«Κούρσα» των έξι για την Αττική Οδό: Οι δεσμευτικές προσφορές, οι ξένες επιχειρήσεις που συμμετέχουν και η εκτίμηση για το... τίμημα
Οι τέσσερις λόγοι για τους οποίους πρώτη φορά υπάρχει αριθμητικά μεγάλο ενδιαφέρον από επενδυτές για διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ
Η διενέργεια του διαγωνισμού για τη νέα, 25ετή παραχώρηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης της Αττικής Οδού αποτέλεσε μια σημαντική στιγμή τόσο στη σχετική διαδικασία όσο και στην ιστορία του ΤΑΙΠΕΔ.
Εξι ενδιαφερόμενοι υπέβαλαν δεσμευτικές προσφορές, κάτι που σημαίνει ότι θα υπάρξει υψηλός ανταγωνισμός στη διεκδίκηση του έργου. Αυτό, με τη σειρά του, είναι ικανό να διασφαλίσει ένα ικανοποιητικά υψηλό τίμημα στον παραχωρητή του δικαιώματος, δηλαδή στο ΤΑΙΠΕΔ και στο ελληνικό Δημόσιο. Πολλοί θεωρούν ότι το τίμημα θα κυμανθεί πέριξ των 2 δισ. ευρώ, χωρίς σε αυτό να περιλαμβάνεται ρήτρα earn-out.
Στην υπερδεκαετή ζωή του ΤΑΙΠΕΔ, ο διαγωνισμός αυτός της Αττικής Οδού είναι ο πρώτος στον οποίο εμφανίζεται ένας τόσο υψηλός αριθμός ενδιαφερομένων. Ο μεγαλύτερος αριθμός δεσμευτικών προσφορών που έλαβε το ΤΑΙΠΕΔ στο παρελθόν ήταν τρεις. Αυτό συνέβη το 2017, στον διαγωνισμό 40ετούς παραχώρησης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων. Σε όλους τους άλλους διαγωνισμούς, η αξιοποίηση σημαντικών περιουσιακών στοιχείων από το ΤΑΙΠΕΔ έγινε έχοντας είτε έναν ενδιαφερόμενο (π.χ., ΟΠΑΠ, 28 ακίνητα, ΟΛΠ κ.ά.) ή το πολύ δύο ενδιαφερόμενους (Εγνατία Οδός, «Ελληνικό»).
Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι τρεις στους έξι ενδιαφερόμενους έχουν στο επενδυτικό τους σχήμα επικεφαλής (leader) ξένη επιχείρηση. Πρόκειται για τις εταιρείες Brisa, Abertis και Macquarie, οι οποίες θεωρούνται από τους μεγαλύτερους διαχειριστές οδικών αξόνων (Brisa, Abertis) και επενδυτικών κεφαλαίων (Macquarie). Είναι η πρώτη φορά που τίθενται επικεφαλής τόσοι ξένοι ενδιαφερόμενοι σε ένα περιουσιακό στοιχείο του ΤΑΙΠΕΔ.
Το υψηλό αυτό ενδιαφέρον για την Αττική Οδό, τόσο από εγχώριους όσο και από αλλοδαπούς ενδιαφερομένους, σύμφωνα με παράγοντες κοντά στη διαδικασία, αποδίδεται σε πολλούς λόγους:
1. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με έναν ιδιαίτερα ζωτικής σημασίας οδικό άξονα εντός και εκτός μιας μεγάλης πληθυσμιακής συγκέντρωσης (Αθήνα). Αυτό σημαίνει έσοδα και κέρδη πολύ σημαντικά. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η νέα παραχώρηση που συντελείται τώρα είναι η πιο σημαντική στην Ευρώπη. Πέρυσι τα έσοδα της υφιστάμενης παραχωρησιούχου ανήλθαν σε 176 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους σε 56 εκατ. ευρώ. Και αυτό συνέβη παρά τα ασυνήθιστα υψηλά κόστη συντήρησης του άξονα, που αναφέρονται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
2. Η ανελαστική υψηλή ζήτηση είναι ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας που ελκύει το επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Με άλλα λόγια, η αξιοποίηση του άξονα έχει μόνιμους και σταθερούς πελάτες, που «γεμίζουν» τον οδικό άξονα υπό κάθε συνθήκη. Φυσικά, η κίνηση μειώθηκε τόσο το 2012 στην οικονομική κρίση όσο και το 2020 στην πανδημική κρίση. Ωστόσο, επανήλθε πολύ γρήγορα σε υψηλά επίπεδα. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με την Εγνατία Οδό, η οποία είναι ένας «άδειος δρόμος, που περιμένει να γεμίσει», η Αττική Οδός είναι ένας ήδη «γεμάτος δρόμος» και σε σημείο κορεσμού. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι το 2015, όταν εφαρμόσθηκαν τα capital controls στη χώρα, πολλοί παραδέχονταν ότι πρόβλημα ρευστότητας (μετρητών) αντιμετώπισαν όλοι στην Ελλάδα πλην της Εκκλησίας και της… Αττικής Οδού.
3. Η στρατηγική που επέλεξαν το ΤΑΙΠΕΔ και ο επικεφαλής του, Δημήτρης Πολίτης, ήταν ο τρίτος παράγοντας που έφερε πολλούς ενδιαφερομένους. Ο τελευταίος επέλεξε να δει καθαρά επενδυτικά την ανανέωση της σύμβασης παραχώρησης και όχι ως ένα νέο κατασκευαστικό εγχείρημα με την προσθήκη επεκτάσεων κ.λπ. Αυτό έφερε πολλούς και ισχυρούς στρατηγικούς και χρηματοοικονομικούς επενδυτές, οι οποίοι βλέπουν την παραχώρηση αυτή ως ένα ομόλογο. Η αυστραλιανή Macquarie, για παράδειγμα, που ενδιαφέρεται διακαώς για τη νέα παραχώρηση -και ήταν ένας από τους παίκτες που πίεζαν να μην καθυστερήσει το έργο- πιθανώς να μην ενδιαφερόταν αν η νέα παραχώρηση περιλάμβανε νέους άξονες, τούνελ κ.λπ. που θα «θόλωναν» το χρηματοοικονομικό της μοντέλο.
4. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι η αποσόβηση του λεγόμενου πολιτικού ρίσκου και του ρίσκου της χώρας (country risk). Ο καθαρός πολιτικός ορίζοντας που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουνίου, σε συνδυασμό με την πολύ πιθανή απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, φέρνει αρκετούς παίκτες, με στόχο να λάβουν θέση έγκαιρα στην επικείμενη αναβάθμιση της χώρας.
Η διαδικασία, ωστόσο, δεν έχει ολοκληρωθεί. Το άνοιγμα των φακέλων ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα, αλλά είναι σίγουρο ότι οι προσφορές δεν θα ανοίξουν πριν από το τέλος του Αυγούστου ή τις αρχές του Σεπτεμβρίου. Ετσι, εκτιμάται ότι η ανακήρυξη του προτιμητέου επενδυτή δεν θα γίνει πριν από τον Οκτώβριο.
Οι εξελίξεις θα εξαρτηθούν από δύο παράγοντες:
Εξι ενδιαφερόμενοι υπέβαλαν δεσμευτικές προσφορές, κάτι που σημαίνει ότι θα υπάρξει υψηλός ανταγωνισμός στη διεκδίκηση του έργου. Αυτό, με τη σειρά του, είναι ικανό να διασφαλίσει ένα ικανοποιητικά υψηλό τίμημα στον παραχωρητή του δικαιώματος, δηλαδή στο ΤΑΙΠΕΔ και στο ελληνικό Δημόσιο. Πολλοί θεωρούν ότι το τίμημα θα κυμανθεί πέριξ των 2 δισ. ευρώ, χωρίς σε αυτό να περιλαμβάνεται ρήτρα earn-out.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι τρεις στους έξι ενδιαφερόμενους έχουν στο επενδυτικό τους σχήμα επικεφαλής (leader) ξένη επιχείρηση. Πρόκειται για τις εταιρείες Brisa, Abertis και Macquarie, οι οποίες θεωρούνται από τους μεγαλύτερους διαχειριστές οδικών αξόνων (Brisa, Abertis) και επενδυτικών κεφαλαίων (Macquarie). Είναι η πρώτη φορά που τίθενται επικεφαλής τόσοι ξένοι ενδιαφερόμενοι σε ένα περιουσιακό στοιχείο του ΤΑΙΠΕΔ.
Το υψηλό αυτό ενδιαφέρον για την Αττική Οδό, τόσο από εγχώριους όσο και από αλλοδαπούς ενδιαφερομένους, σύμφωνα με παράγοντες κοντά στη διαδικασία, αποδίδεται σε πολλούς λόγους:
1. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με έναν ιδιαίτερα ζωτικής σημασίας οδικό άξονα εντός και εκτός μιας μεγάλης πληθυσμιακής συγκέντρωσης (Αθήνα). Αυτό σημαίνει έσοδα και κέρδη πολύ σημαντικά. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η νέα παραχώρηση που συντελείται τώρα είναι η πιο σημαντική στην Ευρώπη. Πέρυσι τα έσοδα της υφιστάμενης παραχωρησιούχου ανήλθαν σε 176 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους σε 56 εκατ. ευρώ. Και αυτό συνέβη παρά τα ασυνήθιστα υψηλά κόστη συντήρησης του άξονα, που αναφέρονται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
2. Η ανελαστική υψηλή ζήτηση είναι ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας που ελκύει το επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Με άλλα λόγια, η αξιοποίηση του άξονα έχει μόνιμους και σταθερούς πελάτες, που «γεμίζουν» τον οδικό άξονα υπό κάθε συνθήκη. Φυσικά, η κίνηση μειώθηκε τόσο το 2012 στην οικονομική κρίση όσο και το 2020 στην πανδημική κρίση. Ωστόσο, επανήλθε πολύ γρήγορα σε υψηλά επίπεδα. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με την Εγνατία Οδό, η οποία είναι ένας «άδειος δρόμος, που περιμένει να γεμίσει», η Αττική Οδός είναι ένας ήδη «γεμάτος δρόμος» και σε σημείο κορεσμού. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι το 2015, όταν εφαρμόσθηκαν τα capital controls στη χώρα, πολλοί παραδέχονταν ότι πρόβλημα ρευστότητας (μετρητών) αντιμετώπισαν όλοι στην Ελλάδα πλην της Εκκλησίας και της… Αττικής Οδού.
3. Η στρατηγική που επέλεξαν το ΤΑΙΠΕΔ και ο επικεφαλής του, Δημήτρης Πολίτης, ήταν ο τρίτος παράγοντας που έφερε πολλούς ενδιαφερομένους. Ο τελευταίος επέλεξε να δει καθαρά επενδυτικά την ανανέωση της σύμβασης παραχώρησης και όχι ως ένα νέο κατασκευαστικό εγχείρημα με την προσθήκη επεκτάσεων κ.λπ. Αυτό έφερε πολλούς και ισχυρούς στρατηγικούς και χρηματοοικονομικούς επενδυτές, οι οποίοι βλέπουν την παραχώρηση αυτή ως ένα ομόλογο. Η αυστραλιανή Macquarie, για παράδειγμα, που ενδιαφέρεται διακαώς για τη νέα παραχώρηση -και ήταν ένας από τους παίκτες που πίεζαν να μην καθυστερήσει το έργο- πιθανώς να μην ενδιαφερόταν αν η νέα παραχώρηση περιλάμβανε νέους άξονες, τούνελ κ.λπ. που θα «θόλωναν» το χρηματοοικονομικό της μοντέλο.
4. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι η αποσόβηση του λεγόμενου πολιτικού ρίσκου και του ρίσκου της χώρας (country risk). Ο καθαρός πολιτικός ορίζοντας που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουνίου, σε συνδυασμό με την πολύ πιθανή απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, φέρνει αρκετούς παίκτες, με στόχο να λάβουν θέση έγκαιρα στην επικείμενη αναβάθμιση της χώρας.
Η διαδικασία, ωστόσο, δεν έχει ολοκληρωθεί. Το άνοιγμα των φακέλων ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα, αλλά είναι σίγουρο ότι οι προσφορές δεν θα ανοίξουν πριν από το τέλος του Αυγούστου ή τις αρχές του Σεπτεμβρίου. Ετσι, εκτιμάται ότι η ανακήρυξη του προτιμητέου επενδυτή δεν θα γίνει πριν από τον Οκτώβριο.
Οι εξελίξεις θα εξαρτηθούν από δύο παράγοντες:
- Από το πόσο άρτιοι, αναφορικά με τα δικαιολογητικά συμμετοχής στον διαγωνισμό, είναι οι φάκελοι των ενδιαφερομένων.
- Από τις πιθανές ενστάσεις/προσφυγές μεταξύ των ενδιαφερομένων.