Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Απόφαση- σταθμός από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για δανειολήπτες από την Πολωνία
Νέα δεδομένα στο ζήτημα των δανείων σε ελβετικό φράγκο
Το ζήτημα των δανείων σε ελβετικό φράγκο μπαίνει σε νέα δεδομένα. Η δραματική μεταβολή στις ισοτιμίες τα τελευταία χρόνια έχει μετατρέψει σε δυσβάσταχτα τα δάνεια ακόμη και των απολύτως συνεπώς δανειοληπτών, δημιουργεί η απόφαση το Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η απόφαση δικαιώνει Πολωνούς δανειολήπτες με ενυπόθηκα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, για την οποία η πολωνική ρυθμιστική αρχή έχει προειδοποιήσει ότι θα μπορούσε να κοστίσει στις τράπεζές της 24 δισ. δολάρια ΗΠΑ.
Η απόφαση δεν εξετάζει αν τα δάνεια ήταν νόμιμα ή μη, αλλά σύμφωνα με αυτήν οι τράπεζες δεν μπορούν να χρεώνουν το κόστος κεφαλαίου για δάνεια σε ξένο νόμισμα τα οποία κρίθηκαν άκυρα επειδή περιείχαν καταχρηστικούς όρους.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωδικαστηρίου, «σε περίπτωση ακυρώσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε αίτημα των καταναλωτών για την καταβολή αποζημίωσης από την τράπεζα, επιπλέον της επιστροφής των ποσών των μηναίων δόσεων που κατέβαλαν». Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην προβολή από την τράπεζα ανάλογων αξιώσεων σε βάρος των καταναλωτών.
Με την απόφαση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η οδηγία 93/13 δεν ρυθμίζει ρητώς τις συνέπειες της ακυρότητας συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή μετά την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών.
Σύμφωνα με αυτή εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις εν λόγω συνέπειες, υπό την επιφύλαξη ότι οι κανόνες που θεσπίζουν είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η συμβατότητα αυτή εξαρτάται από το ζήτημα αν οι εθνικοί κανόνες, αφενός, καθιστούν δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν είχε συναφθεί η σύμβαση που κρίθηκε άκυρη και, αφετέρου, δεν διακυβεύουν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία.
Κατά το Δικαστήριο, η δυνατότητα του καταναλωτή να προβάλει έναντι της τράπεζας αξιώσεις επιπλέον της επιστροφής των ποσών των μηνιαίων δόσεων που κατέβαλε δεν φαίνεται να διακυβεύει τους ανωτέρω σκοπούς.
Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, αν η ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων του καταναλωτή συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.
Η απόφαση δικαιώνει Πολωνούς δανειολήπτες με ενυπόθηκα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, για την οποία η πολωνική ρυθμιστική αρχή έχει προειδοποιήσει ότι θα μπορούσε να κοστίσει στις τράπεζές της 24 δισ. δολάρια ΗΠΑ.
Η απόφαση δεν εξετάζει αν τα δάνεια ήταν νόμιμα ή μη, αλλά σύμφωνα με αυτήν οι τράπεζες δεν μπορούν να χρεώνουν το κόστος κεφαλαίου για δάνεια σε ξένο νόμισμα τα οποία κρίθηκαν άκυρα επειδή περιείχαν καταχρηστικούς όρους.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωδικαστηρίου, «σε περίπτωση ακυρώσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε αίτημα των καταναλωτών για την καταβολή αποζημίωσης από την τράπεζα, επιπλέον της επιστροφής των ποσών των μηναίων δόσεων που κατέβαλαν». Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην προβολή από την τράπεζα ανάλογων αξιώσεων σε βάρος των καταναλωτών.
Με την απόφαση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η οδηγία 93/13 δεν ρυθμίζει ρητώς τις συνέπειες της ακυρότητας συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή μετά την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών.
Σύμφωνα με αυτή εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις εν λόγω συνέπειες, υπό την επιφύλαξη ότι οι κανόνες που θεσπίζουν είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η συμβατότητα αυτή εξαρτάται από το ζήτημα αν οι εθνικοί κανόνες, αφενός, καθιστούν δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν είχε συναφθεί η σύμβαση που κρίθηκε άκυρη και, αφετέρου, δεν διακυβεύουν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία.
Κατά το Δικαστήριο, η δυνατότητα του καταναλωτή να προβάλει έναντι της τράπεζας αξιώσεις επιπλέον της επιστροφής των ποσών των μηνιαίων δόσεων που κατέβαλε δεν φαίνεται να διακυβεύει τους ανωτέρω σκοπούς.
Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, αν η ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων του καταναλωτή συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.