Ακίνητα: "Ράλι" αυξήσεων στις τιµές στην Αττική
Οι µεγαλύτερες αυξήσεις στα ακίνητα εντοπίζονται στις πιο φθηνές περιοχές της Αττικής, όπου οι αξίες ήταν περισσότερο «συµπιεσµένες» εξαιτίας της οικονοµικής κρίσης που προηγήθηκε
Αυξηµένες κατά 37%, κατά µέσο όρο, εµφανίζονται οι ζητούµενες τιµές κατοικιών στην Αττική σε σχέση µε το 2019, δηλαδή λίγο πριν ξεσπάσει η πανδηµία, δείγµα του πόσο δρόµο έχουν διανύσει σε πολύ σύντοµο χρονικό διάστηµα.
Σύµφωνα µε την επεξεργασία των στοιχείων του δείκτη τιµών Spitogatos Property Index (SPI Index) για το τρίτο τρίµηνο του έτους, η µέση ζητούµενη τιµή πώλησης κατοικιών στην Αττική διαµορφώνεται σήµερα σε 2.230 ευρώ/τ.µ., όντας 37% υψηλότερη σε σχέση µε το αντίστοιχο τρίµηνο του 2019.
Σε σχέση µε το περσινό τρίτο τρίµηνο, η αύξηση αγγίζει το 14,1%, δείγµα της επιτάχυνσης του ρυθµού ανόδου των αξιών, µε αποτέλεσµα να επιδεινώνεται διαρκώς η αγοραστική δύναµη των νοικοκυριών στην Ελλάδα.
Διαβάστε ακόμα: Ακίνητα: Ο νέος οδικός χάρτης για τις αγοραπωλησίες ακινήτων και τη βραχυχρόνια μίσθωση, όλες οι αλλαγές
Στις φθηνές περιοχές οι μεγαλύτερες αυξήσεις
Είναι µάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι µεγαλύτερες αυξήσεις εντοπίζονται στις πιο φθηνές περιοχές της Αττικής, όπου οι αξίες ήταν περισσότερο «συµπιεσµένες» εξαιτίας της οικονοµικής κρίσης που προηγήθηκε.Ετσι, στα προάστια του Πειραιά (π.χ. Πέραµα, Κερατσίνι, ∆ραπετσώνα) η µέση ζητούµενη τιµή έχει αυξηθεί κατά 56% από το 2019 µέχρι σήµερα, µε αποτέλεσµα να διαµορφώνεται σε 1.715 ευρώ/τ.µ., από µόλις 1.100 ευρώ/τ.µ. το 2019. Αντίστοιχα, στο κέντρο του Πειραιά καταγράφονται αυξήσεις κατά 47%, σε 2.000 ευρώ/τ.µ., ενώ στα δυτικά προάστια η µέση τιµή πώλησης έχει αυξηθεί κατά 46,2%, σε 1.800 ευρώ/τ.µ., παραµένοντας πάντως µία από τις φθηνότερες περιοχές στην Αττική.
Πολύ µεγάλη αύξηση, κατά 41,4%, σηµειώνουν και οι περιοχές των νοτίων προαστίων, µε τη µέση τιµή πώλησης να διαµορφώνεται σήµερα σε 3.611 ευρώ/τ.µ., έναντι 2.553 ευρώ/τ.µ. το 2019. Η επίδραση του έργου του Ελληνικού και της µεγάλης ζήτησης από ξένους επενδυτές είναι εµφανής στην περιοχή, µε αποτέλεσµα να αναµένονται και νέες αυξήσεις τα επόµενα τρίµηνα.
Αντίστοιχα, στο κέντρο της Αθήνας η µέση τιµή πώλησης ανέρχεται σήµερα σε 2.000 ευρώ/τ.µ., από 1.522 ευρώ/τ.µ. το 2019, έχοντας καταγράψει συνολική αύξηση κατά 31,4%.
Πού οφείλεται το "ράλι"
Σύµφωνα µε όσα αναφέρουν φορείς της αγοράς, το «ράλι» αυτό οφείλεται σε µια σειρά από παράγοντες, αρχής γενοµένης ασφαλώς από το µεγάλο έλλειµµα προσφοράς σε σχέση µε τη ζήτηση, καθώς έχει απορροφηθεί το µεγαλύτερο µέρος του αποθέµατος απούλητων κατοικιών που είχε συσσωρευτεί κατά τα χρόνια της οικονοµικής κρίσης. Με δεδοµένο λοιπόν ότι η ζήτηση συνεχίζει να αυξάνεται και οι νέες οικοδοµές δεν ξεπερνούν τις 30.000/έτος (20% του αντίστοιχου µεγέθους του 2008), προκύπτουν σηµαντικές ελλείψεις.Ακόµα ένας λόγος που τροφοδοτεί τη ζήτηση είναι ασφαλώς και οι ξένοι αγοραστές. Ειδικά φέτος σηµειώθηκε ιστορικό υψηλό αγοραπωλησιών εξαιτίας των αλλαγών στο πρόγραµµα «Χρυσή Βίζα», µε τον διπλασιασµό του ελάχιστου ορίου επένδυσης από τα 250.000 στα 500.000 ευρώ. Η αλλαγή αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου και αφορά το κέντρο της Αθήνας, τα βόρεια και τα νότια προάστια, µε αποτέλεσµα να έχει καταγραφεί ρεκόρ πράξεων τους µήνες που προηγήθηκαν, καθώς οι επενδυτές θέλησαν να προλάβουν τη σχετική προθεσµία. Σύµφωνα µε τα στοιχεία του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, υπολογίζεται ότι κατά το φετινό οκτάµηνο (Ιανουάριος - Αύγουστος) υποβλήθηκαν προς έγκριση 5.461 αιτήµατα χορήγησης αρχικής άδειας µόνιµου επενδυτή. Το νούµερο αυτό µεταφράζεται σε αγορές ακινήτων αξίας τουλάχιστον 1,36 δισ. ευρώ, µεγάλο µέρος των οποίων αφορά κατοικίες στην Αττική, και δη στο κέντρο και στα νότια προάστια.
Σηµαντικό ρόλο στη φετινή αύξηση τιµών έχει διαδραµατίσει ασφαλώς και το πρόγραµµα «Σπίτι µου», που αφορά στην παροχή της δυνατότητας σε νέους ανθρώπους (ηλικίας 25-39 ετών) να αποκτήσουν κατοικία µε επιδότηση του επιτοκίου. Σύµφωνα µε τα τελευταία διαθέσιµα στοιχεία, µε βάση τις προεγκρίσεις που έχουν δοθεί, έχει ήδη καλυφθεί σχεδόν το σύνολο του διαθέσιµου προϋπολογισµού του προγράµµατος, ύψους 1 δισ. ευρώ. Το πρόγραµµα αφορά την απόκτηση κατοικιών µε έτος κατασκευής από το 2007 και πιο πριν, επιφάνειας έως 150 τ.µ. και κόστους έως 200.000 ευρώ. Εν τω µεταξύ, δεκάδες χιλιάδες διαµερίσµατα και κατοικίες παραµένουν δεσµευµένα λόγω της διευθέτησης των χρεών που τα συνοδεύουν από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, καθιστώντας ιδιαίτερα δυσχερή την αξιοποίησή τους είτε µέσω πλειστηριασµών είτε στη συνέχεια µέσω της απευθείας πώλησής τους.
Σηµαντικό ρόλο στο έλλειµµα προσφοράς κατοικιών προς πώληση διαδραµατίζει και η «ταυτότητα κτιρίου», η πλήρης εφαρµογή της οποίας έχει επιβάλει σηµαντικούς νέους κανόνες στις µεταβιβάσεις, µε αποτέλεσµα δεκάδες ή ακόµα κι εκατοντάδες χιλιάδες ακίνητα να έχουν καταστεί µη µεταβιβάσιµα. Οπως ανέφερε πρόσφατα η ΠΟΜΙ∆Α, εξαιτίας της ταυτότητας κτιρίου χρειάζεται πλέον να γίνεται λεπτοµερής µέτρηση των επιφανειών, αποτύπωση όλων των µεταβιβαζόµενων ακινήτων, ιδιαιτέρως των οριζόντιων ιδιοκτησιών, και η σύγκρισή τους µε τις κατόψεις που επισυνάπτονται στις σχετικές συµβολαιογραφικές πράξεις, µε τα εγκεκριµένα πολεοδοµικά σχέδια, µε τις κτηµατολογικές εγγραφές, τις βεβαιώσεις ΕΝΦΙΑ και τις τακτοποιήσεις αυθαιρέτων. Οταν λοιπόν τα νούµερα δεν συµφωνούν, κάτι σχεδόν βέβαιο για τις περισσότερες περιπτώσεις, χρειάζεται να γίνει η εξαρχής τροποποίηση της σύστασης της οριζόντιας ιδιοκτησίας, γεγονός που είναι σχεδόν αδύνατον σε περιπτώσεις που το σπίτι βρίσκεται σε πολυκατοικία, καθώς, µε βάση το σηµερινό καθεστώς, απαιτείται η έγγραφη συναίνεση του συνόλου των ιδιοκτητών του κτιρίου. Ετσι, ακόµα κι αν πρόκειται για µικρές διαφορές των εµβαδών, χιλιάδες ακίνητα δεν µπορούν να µεταβιβαστούν παρά µόνο µετά από πολύµηνες και δαπανηρές διαδικασίες, που συχνά ακυρώνουν την πώληση και αφαιρούν το συγκεκριµένο ακίνητο από τη «δεξαµενή» των διαθέσιµων προς πώληση.
Δημοσιεύθηκε στο MoneyPro στις 7/10/2023