Θεσµικό παράδοξο µε τη CVC Capital Partners: Η ένταξη νοσοκοµειακών µονάδων την στιγµή που είναι βασικός µέτοχος της Εθνικής Ασφαλιστικής
Η υψηλού επιπέδου παροχή πληροφοριών καθιστά τα νοσοκοµεία του οµίλου ανταγωνιστικά, όχι µόνο σε σχέση µε τα δηµόσια, αλλά και µε άλλα ιδιωτικά
Από το 2016, όταν πρωτοεµφανίστηκε στην Ελλάδα, οι επενδυτικές κινήσεις του αµερικανικού fund CVC Capital Partners προκάλεσαν µεγάλο ενδιαφέρον.
Τώρα, αντίστοιχο ενδιαφέρον -που συνοδεύεται όµως και από προβληµατισµόπροκαλεί η διεύρυνση του χαρτοφυλακίου συµµετοχών µε επενδύσεις που προκαλούν θεσµικά παράδοξα, αλλά και ερωτήµατα, όπως είναι η ένταξη νοσοκοµειακών µονάδων του στο σύστηµα Υγείας, τη στιγµή που είναι και βασικός µέτοχος µίας από τις µεγαλύτερες, αν όχι της µεγαλύτερης, ασφαλιστικές εταιρείες της χώρας, της Εθνικής Ασφαλιστικής. Το fund CVC διαθέτει αυτή τη στιγµή ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που αγγίζει το 1 δισ. ευρώ.
Στην κατοχή του έχει, µαζί µε ορισµένους Ελληνες µάνατζερ, ένα δίκτυο ιδιωτικών νοσοκοµείων («Metropolitan», «Metropolitan General», «Υγεία», «Μητέρα», «Λητώ», «Ιασώ General», «Creta Interclinic», AlfaLab, Y-Logimed and Business Care κ.ά.). Η κριτική που του ασκείται είναι ότι επιχείρησε και επιχειρεί να ελέγξει σε µεγάλο βαθµό την περίθαλψη, ειδικά στους τοµείς που έχουν υψηλή απόδοση, όπως ο µαιευτικός κλάδος και οι καινοτόµες επεµβάσεις και θεραπείες.
Η Επιτροπή, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της, κατέληξε στο συµπέρασµα ότι η Εθνική Ασφαλιστική δεν θα διέθετε επαρκή ισχύ στην αγορά για να αποκλείσει τον ανταγωνισµό του Οµίλου Hellenic Healthcare Group (HHG), που παρέχει υπηρεσίες νοσοκοµειακής περίθαλψης στην Κύπρο και την Ελλάδα. Και, επίσης, ότι η HHG δεν θα είχε οικονοµικό κίνητρο να αποκλείσει τις ασφαλιστικές εταιρείες που ανταγωνίζονταν την Εθνική Ασφαλιστική. Ωστόσο, η κριτική και τα εύλογα ερωτήµατα δεν έχουν σταµατήσει. Για πολλούς λόγους. Οπως: Πώς εξηγείται, για παράδειγµα, το γεγονός ότι ένα ιδιωτικό νοσοκοµείο συµβάλλεται µε µια ασφαλιστική εταιρεία, όταν αµφότερα ανήκουν στον ίδιο µέτοχο; Αυτή, ωστόσο, δεν είναι παρά µια άσκηση εργασίας για την Επιτροπή Ανταγωνισµού, η οποία καλείται να εξετάσει τα δεδοµένα. Αλλο παράδειγµα: Το CVC διαχειρίζεται συνολικά κεφάλαια ύψους 137 δισ. ευρώ διεθνώς.
Εν κατακλείδι, τα funds δεν είναι µακροπρόθεσµοι επενδυτές. Το CVC το 2016 πούλησε το δίκτυο ιδιωτικών νοσοκοµείων, που είχε συνενώσει έναν χρόνο νωρίτερα, στη γερµανική εταιρεία παροχής ιατρικών υπηρεσιών Fresenius αντί 5,76 δισ. ευρώ. Στην Ελλάδα γενικώς η εµπειρία από τα κάθε είδους επενδυτικά funds είναι ολίγον οµιχλώδης σε ό,τι αφορά τον ρόλο και τα σχέδιά τους. Το CVC λέει ότι είναι µακροπρόθεσµος «παίκτης». Το πρόβληµα όµως είναι ότι στο πρόσφατο αλλά και στο απώτερο παρελθόν και άλλοι έλεγαν τα ίδια. Σήµερα, ωστόσο, παρακολουθούν... µακρόθεν τις εξελίξεις.
Δημοσιεύθηκε το Σάββατο 18/2 στο ένθετο MoneyPro της εφημερίδας Παραπολιτικά
Τώρα, αντίστοιχο ενδιαφέρον -που συνοδεύεται όµως και από προβληµατισµόπροκαλεί η διεύρυνση του χαρτοφυλακίου συµµετοχών µε επενδύσεις που προκαλούν θεσµικά παράδοξα, αλλά και ερωτήµατα, όπως είναι η ένταξη νοσοκοµειακών µονάδων του στο σύστηµα Υγείας, τη στιγµή που είναι και βασικός µέτοχος µίας από τις µεγαλύτερες, αν όχι της µεγαλύτερης, ασφαλιστικές εταιρείες της χώρας, της Εθνικής Ασφαλιστικής. Το fund CVC διαθέτει αυτή τη στιγµή ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που αγγίζει το 1 δισ. ευρώ.
Στην κατοχή του έχει, µαζί µε ορισµένους Ελληνες µάνατζερ, ένα δίκτυο ιδιωτικών νοσοκοµείων («Metropolitan», «Metropolitan General», «Υγεία», «Μητέρα», «Λητώ», «Ιασώ General», «Creta Interclinic», AlfaLab, Y-Logimed and Business Care κ.ά.). Η κριτική που του ασκείται είναι ότι επιχείρησε και επιχειρεί να ελέγξει σε µεγάλο βαθµό την περίθαλψη, ειδικά στους τοµείς που έχουν υψηλή απόδοση, όπως ο µαιευτικός κλάδος και οι καινοτόµες επεµβάσεις και θεραπείες.
Οταν το CVC απέκτησε την Εθνική Ασφαλιστική, πολλά φρύδια σηκώθηκαν, καθώς ο όµιλος είχε νοσοκοµεία που θα συµβάλλονταν µε την ασφαλιστική εταιρεία που του ανήκεΑπό την άλλη πλευρά, η υψηλού επιπέδου παροχή πληροφοριών καθιστά τα νοσοκοµεία του οµίλου ανταγωνιστικά, όχι µόνο σε σχέση µε τα δηµόσια, αλλά και µε άλλα ιδιωτικά. Πριν από έναν χρόνο, όταν το CVC απέκτησε την Εθνική Ασφαλιστική, την ιστορικότερη και µεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία της χώρας, πολλά φρύδια σηκώθηκαν, καθώς ο ίδιος όµιλος είχε νοσοκοµεία που θα συµβάλλονταν µε την ασφαλιστική εταιρεία που του ανήκε. Μπορεί να µη δηµιουργείτο µονοπώλιο, αλλά πάντως έµοιαζε µε θεσµικό παράδοξο. Τον ∆εκέµβριο του 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε, βάσει του κανονισµού συγκεντρώσεων της Ε.Ε., την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από τη CVC Capital Partners.
Η Επιτροπή, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της, κατέληξε στο συµπέρασµα ότι η Εθνική Ασφαλιστική δεν θα διέθετε επαρκή ισχύ στην αγορά για να αποκλείσει τον ανταγωνισµό του Οµίλου Hellenic Healthcare Group (HHG), που παρέχει υπηρεσίες νοσοκοµειακής περίθαλψης στην Κύπρο και την Ελλάδα. Και, επίσης, ότι η HHG δεν θα είχε οικονοµικό κίνητρο να αποκλείσει τις ασφαλιστικές εταιρείες που ανταγωνίζονταν την Εθνική Ασφαλιστική. Ωστόσο, η κριτική και τα εύλογα ερωτήµατα δεν έχουν σταµατήσει. Για πολλούς λόγους. Οπως: Πώς εξηγείται, για παράδειγµα, το γεγονός ότι ένα ιδιωτικό νοσοκοµείο συµβάλλεται µε µια ασφαλιστική εταιρεία, όταν αµφότερα ανήκουν στον ίδιο µέτοχο; Αυτή, ωστόσο, δεν είναι παρά µια άσκηση εργασίας για την Επιτροπή Ανταγωνισµού, η οποία καλείται να εξετάσει τα δεδοµένα. Αλλο παράδειγµα: Το CVC διαχειρίζεται συνολικά κεφάλαια ύψους 137 δισ. ευρώ διεθνώς.
137 δισ. ευρώ το ύψος των κεφαλαίων που διαχειρίζεται διεθνώς το CVC Capital PartnersΣτην Ελλάδα, όµως, σχολιάζουν οι παρατηρητές του κλάδου, από κάποια στιγµή και µετά το fund καθίσταται περίπου... κρατικοδίαιτο. Κι αυτό επειδή µέσω των συµµετοχών του στα νοσοκοµεία -και όχι µόνο- εξαρτάται, όπως προσθέτουν, και από τις συµβάσεις που έχει µε τον ΕΟΠΥΥ. Τι θα γίνει αν ο τελευταίος αποσυρθεί κάποια στιγµή από το σύστηµα; Πώς θα αναπληρώσει το CVC τα κεφάλαια που πιθανόν πάψει να λαµβάνει;
Εν κατακλείδι, τα funds δεν είναι µακροπρόθεσµοι επενδυτές. Το CVC το 2016 πούλησε το δίκτυο ιδιωτικών νοσοκοµείων, που είχε συνενώσει έναν χρόνο νωρίτερα, στη γερµανική εταιρεία παροχής ιατρικών υπηρεσιών Fresenius αντί 5,76 δισ. ευρώ. Στην Ελλάδα γενικώς η εµπειρία από τα κάθε είδους επενδυτικά funds είναι ολίγον οµιχλώδης σε ό,τι αφορά τον ρόλο και τα σχέδιά τους. Το CVC λέει ότι είναι µακροπρόθεσµος «παίκτης». Το πρόβληµα όµως είναι ότι στο πρόσφατο αλλά και στο απώτερο παρελθόν και άλλοι έλεγαν τα ίδια. Σήµερα, ωστόσο, παρακολουθούν... µακρόθεν τις εξελίξεις.
Δημοσιεύθηκε το Σάββατο 18/2 στο ένθετο MoneyPro της εφημερίδας Παραπολιτικά