ΗΠΑ: Τι εξετάζουν για τη διασφάλιση των καταθέσεων μετά την κατάρρευση της First Republic Bank
Πώς είδαν οι τραπεζίτες την εξαγορά της από την JP Morgan - Η σύγκριση με την κατάρρευση της Silicon Valley Βank
Ανώτερη ρυθμιστική αρχή των ΗΠΑ επιθυμεί τη σαρωτική αναθεώρηση της ασφάλισης καταθέσεων, αφού οι πρόσφατες πτωχεύσεις τραπεζών αποστράγγισαν εν μέρει μια δεξαμενή χρημάτων που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για την προστασία των πελατών των τραπεζών.
Όπως μεταδίδει το Bloomberg, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corp.) παρουσίασε τη Δευτέρα τρεις επιλογές για το βασικό ταμείο, το οποίο σήμερα καλύπτει μέχρι 250.000 δολάρια για τους περισσότερους λογαριασμούς. Η ρυθμιστική αρχή τόνισε τον αντίκτυπο των τεχνολογικών αλλαγών και τις υψηλές συγκεντρώσεις ανασφάλιστων καταθετών σε θύλακες του τραπεζικού συστήματος ως λόγους για μια πιθανή αναθεώρηση.
Η FDIC ανέφερε στην έκθεσή της ότι η μετάβαση σε μια προσέγγιση «στοχευμένης κάλυψης», όπου οι επιχειρηματικοί λογαριασμοί θα έχουν μεγαλύτερη κάλυψη από το ισχύον ανώτατο όριο, θα ήταν η καλύτερη επιλογή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Μια τέτοια αλλαγή, ωστόσο, θα απαιτούσε ανάληψη δράσης από το Κογκρέσο. Άλλες επιλογές περιλαμβάνουν τη διατήρηση της κάλυψης ως έχει ή τη μετάβαση στην κάλυψη όλων των καταθέσεων, δήλωσε η FDIC.
Αν και ο οργανισμός δεν δεσμεύτηκε να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη πορεία, η έκθεση της Δευτέρας δρομολογεί μια από τις σημαντικότερες αλλαγές πολιτικής που θα προκύψουν από την πρόσφατη τραπεζική κρίση. Η απόφαση της FDIC να καλύψει όλες τις καταθέσεις – ακόμη και εκείνες που υπερβαίνουν το όριο των 250.000 δολαρίων – για τους πελάτες της Silicon Valley Bank και της Signature Bank μετά τις χρεοκοπίες τους τον Μάρτιο προκάλεσε έντονη συζήτηση για το πώς θα πρέπει να αλλάξει το σύστημα.
Πώς είδαν οι τραπεζίτες την εξαγορά από την JP Morgan
Παράλληλα, στο Παγκόσμιο συνέδριο του Ινστιτούτου Milken στην Καλιφόρνια, σε ένα από τα πρώτα πάνελ συζήτησης, η CEO της Citigroup Τζέιν Φρέιζερ, εξήρε τη «σταθερή δομή» του χρηματοπιστωτικού συστήματος και δήλωσε ότι η πώληση της First Republic αφαίρεσε μια σημαντική πηγή αβεβαιότητας.
Μεταξύ των τραπεζιτών, οι αντιδράσεις ήταν ανάμεικτες. Για ορισμένους, η πώληση της First Republic αντιπροσώπευε την κορύφωση ενός δίμηνου σίριαλ που επηρέασε εκ βάθρων μια σειρά περιφερειακών τραπεζών.
Για άλλους, οι ανησυχίες για μια συνεχιζόμενη κρίση – και οι φόβοι για αλυσιδωτά προβλήματα στα εμπορικά ακίνητα – έμοιαζαν με τον ασυνήθιστα γκρίζο ουρανό του Μπεβερλι Χιλς που γέμισε σύννεφα.
Στελέχη του τραπεζικού κλάδου χαρακτήρισαν τη συμφωνία ανάληψης της First Republic από την JP Morgan ως «σταθεροποιητική». «Η ανθεκτικότητα είναι η λέξη της χρονιάς», δήλωσε η Τζέι Κόφεϊ, της BNY Mellon Corp. Η εταιρεία της ήταν μία από τις εταιρείες που συμμετείχαν στην εισροή μετρητών ύψους 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την First Republic, τον περασμένο Μάρτιο – μια κίνηση που, όπως είπε, ήταν «κάτι απαραίτητο που έπρεπε να γίνει».
Παρόλα αυτά, υπογράμμισε την ανάγκη οι ρυθμιστικές αρχές να ερευνήσουν τι συνέβη. «Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι τα βαθύτερα αίτια είναι κατανοητά», δήλωσε η Κόφεϊ σε συνέντευξή της.
Η αντίδραση για την τωρινή εξαγορά ήταν πολύ διαφορετική από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank τον Μάρτιο, η οποία προκάλεσε εκτεταμένη αναταραχή, δήλωσε ο Ζόε Ζάο, διευθύνων σύμβουλος στο venture fund Millennia Capital, σε συνέντευξή του στο συνέδριο Milken. Με την πτώση της μετοχής της First Republic επί εβδομάδες, πολλοί επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων και νεοφυείς επιχειρήσεις άνοιξαν πολλαπλούς τραπεζικούς λογαριασμούς και στράφηκαν προς τις τραπεζικές εταιρείες fintech, ορισμένες από τις οποίες προσφέρουν ασφάλιση στις καταθέσεις πάνω από το όριο των 250.000 δολαρίων του FDIC, δήλωσε ο Ζάο.
«Τα περισσότερα Venture Capitals και οι επιχειρηματίες τεχνολογίας είναι ήδη προετοιμασμένοι γι’ αυτό», δήλωσε.
Η Ασλεϊ Γουόκερ, διευθύνουσα σύμβουλος στον όμιλο κεφαλαιαγορών μετοχών της Jefferies Financial Group Inc. δήλωσε ότι το πέρασμα του χρόνου μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank βοήθησε στον περιορισμό των ωστικών κυμάτων στην αγορά.
«Ο κόσμος αισθάνεται ότι πρόκειται για μεμονωμένα γεγονότα σε αντίθεση με τον συστημικό κίνδυνο», ανέφερε.