Η Εφορία ψάxνει «ύποπτες» καταθέσεις: Έλεγχοι και διασταυρώσεις με ειδικό λογισμικό που εντοπίζει αδικαιολόγητες κινήσεις σε χιλιάδες τραπεζικούς λογαριασμούς
100.000 ευρώ ετησίως είναι το όριο που κινητοποιεί τις φορολογικές Αρχές όσον αφορά την κατάθεση χρημάτων σε λογαριασμούς
Χιλιάδες διασταυρώσεις με ειδικό λογισμικό για «ύποπτες», «κούφιες» καταθέσεις πραγματοποιεί η Εφορία, καθώς πολλές καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς δημιουργούν υποψίες ότι δεν συνάδουν με τα εισοδήματα που δήλωσαν οι φορολογούμενοι.
Ήδη, στα κεντρικά της ΑΑΔΕ στο Μοσχάτο έχει εγκατασταθεί ειδικό λογισμικό, που «χτυπάει κόκκινο» όταν εισοδήματα και καταθέσεις δεν συμφωνούν μεταξύ τους ή όταν δεν δικαιολογούνται αυτές οι καταθέσεις με τα παραστατικά που έχουν κατατεθεί στην Εφορία. Πώς, όμως, γίνεται ο ταχύτατος ηλεκτρονικός έλεγχος στο πλαίσιο πάταξης της φοροδιαφυγής;
Το λογισμικό της ΑΑΔΕ σε χρόνο μηδέν:
● Βλέπει και συγκρίνει κάθε κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού και γνωρίζει το ιστορικό του (κατάθεση, πληρωμή, μεταφορά κ.λπ.).
● Καταγράφει τι μπαίνει στον λογαριασμό και αν υπάρχουν σχετικά παραστατικά. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται σε καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ ετησίως.
● Διαπιστώνει έσοδα από πώληση ακινήτων, ΙΧ, κινητών αξιών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων.
● Συγκρίνει καταθέσεις που έχουν «περίεργη» συχνότητα.
● Διαπιστώνει αν υπάρχουν εμβάσματα ή έσοδα από ενοίκια.
● Άμεσα «διαβάζει» ποιος και πόσα κατέθεσε στον λογαριασμό.
● Διαπιστώνει χρέη σε φόρους και δάνεια.
● Καταλογίζει υπερβάλλοντα έσοδα.
● Ο έλεγχος γίνεται σε βάθος πενταετίας για καταθέσεις εσωτερικού και δεκαετίας για καταθέσεις εξωτερικού. Με σχετική απόφαση (229/25-4-2023 της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών) προβλέπεται ότι «ο έλεγχος της εφορίας στις τραπεζικές καταθέσεις σε τραπεζικά καταστήματα που εδρεύουν στην Ελλάδα, μπορεί να γίνει μόνο για πέντε χρόνια πίσω, ενώ για τις καταθέσεις που βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού, ο έλεγχος επεκτείνεται μια δεκαετία πίσω».
Η ΑΑΔΕ, μέσω της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και στο πλαίσιο τόσο της ορθής εφαρμογής του νόμου όσο και των καλών σχέσεων με τους πολίτες, διευκρινίζει:
● Κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.
● Η προσαύξηση περιουσίας δεν υπόκειται σε φορολογία, αν ο πολίτης αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής (κληρονομιά, νόμιμη γονική παροχή κ.λπ.), όπως και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από τον φόρο, σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.
● Ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να αποδείξει την πραγματική πηγή ή την αιτία προέλευσης ή ότι η εν λόγω προσαύξηση φορολογήθηκε ή απαλλάχθηκε νόμιμα. Αν οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή με συντελεστή τριάντα τρία τοις εκατό (33%).
● Προσοχή! Ελέγχονται και εκτιμώνται επιπρόσθετα και οι τυχόν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
● Η προσαύξηση της περιουσίας από τραπεζικό λογαριασμό πρέπει να αποδεικνύεται επαρκώς, αφού ποσά αναλήψεων και καταθέσεων ενδέχεται να αφορούν κινήσεις που δεν συνιστούν υποχρεωτικά φορολογητέο εισόδημα.
Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να δώσει πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική Αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.
Τα βήματα είναι τα εξής:
● Έρευνα. Ξεκινά έρευνα πότε και γιατί πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών, με την κατάθεση των σχετικών εγγράφων από τον πολίτη.
● Εξέταση. Η ΑΑΔΕ εξετάζει αν τα ποσά που αναλήφθηκαν υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων. Αυτό, για να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
● Έλεγχος δαπανών. Μπορεί να αποδειχθεί από τον έλεγχο της ΑΑΔΕ ότι οι αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο, από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
● Προέλευση καταθέσεων. Ο έλεγχος μπορεί να αποδείξει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.
● Επανακατάθεση. Προσοχή! Θυμηθείτε ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για τη διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων.
● Αδικαιολόγητη προσαύξηση. Σε περίπτωση μη δικαιολόγησης της προσαύξησης της περιουσίας, τότε αυτή φορολογείται στη χρήση. Ο φορολογούμενος μπορεί να αποδείξει ότι ο χρόνος είναι διαφορετικός από αυτόν που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο.
● Εμφανής πηγή. Δεν υπάρχει προσαύξηση περιουσίας, όταν είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό, ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε υποχρέωση.
● Φορολόγηση. Πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, αν δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του ούτε από άλλη συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία.
● Πίστωση και επιχειρηματική δραστηριότητα. Αν αποδειχθεί ότι η πίστωση προέρχεται από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, τότε φορολογείται κατά περίπτωση και υπόκειται σε λοιπές φορολογίες.
● Συμμετοχή σε νομικό πρόσωπο. Αν ο ελεγχόμενος συμμετέχει σε νομικό πρόσωπο και το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό αποδεικνύεται ότι αφορά συναλλαγές ή εισόδημα ή περιουσία του νομικού προσώπου δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας, καθώς είναι γνωστής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή το ποσό μπορεί να συνιστά δάνειο (φαίνεται από τις εγγραφές στα βιβλία ή από άλλα στοιχεία) ή ταμειακή διευκόλυνση, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης κατά την κρίση του ελέγχου.
● Επιστροφή ποσού. Αν αυτό το ποσό επεστράφη στο νομικό πρόσωπο πριν από τη διενέργεια του ελέγχου, τότε αποτελεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση για το φυσικό πρόσωπο και η τυχόν απόδοση (υπεραξία) αποτελεί εισόδημα του φυσικού προσώπου, εφόσον στο νομικό πρόσωπο επεστράφη μόνο το κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, οι σχετικές πιστώσεις αξιολογούνται σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, λαμβανομένου υπόψη και του αναλογούντος ΦΠΑ, ανάλογα με την περίπτωση. Γι’ αυτό, προσοχή σε κάθε σας κίνηση!
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή στις 28/7
Ήδη, στα κεντρικά της ΑΑΔΕ στο Μοσχάτο έχει εγκατασταθεί ειδικό λογισμικό, που «χτυπάει κόκκινο» όταν εισοδήματα και καταθέσεις δεν συμφωνούν μεταξύ τους ή όταν δεν δικαιολογούνται αυτές οι καταθέσεις με τα παραστατικά που έχουν κατατεθεί στην Εφορία. Πώς, όμως, γίνεται ο ταχύτατος ηλεκτρονικός έλεγχος στο πλαίσιο πάταξης της φοροδιαφυγής;
Το λογισμικό της ΑΑΔΕ σε χρόνο μηδέν:
● Βλέπει και συγκρίνει κάθε κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού και γνωρίζει το ιστορικό του (κατάθεση, πληρωμή, μεταφορά κ.λπ.).
● Καταγράφει τι μπαίνει στον λογαριασμό και αν υπάρχουν σχετικά παραστατικά. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται σε καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ ετησίως.
● Διαπιστώνει έσοδα από πώληση ακινήτων, ΙΧ, κινητών αξιών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων.
● Συγκρίνει καταθέσεις που έχουν «περίεργη» συχνότητα.
● Διαπιστώνει αν υπάρχουν εμβάσματα ή έσοδα από ενοίκια.
● Άμεσα «διαβάζει» ποιος και πόσα κατέθεσε στον λογαριασμό.
● Διαπιστώνει χρέη σε φόρους και δάνεια.
● Καταλογίζει υπερβάλλοντα έσοδα.
● Ο έλεγχος γίνεται σε βάθος πενταετίας για καταθέσεις εσωτερικού και δεκαετίας για καταθέσεις εξωτερικού. Με σχετική απόφαση (229/25-4-2023 της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών) προβλέπεται ότι «ο έλεγχος της εφορίας στις τραπεζικές καταθέσεις σε τραπεζικά καταστήματα που εδρεύουν στην Ελλάδα, μπορεί να γίνει μόνο για πέντε χρόνια πίσω, ενώ για τις καταθέσεις που βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού, ο έλεγχος επεκτείνεται μια δεκαετία πίσω».
33% συντελεστής φορολόγησης επιβάλλεται σε προσαύξηση της περιουσίας που χαρακτηρίζεται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα
Παραπεμπτικό
Μετά την ολοκλήρωση των διασταυρώσεων και εφόσον διαπιστωθεί διαφορά εσόδων, δαπανών και καταθέσεων, συντάσσεται το σχετικό παραπεμπτικό για παροχή πληροφοριών. Αναζητείται ο φορολογούμενος και, αν δεν πείσει την ΑΑΔΕ με τις εξηγήσεις του, προβλέπονται τα εξής μέτρα-ποινές: α) Επιβολή φόρου 33% στη διαφορά, β) προσαυξήσεις από το έτος που διαπιστώθηκε η παράβαση, γ) ειδική εισφορά αλληλεγγύης για τα έτη που ίσχυε ο ειδικός φόρος, δ) επιβολή ΦΠΑ, ε) αναζήτηση για τυχόν εισφορές ΕΦΚΑ, στ) ειδικά τέλη.Η ΑΑΔΕ, μέσω της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και στο πλαίσιο τόσο της ορθής εφαρμογής του νόμου όσο και των καλών σχέσεων με τους πολίτες, διευκρινίζει:
● Κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.
● Η προσαύξηση περιουσίας δεν υπόκειται σε φορολογία, αν ο πολίτης αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής (κληρονομιά, νόμιμη γονική παροχή κ.λπ.), όπως και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από τον φόρο, σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.
● Ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να αποδείξει την πραγματική πηγή ή την αιτία προέλευσης ή ότι η εν λόγω προσαύξηση φορολογήθηκε ή απαλλάχθηκε νόμιμα. Αν οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή με συντελεστή τριάντα τρία τοις εκατό (33%).
● Προσοχή! Ελέγχονται και εκτιμώνται επιπρόσθετα και οι τυχόν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
● Η προσαύξηση της περιουσίας από τραπεζικό λογαριασμό πρέπει να αποδεικνύεται επαρκώς, αφού ποσά αναλήψεων και καταθέσεων ενδέχεται να αφορούν κινήσεις που δεν συνιστούν υποχρεωτικά φορολογητέο εισόδημα.
Υποχρεώσεις
Ο πολίτης πρέπει να ανταποκριθεί στην κλήση της ελεγκτικής Αρχής και να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων.Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να δώσει πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική Αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.
Μεταφορές χρημάτων
Λόγω της δαιδαλώδους διαδρομής των χρημάτων και του ιδιαίτερου φορολογικού ενδιαφέροντος, η ΑΑΔΕ παρακολουθεί με... χίλια μάτια τις μεταφορές χρημάτων μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών.Τα βήματα είναι τα εξής:
● Έρευνα. Ξεκινά έρευνα πότε και γιατί πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών, με την κατάθεση των σχετικών εγγράφων από τον πολίτη.
● Εξέταση. Η ΑΑΔΕ εξετάζει αν τα ποσά που αναλήφθηκαν υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων. Αυτό, για να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
● Έλεγχος δαπανών. Μπορεί να αποδειχθεί από τον έλεγχο της ΑΑΔΕ ότι οι αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο, από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
● Προέλευση καταθέσεων. Ο έλεγχος μπορεί να αποδείξει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.
● Επανακατάθεση. Προσοχή! Θυμηθείτε ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για τη διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων.
● Αδικαιολόγητη προσαύξηση. Σε περίπτωση μη δικαιολόγησης της προσαύξησης της περιουσίας, τότε αυτή φορολογείται στη χρήση. Ο φορολογούμενος μπορεί να αποδείξει ότι ο χρόνος είναι διαφορετικός από αυτόν που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο.
● Εμφανής πηγή. Δεν υπάρχει προσαύξηση περιουσίας, όταν είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό, ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε υποχρέωση.
● Φορολόγηση. Πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, αν δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του ούτε από άλλη συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία.
● Πίστωση και επιχειρηματική δραστηριότητα. Αν αποδειχθεί ότι η πίστωση προέρχεται από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, τότε φορολογείται κατά περίπτωση και υπόκειται σε λοιπές φορολογίες.
● Συμμετοχή σε νομικό πρόσωπο. Αν ο ελεγχόμενος συμμετέχει σε νομικό πρόσωπο και το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό αποδεικνύεται ότι αφορά συναλλαγές ή εισόδημα ή περιουσία του νομικού προσώπου δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας, καθώς είναι γνωστής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή το ποσό μπορεί να συνιστά δάνειο (φαίνεται από τις εγγραφές στα βιβλία ή από άλλα στοιχεία) ή ταμειακή διευκόλυνση, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης κατά την κρίση του ελέγχου.
● Επιστροφή ποσού. Αν αυτό το ποσό επεστράφη στο νομικό πρόσωπο πριν από τη διενέργεια του ελέγχου, τότε αποτελεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση για το φυσικό πρόσωπο και η τυχόν απόδοση (υπεραξία) αποτελεί εισόδημα του φυσικού προσώπου, εφόσον στο νομικό πρόσωπο επεστράφη μόνο το κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, οι σχετικές πιστώσεις αξιολογούνται σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, λαμβανομένου υπόψη και του αναλογούντος ΦΠΑ, ανάλογα με την περίπτωση. Γι’ αυτό, προσοχή σε κάθε σας κίνηση!
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή στις 28/7