Να διαφυλάξει τα κεκτημένα έπειτα από μια περιπετειώδη τριετία και να «ανοίξει τα φτερά» της την επόμενη ημέρα θέλει η αγορά, ξορκίζοντας μετεκλογικά σενάρια που μυρίζουν περιπέτειες.

Σε πείσμα όσων βλέπουν... συντρίμμια, αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας και διάβρωση της κοινωνικής συνοχής, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι -δηλαδή οι επιχειρήσεις- ζητάνε ένα και μόνο πράγμα: πολιτική σταθερότητα.

Τα 50 και πλέον δισ. ευρώ που εισήλθαν στην αγορά από τον Μάρτιο του 2020 έως σήμερα, για να θωρακίσουν μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, επαγγελματίες και νοικοκυριά, φαίνεται ότι επιτέλεσαν τον σκοπό τους. Κι αυτό είναι κοινή διαπίστωση ξένων επενδυτικών τραπεζών και οίκων αξιολόγησης, που πέρασαν από «κόσκινο» τους τελευταίους μήνες τους μακροοικονομικούς δείκτες, τους ισολογισμούς των τραπεζών και τα στοιχεία του Προϋπολογισμού.

Μετρώντας αντίστροφα έως τις κάλπες, θα περίμενε κανείς ότι η αγορά θα υπέκυπτε στη... γοητεία της πλειοδοσίας μέτρων στήριξης, χαριστικών ρυθμίσεων και ανεδαφικών υποσχέσεων για φόρους, εισφορές και δάνεια. Κι όμως, όπως προκύπτει και από έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας, τα «πυροσβεστικά» μέτρα -όπως η μείωση του κόστους της ενέργειας δεν αποτελούν, πλέον, προτεραιότητα για τις επιχειρήσεις, που έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται στριμωγμένες.

Αντιθέτως, σε ποσοστό που ξεπερνά το 35% οι επιχειρήσεις χαρακτηρίζουν ως βασικό ζητούμενο την πολιτική σταθερότητα.

Κοινώς, τα σενάρια των εύθραυστων και θνησιγενών κυβερνήσεων συνεργασίας απορρίπτονται εκ προοιμίου. Στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα κατέληξαν και ξένοι τεχνοκράτες, που είχαν αλλεπάλληλες συναντήσεις με στελέχη της κυβέρνησης, της αντιπολίτευσης και κυρίως με ανθρώπους της αγοράς. Αυτό που αποκόμισαν είναι πως, αν και αποτελεί κοινή παραδοχή των συνομιλητών τους ότι οι επικείμενες εκλογές ενέχουν ένα βραχυπρόθεσμο ρίσκο αβεβαιότητας για προφανείς λόγους, τα σενάρια περί μακροπρόθεσμων αναταράξεων -δηλαδή παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας- δεν είναι στο τραπέζι. Θα μπορούσε, φυσικά, να υποστηρίξει κανείς ότι αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά ευσεβείς πόθοι όσων απεύχονται μια μακροχρόνια πολιτική ρευστότητα. Ωστόσο, η βροχή των θετικών εκθέσεων από επενδυτικές τράπεζες τις τελευταίες εβδομάδες δείχνει ότι οι ξένοι βλέπουν την ελληνική οικονομία έτοιμη για απογείωση και τρέχουν να επιβιβαστούν. Οπως επισημαίνουν άνθρωποι της αγοράς, μόνο τυχαία δεν είναι η έκρηξη των τραπεζικών μετοχών, οι οποίες στην παρούσα φάση θα έλεγε κανείς ότι λειτουργούν σαν καθρέφτης της ελληνικής οικονομίας.

Ο κλαδικός δείκτης, που βρισκόταν στις αρχές Σεπτεμβρίου στις 545 μονάδες, σημαδεύει πλέον τις 1.000 και τα... στοιχήματα μεταξύ των επενδυτών είναι πότε θα κουνήσει... μαντίλι το ΤΧΣ, πότε θα αρχίσουν οι τράπεζες να δίνουν μέρισμα και πότε θα δοθεί το τελειωτικό χτύπημα στο «στοκ» των προβληματικών δανείων. Η υγεία του τραπεζικού συστήματος είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά το θετικό σοκ που περιμένουν μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις από τις ροές χρήματος μπαίνοντας στο δεύτερο εξάμηνο του έτους. Οι 3 στις 10 επιχειρήσεις, μετά την πολιτική σταθερότητα, θέτουν ως προτεραιότητα και ζητούμενο τη βελτίωση της ρευστότητας και αυτό αναδεικνύει το μεγάλο στοίχημα και τη μεγάλη πρόκληση της έγκαιρης απορρόφησης των κεφαλαίων που ήδη εισρέουν από τις Βρυξέλλες.


Το μεγάλο στοίχημα

Αυτό ακριβώς βλέπουν και οι ξένοι. Μέχρι τώρα, από το πακέτο των 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν εκταμιευθεί 11 δισ. ευρώ υπό τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων. Οπως επισημαίνει σε ειδικό «report» η JP Morgan, ήδη έχουν υποβληθεί πάνω από 280 επενδυτικά projects, συνολικού ύψους 10,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 4,5 δισ. ευρώ θα καλυφθούν από χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, τα 3,5 δισ. ευρώ από τραπεζικά δάνεια και 2,5 δισ. ευρώ από ιδιωτικά κεφάλαια. Ηδη έχουν συμβασιοποιηθεί 3,2 δισ. ευρώ από αυτά και έπεται συνέχεια. Δεν είναι τυχαίο ότι, εγκαινιάζοντας το νέο, Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Κρατικών Ενισχύσεων, το υπουργείο Ανάπτυξης εκτίμησε ότι αυτό θα υποδεχθεί πάνω από 400.000 επενδυτικά σχέδια! Ως καταλύτης της απογείωσης θα λειτουργήσει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που έχει προεξοφληθεί από τις αγορές, και τα «στοιχήματα» αφορούν στο αν αυτό θα συμβεί τώρα ή μπαίνοντας στο φθινόπωρο. Είναι ενδεικτικό ότι στα «reports» που συνοδεύουν τις εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία, πέρα από τα εύσημα για την προσγείωση της ανεργίας στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2010 και την υπεραπόδοση του ΑΕΠ, γίνεται ειδική μνεία στην πιο επιθετική δημοσιονομική ανασύνταξη μετά το σοκ της πανδημίας ανάμεσα στους 27 της Ε.Ε., με το χρέος να «βουτάει» στο 170% του ΑΕΠ.

Δημοσιεύθηκε στο Money Pro της εφημερίδας Παραπολιτικά