνουν τις μετοχές και αποσύρουν τις εταιρείες τους από την αγορά. Τα 22 χρόνια που έχουν περάσει από το σπάσιμο της χρηματιστηριακής «φούσκας» έχουν διαγραφεί συνολικά 298 εταιρείες. Πρόκειται για αριθμό που είναι διπλάσιος σε σύγκριση με τον σημερινό αριθμό των εισηγμένων, που περιορίζονται πλέον σε 152.
Ένα από τα βασικά προβλήματα της αγοράς, σύμφωνα με τις επισημάνσεις στελεχών σε εισηγμένες στο Χ.Α. εταιρείες, είναι το κόστος παραμονής τους. Εδώ και 12 χρόνια δεν έχουν υπάρξει αυξήσεις από τη διοίκηση του Χρηματιστηρίου που να επηρεάζουν αυτό το κόστος.
Όμως θεωρείται υψηλό, σε επίπεδα που να αντιστοιχούν ακόμα και στο 3% του ετήσιου τζίρου μιας μεγάλης εταιρείας. Προ 12ετίας τα τιμολόγια της ΕΧΑΕ είχαν μειωθεί με την ελπίδα πως το Χ.Α. θα άντεχε» τους μνημονιακούς κραδασμούς των αγορών.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, τα έσοδα νέων εισαγωγών στο Χρηματιστήριο καθώς και οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και λοιπές μεταβολές επ’ αυτών αναγνωρίζονται και επιμερίζονται σε όλη τη διάρκεια της παραμονής της εισηγμένης εταιρείας στο Χ.Α., κατά την οποία εκτιμάται ότι θα παρέχεται η υπηρεσία.
Σύμφωνα με χρηματιστηριακές πηγές, το ζητούμενο για την επόμενη μέρα και ειδικότερα για τη διοίκηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι να προσελκυσθούν μεγάλες εταιρείες σε κεφαλαιοποίηση, δηλαδή από 300 εκατ. ευρώ και πάνω. Καλές είναι οι προσπάθειες για τις μικρές εταιρείες προκειμένου να εκκολαφθούν και να μεγαλώσουν, αλλά η αγορά έχει ανάγκη από ισχυρές εταιρείες με διεθνή αναγνώριση που θα ενισχύσουν και τη χρηματιστηριακή αξία της.
Άλλωστε, ο Γιάννος Κοντόπουλος, ο νέος επικεφαλής της ΕΧΑΕ, θεωρεί ότι θα έχει επιτύχει στην αποστολή του αν καταφέρει και βάλει έστω μία εταιρεία στο χρηματιστήριο. Μέσα στην επόμενη χρονιά αναμένεται, πάντως, μια μεγάλη εισαγωγή, αυτή της Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών (ΔΑΑ) που ελέγχει το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», σε ένα IPO που έχει να δει χρόνια το Χ.Α.
Τέλος, τo 2021 έγιναν δημόσιες προτάσεις σε ΓΕΚΕ, ΙΑΣΩ, Ειδησεοφωνική Ελλάς, Paperpack αλλά και Forthnet με επιτυχία και έξοδο από το Ελληνικό Χρηματιστήριο, ενώ έγιναν και σε ΟΛΘ και Ideal αλλά χωρίς επιτυχία, αφού δεν υπήρχε και πρόθεση εξόδου.
Το Πλαίσιο εμφάνισε στο εννεάμηνο 303 εκατ. ευρώ πωλήσεις και κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) μεγαλύτερο από 11 εκατ. ευρώ. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πρόκειται για έναν όμιλο που ο Γιώργος Γεράρδος ξεκίνησε το 1989 πουλώντας αναλώσιμα γραφείου σε ένα κατάστημα επί της οδού Στουρνάρη δίπλα από το Πολυτεχνείο φτάνοντας να έχει σήμερα καθαρό ταμείο 27,5 εκατ. ευρώ.
Ο κ. Γεράρδος θα πρέπει να δαπανήσει από τα ίδια κεφάλαιά του (της εταιρείας) περίπου 18 εκατ. ευρώ για να εξαγοράσει τις εναπομείνασες μετοχές και σε τιμή μεγαλύτερη και από τα υψηλά 52 εβδομάδων, που ήταν τα 4,12 ευρώ. Είναι αλήθεια, ότι η μετοχή δεν περνούσε και τις καλύτερες μέρες της χρηματιστηριακά, αφού στο τέλος Νοεμβρίου είχε γράψει και 2,86 ευρώ, ενώ μέσα στην πανδημία το 2020 είχε αγγίξει τα ιστορικά χαμηλά των 2,09 ευρώ. Ακόμα και μέσα στα χρόνια της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία η μετοχή διαπραγματευόταν περί 4 – 5 ευρώ επιδεικνύοντας ανθεκτικότητα στην κρίση της ελληνικής οικονομίας, όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς. Τώρα η χαμηλή αποτίμηση επιτρέπει την «φθηνή» έξοδο από το Χ.Α.
Δυσάρεστη και η διεθνής εικόνα
Αγώνα για να διατηρήσουν μεγάλους ομίλους δίνουν, βέβαια, και ισχυρότερα χρηματιστήρια στην Ευρώπη. Μόνο τις τελευταίες εβδομάδες έγιναν γνωστές οι έξοδοι ηχηρών ονομάτων από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Η Altantia, ένας από τους μεγαλύτερους διεθνείς ομίλους στις παραχωρήσεις οδικών αξόνων και άλλων υποδομών, βγαίνει από το χρηματιστήριο του Μιλάνου με απόφαση της οικογένειας Μπένεττον, η οποία συνεργάστηκε με την αμερικανική επενδυτική Blackstone.
Η Siemens Gamesa, ένας από τους ισχυρότερους διεθνείς ομίλους στην παραγωγή ανεμογεννητριών, βγαίνει επίσης από το ισπανικό χρηματιστήριο με το σύνολο των μετοχών να περνούν στην Siemens Energy. Κάποιοι άλλοι όμιλοι, όπως η τσιμεντοβιομηχανία Holcim που ελέγχει την ΑΓΕΤ Ηρακλής, περιορίζουν την παρουσία τους και αποσύρονται από κάποια χρηματιστήρια, ενώ παραμένουν σε κάποια άλλα. Οι μετοχές της Holcim δεν διαπραγματεύονται πλέον στο Euronext Paris αλλά μόνο στο ελβετικό SIX.
Το Euronext βρέθηκε και φέτος αντιμέτωπο με αρκετές αποχωρήσεις εξαιτίας των πιέσεων στα διεθνή χρηματιστήρια, της ανάγκης των εταιρειών για περιορισμό του κόστους και της ανάγκης για ταχεία λήψη δύσκολων αποφάσεων λόγω της ενεργειακής κρίσης και των γεωπολιτικών ανατροπών. Η αρνητική πορεία των διεθνών αγορών οδήγησε και σε αναβολές αρκετών νέων εισαγωγών στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της εταιρείας συμβούλων / ελεγκτών EY, οι νέες εισαγωγές εταιρειών στην Ευρώπη παρουσίασαν φέτος κάμψη 78% με βάση τα αντληθέντα κεφάλαια. Στις ΗΠΑ σημειώθηκε, μάλιστα, αρνητικό ρεκόρ εικοσαετίας στις νέες εισαγωγές με βάση την αξία τους.
Η αρνητική πορεία των διεθνών αγορών, οι ρυθμιστικοί περιορισμοί που δυσκολεύουν την ταχεία λήψη δυσάρεστων αποφάσεων σε καιρό πολυεπίπεδης (ενεργειακής, γεωπολιτικής, κ.α.) κρίσης, τα άφθονα κεφάλαια από επενδυτικές εταιρείες (private equity, κ.λπ.), το διαχειριστικό κόστος ώστε να παραμείνεις εισηγμένος, αλλά και οι εξαγορές, είναι οι κυριότεροι λόγοι για τη συνεχή αιμορραγία του ελληνικού χρηματιστηρίου. Η δεκαετής κρίση της ελληνικής οικονομίας οδήγησε και σε παρακμή της εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς που τώρα προσπαθούν να ανατρέψουν κυβέρνηση και διοίκηση ΕΧΑΕ.
Το 2022 μετράει μόλις δύο εισαγωγές εταιρειών στο χρηματιστηριακό ταμπλό, της Dimand και της Μπλε Κέδρος, όταν από την αρχή της χρονιάς έχουν δει την έξοδο Νίκας και Καραμολέγκος (στις αρχές του 2022), ακολούθησε η Byte, μετά την εξαγορά της από την Ιντεάλ και στους πρώτους μήνες του 2023 εκτιμάται ότι θα λάβει χώρα η συγχώνευση της Attica Group με την ΑΝΕΚ, καθώς τον Μάρτιο αναμένεται η έγκριση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για να ολοκληρωθούν οι εν εξελίξει διαδικασίες.
Ο συνολικός αριθμός των εισηγμένων που έχουν αποχωρήσει (για διάφορους λόγους) ξεπερνάει τις… 300 και οι επενδυτικές επιλογές περιορίζονται, καθώς οι μεγαλομέτοχοι – ιδιοκτήτες δυναμικών επιχειρήσεων με προοπτικές αξιοποιούν την ευκαιρία των χαμηλών αποτιμήσεων, συγκεντρώνουν τις μετοχές και αποσύρουν τις εταιρείες τους από την αγορά. Τα 22 χρόνια που έχουν περάσει από το σπάσιμο της χρηματιστηριακής «φούσκας» έχουν διαγραφεί συνολικά 298 εταιρείες. Πρόκειται για αριθμό που είναι διπλάσιος σε σύγκριση με τον σημερινό αριθμό των εισηγμένων, που περιορίζονται πλέον σε 152.
Ένα από τα βασικά προβλήματα της αγοράς, σύμφωνα με τις επισημάνσεις στελεχών σε εισηγμένες στο Χ.Α. εταιρείες, είναι το κόστος παραμονής τους. Εδώ και 12 χρόνια δεν έχουν υπάρξει αυξήσεις από τη διοίκηση του Χρηματιστηρίου που να επηρεάζουν αυτό το κόστος.
Όμως θεωρείται υψηλό, σε επίπεδα που να αντιστοιχούν ακόμα και στο 3% του ετήσιου τζίρου μιας μεγάλης εταιρείας. Προ 12ετίας τα τιμολόγια της ΕΧΑΕ είχαν μειωθεί με την ελπίδα πως το Χ.Α. θα άντεχε» τους μνημονιακούς κραδασμούς των αγορών.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, τα έσοδα νέων εισαγωγών στο Χρηματιστήριο καθώς και οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και λοιπές μεταβολές επ’ αυτών αναγνωρίζονται και επιμερίζονται σε όλη τη διάρκεια της παραμονής της εισηγμένης εταιρείας στο Χ.Α., κατά την οποία εκτιμάται ότι θα παρέχεται η υπηρεσία.
Σύμφωνα με χρηματιστηριακές πηγές, το ζητούμενο για την επόμενη μέρα και ειδικότερα για τη διοίκηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι να προσελκυσθούν μεγάλες εταιρείες σε κεφαλαιοποίηση, δηλαδή από 300 εκατ. ευρώ και πάνω. Καλές είναι οι προσπάθειες για τις μικρές εταιρείες προκειμένου να εκκολαφθούν και να μεγαλώσουν, αλλά η αγορά έχει ανάγκη από ισχυρές εταιρείες με διεθνή αναγνώριση που θα ενισχύσουν και τη χρηματιστηριακή αξία της.
Άλλωστε, ο Γιάννος Κοντόπουλος, ο νέος επικεφαλής της ΕΧΑΕ, θεωρεί ότι θα έχει επιτύχει στην αποστολή του αν καταφέρει και βάλει έστω μία εταιρεία στο χρηματιστήριο. Μέσα στην επόμενη χρονιά αναμένεται, πάντως, μια μεγάλη εισαγωγή, αυτή της Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών (ΔΑΑ) που ελέγχει το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», σε ένα IPO που έχει να δει χρόνια το Χ.Α.
Τέλος, τo 2021 έγιναν δημόσιες προτάσεις σε ΓΕΚΕ, ΙΑΣΩ, Ειδησεοφωνική Ελλάς, Paperpack αλλά και Forthnet με επιτυχία και έξοδο από το Ελληνικό Χρηματιστήριο, ενώ έγιναν και σε ΟΛΘ και Ideal αλλά χωρίς επιτυχία, αφού δεν υπήρχε και πρόθεση εξόδου.
Το Πλαίσιο εμφάνισε στο εννεάμηνο 303 εκατ. ευρώ πωλήσεις και κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) μεγαλύτερο από 11 εκατ. ευρώ. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πρόκειται για έναν όμιλο που ο Γιώργος Γεράρδος ξεκίνησε το 1989 πουλώντας αναλώσιμα γραφείου σε ένα κατάστημα επί της οδού Στουρνάρη δίπλα από το Πολυτεχνείο φτάνοντας να έχει σήμερα καθαρό ταμείο 27,5 εκατ. ευρώ.
Ο κ. Γεράρδος θα πρέπει να δαπανήσει από τα ίδια κεφάλαιά του (της εταιρείας) περίπου 18 εκατ. ευρώ για να εξαγοράσει τις εναπομείνασες μετοχές και σε τιμή μεγαλύτερη και από τα υψηλά 52 εβδομάδων, που ήταν τα 4,12 ευρώ. Είναι αλήθεια, ότι η μετοχή δεν περνούσε και τις καλύτερες μέρες της χρηματιστηριακά, αφού στο τέλος Νοεμβρίου είχε γράψει και 2,86 ευρώ, ενώ μέσα στην πανδημία το 2020 είχε αγγίξει τα ιστορικά χαμηλά των 2,09 ευρώ. Ακόμα και μέσα στα χρόνια της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία η μετοχή διαπραγματευόταν περί 4 – 5 ευρώ επιδεικνύοντας ανθεκτικότητα στην κρίση της ελληνικής οικονομίας, όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς. Τώρα η χαμηλή αποτίμηση επιτρέπει την «φθηνή» έξοδο από το Χ.Α.
Δυσάρεστη και η διεθνής εικόνα
Αγώνα για να διατηρήσουν μεγάλους ομίλους δίνουν, βέβαια, και ισχυρότερα χρηματιστήρια στην Ευρώπη. Μόνο τις τελευταίες εβδομάδες έγιναν γνωστές οι έξοδοι ηχηρών ονομάτων από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Η Altantia, ένας από τους μεγαλύτερους διεθνείς ομίλους στις παραχωρήσεις οδικών αξόνων και άλλων υποδομών, βγαίνει από το χρηματιστήριο του Μιλάνου με απόφαση της οικογένειας Μπένεττον, η οποία συνεργάστηκε με την αμερικανική επενδυτική Blackstone.
Η Siemens Gamesa, ένας από τους ισχυρότερους διεθνείς ομίλους στην παραγωγή ανεμογεννητριών, βγαίνει επίσης από το ισπανικό χρηματιστήριο με το σύνολο των μετοχών να περνούν στην Siemens Energy. Κάποιοι άλλοι όμιλοι, όπως η τσιμεντοβιομηχανία Holcim που ελέγχει την ΑΓΕΤ Ηρακλής, περιορίζουν την παρουσία τους και αποσύρονται από κάποια χρηματιστήρια, ενώ παραμένουν σε κάποια άλλα. Οι μετοχές της Holcim δεν διαπραγματεύονται πλέον στο Euronext Paris αλλά μόνο στο ελβετικό SIX.
Το Euronext βρέθηκε και φέτος αντιμέτωπο με αρκετές αποχωρήσεις εξαιτίας των πιέσεων στα διεθνή χρηματιστήρια, της ανάγκης των εταιρειών για περιορισμό του κόστους και της ανάγκης για ταχεία λήψη δύσκολων αποφάσεων λόγω της ενεργειακής κρίσης και των γεωπολιτικών ανατροπών. Η αρνητική πορεία των διεθνών αγορών οδήγησε και σε αναβολές αρκετών νέων εισαγωγών στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της εταιρείας συμβούλων / ελεγκτών EY, οι νέες εισαγωγές εταιρειών στην Ευρώπη παρουσίασαν φέτος κάμψη 78% με βάση τα αντληθέντα κεφάλαια. Στις ΗΠΑ σημειώθηκε, μάλιστα, αρνητικό ρεκόρ εικοσαετίας στις νέες εισαγωγές με βάση την αξία τους.