"Τσουχτερή" η διαµονή σε Airbnb στην Ελλάδα - Στο Τop 5 των ακριβότερων προορισµών φέτος το καλοκαίρι η χώρα µας
Στο Τop 5 των ακριβότερων προορισµών φέτος το καλοκαίρι η χώρα µας, µε τα καταλύµατα βραχυχρόνιας µίσθωσης να κοστίζουν περισσότερο από τα ξενοδοχεία
Σε έναν από τους πέντε ακριβότερους προορισµούς διαµονής µέσω καταλυµάτων βραχυχρόνιας µίσθωσης αναδείχθηκε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού.
Η µέση τιµή ανά διανυκτέρευση διαµορφώθηκε στο ιδιαίτερα «τσουχτερό» αντίτιµο των 204 ευρώ, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη γενικότερη αύ ηση των τιµών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και σε τοπικό, καθώς και την αλλαγή των χαρακτηριστικών της ελληνικής αγοράς βραχυχρόνιας µίσθωσης, ειδικά µετά την πανδηµία.
Ακριβότερες από την Ελλάδα ήταν µόνο το Μονακό µε 338 ευρώ/διανυκτέρευση, η Ισλανδία µε 230 ευρώ, η Ελβετία µε 208 ευρώ και η Μεγάλη Βρετανία µε 205 ευρώ, µε ελάχιστη διαφορά από την Ελλάδα.
Στον αντίποδα, πιο φθηνοί προορισµοί στην Ευρώπη το φετινό καλοκαίρι ήταν οι υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων και η Μολδαβία των µόλις 47 ευρώ/διανυκτέρευση.
Ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιµές, όµως, και µε αυξανόµενο τουριστικό ρεύµα προσέφεραν φέτος η Βόρεια Μακεδονία µε 48 ευρώ, το Κόσοβο µε 49 ευρώ, η Αλβανία µε 60 ευρώ, η Σερβία µε 62 ευρώ και η Βουλγαρία µε 72 ευρώ.
Εν τω µεταξύ, τα στοιχεία από την αγορά της Αθήνας δείχνουν ότι πλέον τα καταλύµατα βραχυχρόνιας µίσθωσης είναι ακριβότερα από τα ξενοδοχεία της πόλης, παρά το γεγονός µάλιστα ότι στα τελευταία έχουν αυξηθεί σηµαντικά οι µονάδες τεσσάρων και πέντε αστέρων.
Έτσι, σύµφωνα µε στοιχεία της Ένωσης Ξενοδόχων Αθήνας και της GBR Consulting, κατά το φετινό επτάµηνο (Ιανου άριος - Ιούλιος) η µέση τιµή ανά δωµάτιο διαµορφώθηκε σε 136 ευρώ, αυξηµένη κατά 15,4% σε σχέση µε το αντίστοιχο περσινό διάστηµα.
Σε σχέση µε άλλους προορισµούς, όπως π.χ. η Ρώµη, η Βαρκελώνη και η Κωνσταντινούπολη, πρόκειται για ιδιαίτερα ανταγωνιστική τιµή.
Στον αντίποδα, κατά το διάστηµα του φετινού καλοκαιριού η διαµονή σε κατάλυµα βραχυχρόνιας µίσθωσης στην Αθήνα βρέθηκε στην πρώτη δεκάδα µε βάση το κόστος ανά διανυκτέρευση, ενώ παρουσιάζει και ένα από τα υψηλότερα έσοδα ανά διαθέσιµη µίσθωση (Rev/Par), µε 156 ευρώ/διανυκτέρευση.
Σύµφωνα µε πηγές της αγοράς, οι ιδιοκτήτες και διαχειριστές καταλυµάτων βραχυχρόνιας µίσθωσης στην Ελλάδα επιχειρούν να επωφεληθούν από τη σηµαντική άνοδο της ποιότητας και των επιµέρους χαρακτηριστικών (π.χ. παροχές, τοποθεσία) των ακινήτων που διατίθενται στις ψηφιακές πλατφόρµες.
Οπως αναφέρουν, µετά το ξέσπασµα της πανδηµίας χιλιάδες ιδιοκτήτες απέσυραν τα ακίνητά τους από τη βραχυχρόνια µίσθωση, για να τα εκµεταλλευτούν µέσω µακροχρόνιων συµβολαίων, δηλαδή µε τον συµβατικό τρόπο.
Σηµαντικό ρόλο σε αυτό, πέραν της πτώσης της ζήτησης για βραχυχρόνιες µισθώσεις λόγω των περιορισµών των ταξιδιών, διαδραµάτισε ασφαλώς και το ότι τα ακίνητα που αποχώρησαν ήταν κι εκείνα που ούτως ή άλλως απέδιδαν λιγότερο, είτε λόγω της κατάστασής τους είτε λόγω της θέσης τους.
Όπως φάνηκε εκ του αποτελέσµατος, οι ξένοι επισκέπτες δίνουν προτεραιότητα σε ακίνητα υψηλών προδιαγραφών, που βρίσκονται σε περιοχές υψηλής ζήτησης, δηλαδή σε δηµοφιλείς τουριστικούς προορισµούς, κοντά στη θάλασσα, που προσφέρουν θέα, ή, στην περίπτωση της Αθήνας, πλησίον της Ακρόπολης και του ιστορικού κέντρου.
Τα ακίνητα αυτά κατόρθωσαν να αντέξουν στην κρίση της πανδηµίας και σήµερα χρεώνουν πολύ ακριβές τιµές, καθώς η ζήτηση παραµένει υψηλή.
Στον αντίποδα, τα ακίνητα που βρίσκονται περιφερειακά του κέντρου είναι δύσκολο να αποδώσουν υψηλά έσοδα, καθώς έχουν χαµηλότερη πληρότητα. Με δεδοµέ νο λοιπόν ότι στη βραχυχρόνια µίσθωση το κόστος των λειτουργικών εξόδων του ακινή του το επωµίζεται εξ ολοκλήρου ο ιδιοκτήτης (κοινόχρηστα, λογαριασµοί ∆ΕΚΟ κ.τ.λ.), η µακροχρόνια µίσθωση είναι πιο συµφέρουσα, ιδίως µετά και το «ράλι» των τιµών των ενοικίων.
Εκτός από την υψηλότερη ποιότητα των ακινήτων, συγκριτικά µε τα προηγούµενα χρόνια, ακόµα ένας λόγος για τον οποίο οι τιµές στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί σηµαντικά είναι ότι έχει αυξηθεί το ποσοστό των επαγγελµατιών επενδυτών και διαχειριστών. Μέσω της παροχής και του αντίστοιχου επιπέδου υπηρεσιών επιβάλλεται και το ανάλογο αντίτιµο, ιδίως από τη στιγµή που ο διαχειριστής χρεώνει µια πρόσθετη προµήθεια, της τάξεως του 15%-20%. Παράλληλα, οι υψηλές τιµές αντανακλούν και την προσπάθεια να µετα φερθεί στους επισκέπτες το αυξηµένο λειτουργικό κόστος λόγω της ανόδου των τιµών του ηλεκτρικού ρεύµατος και άλλων δαπανών που συνδέονται µε το ακίνητο.
Σηµαντικό ρόλο, ιδίως στη φετινή πορεία των τιµών στην Ελλάδα, διαδραµάτισε και το γεγονός ότι αυξήθηκε σηµαντικά το µερίδιο των επισκεπτών από τις ΗΠΑ.
Πρόκειται για µια τάση στο σύνολο της Ευρώπης, καθώς, όπως αναφέρει η AirDNA, το φετινό καλοκαίρι ήταν το πρώτο µετά την πανδηµία κατά το οποίο οι Αµερικανοί τουρίστες µπόρεσαν να ταξιδέψουν µαζικά στην Ευρώπη. Η ζήτηση από Αµερικανούς επισκέπτες ήταν 17% υψηλότερη από την αντίστοιχη του 2019, µε την Ελλάδα µάλιστα να αναδεικνύεται µεταξύ των δηµοφιλέστερων επιλογών τους. Κατά το φετινό καλοκαίρι, το 17% των επισκεπτών σε καταλύµατα στην Ελλάδα προήλθαν από τις ΗΠΑ, που ήταν το πέµπτο µεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη, πίσω από την Ιρλανδία, την Ελβετία, την Ιταλία και την Πορτογαλία.
*Δημοσιεύθηκε στο ένθετο Money Pro της εφημερίδας «Παραπολιτικά» στις 14/10/2023
Η µέση τιµή ανά διανυκτέρευση διαµορφώθηκε στο ιδιαίτερα «τσουχτερό» αντίτιµο των 204 ευρώ, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη γενικότερη αύ ηση των τιµών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και σε τοπικό, καθώς και την αλλαγή των χαρακτηριστικών της ελληνικής αγοράς βραχυχρόνιας µίσθωσης, ειδικά µετά την πανδηµία.
Ακριβότερες από την Ελλάδα ήταν µόνο το Μονακό µε 338 ευρώ/διανυκτέρευση, η Ισλανδία µε 230 ευρώ, η Ελβετία µε 208 ευρώ και η Μεγάλη Βρετανία µε 205 ευρώ, µε ελάχιστη διαφορά από την Ελλάδα.
Στον αντίποδα, πιο φθηνοί προορισµοί στην Ευρώπη το φετινό καλοκαίρι ήταν οι υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων και η Μολδαβία των µόλις 47 ευρώ/διανυκτέρευση.
Ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιµές, όµως, και µε αυξανόµενο τουριστικό ρεύµα προσέφεραν φέτος η Βόρεια Μακεδονία µε 48 ευρώ, το Κόσοβο µε 49 ευρώ, η Αλβανία µε 60 ευρώ, η Σερβία µε 62 ευρώ και η Βουλγαρία µε 72 ευρώ.
Εν τω µεταξύ, τα στοιχεία από την αγορά της Αθήνας δείχνουν ότι πλέον τα καταλύµατα βραχυχρόνιας µίσθωσης είναι ακριβότερα από τα ξενοδοχεία της πόλης, παρά το γεγονός µάλιστα ότι στα τελευταία έχουν αυξηθεί σηµαντικά οι µονάδες τεσσάρων και πέντε αστέρων.
Έτσι, σύµφωνα µε στοιχεία της Ένωσης Ξενοδόχων Αθήνας και της GBR Consulting, κατά το φετινό επτάµηνο (Ιανου άριος - Ιούλιος) η µέση τιµή ανά δωµάτιο διαµορφώθηκε σε 136 ευρώ, αυξηµένη κατά 15,4% σε σχέση µε το αντίστοιχο περσινό διάστηµα.
Σε σχέση µε άλλους προορισµούς, όπως π.χ. η Ρώµη, η Βαρκελώνη και η Κωνσταντινούπολη, πρόκειται για ιδιαίτερα ανταγωνιστική τιµή.
Στον αντίποδα, κατά το διάστηµα του φετινού καλοκαιριού η διαµονή σε κατάλυµα βραχυχρόνιας µίσθωσης στην Αθήνα βρέθηκε στην πρώτη δεκάδα µε βάση το κόστος ανά διανυκτέρευση, ενώ παρουσιάζει και ένα από τα υψηλότερα έσοδα ανά διαθέσιµη µίσθωση (Rev/Par), µε 156 ευρώ/διανυκτέρευση.
Σύµφωνα µε πηγές της αγοράς, οι ιδιοκτήτες και διαχειριστές καταλυµάτων βραχυχρόνιας µίσθωσης στην Ελλάδα επιχειρούν να επωφεληθούν από τη σηµαντική άνοδο της ποιότητας και των επιµέρους χαρακτηριστικών (π.χ. παροχές, τοποθεσία) των ακινήτων που διατίθενται στις ψηφιακές πλατφόρµες.
Οπως αναφέρουν, µετά το ξέσπασµα της πανδηµίας χιλιάδες ιδιοκτήτες απέσυραν τα ακίνητά τους από τη βραχυχρόνια µίσθωση, για να τα εκµεταλλευτούν µέσω µακροχρόνιων συµβολαίων, δηλαδή µε τον συµβατικό τρόπο.
Σηµαντικό ρόλο σε αυτό, πέραν της πτώσης της ζήτησης για βραχυχρόνιες µισθώσεις λόγω των περιορισµών των ταξιδιών, διαδραµάτισε ασφαλώς και το ότι τα ακίνητα που αποχώρησαν ήταν κι εκείνα που ούτως ή άλλως απέδιδαν λιγότερο, είτε λόγω της κατάστασής τους είτε λόγω της θέσης τους.
Όπως φάνηκε εκ του αποτελέσµατος, οι ξένοι επισκέπτες δίνουν προτεραιότητα σε ακίνητα υψηλών προδιαγραφών, που βρίσκονται σε περιοχές υψηλής ζήτησης, δηλαδή σε δηµοφιλείς τουριστικούς προορισµούς, κοντά στη θάλασσα, που προσφέρουν θέα, ή, στην περίπτωση της Αθήνας, πλησίον της Ακρόπολης και του ιστορικού κέντρου.
Τα ακίνητα αυτά κατόρθωσαν να αντέξουν στην κρίση της πανδηµίας και σήµερα χρεώνουν πολύ ακριβές τιµές, καθώς η ζήτηση παραµένει υψηλή.
Στον αντίποδα, τα ακίνητα που βρίσκονται περιφερειακά του κέντρου είναι δύσκολο να αποδώσουν υψηλά έσοδα, καθώς έχουν χαµηλότερη πληρότητα. Με δεδοµέ νο λοιπόν ότι στη βραχυχρόνια µίσθωση το κόστος των λειτουργικών εξόδων του ακινή του το επωµίζεται εξ ολοκλήρου ο ιδιοκτήτης (κοινόχρηστα, λογαριασµοί ∆ΕΚΟ κ.τ.λ.), η µακροχρόνια µίσθωση είναι πιο συµφέρουσα, ιδίως µετά και το «ράλι» των τιµών των ενοικίων.
Εκτός από την υψηλότερη ποιότητα των ακινήτων, συγκριτικά µε τα προηγούµενα χρόνια, ακόµα ένας λόγος για τον οποίο οι τιµές στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί σηµαντικά είναι ότι έχει αυξηθεί το ποσοστό των επαγγελµατιών επενδυτών και διαχειριστών. Μέσω της παροχής και του αντίστοιχου επιπέδου υπηρεσιών επιβάλλεται και το ανάλογο αντίτιµο, ιδίως από τη στιγµή που ο διαχειριστής χρεώνει µια πρόσθετη προµήθεια, της τάξεως του 15%-20%. Παράλληλα, οι υψηλές τιµές αντανακλούν και την προσπάθεια να µετα φερθεί στους επισκέπτες το αυξηµένο λειτουργικό κόστος λόγω της ανόδου των τιµών του ηλεκτρικού ρεύµατος και άλλων δαπανών που συνδέονται µε το ακίνητο.
Airbnb: Τι έπαιξε ρόλο στη φετινή πορεία των τιμών στην Ελλάδα
Σηµαντικό ρόλο, ιδίως στη φετινή πορεία των τιµών στην Ελλάδα, διαδραµάτισε και το γεγονός ότι αυξήθηκε σηµαντικά το µερίδιο των επισκεπτών από τις ΗΠΑ.Πρόκειται για µια τάση στο σύνολο της Ευρώπης, καθώς, όπως αναφέρει η AirDNA, το φετινό καλοκαίρι ήταν το πρώτο µετά την πανδηµία κατά το οποίο οι Αµερικανοί τουρίστες µπόρεσαν να ταξιδέψουν µαζικά στην Ευρώπη. Η ζήτηση από Αµερικανούς επισκέπτες ήταν 17% υψηλότερη από την αντίστοιχη του 2019, µε την Ελλάδα µάλιστα να αναδεικνύεται µεταξύ των δηµοφιλέστερων επιλογών τους. Κατά το φετινό καλοκαίρι, το 17% των επισκεπτών σε καταλύµατα στην Ελλάδα προήλθαν από τις ΗΠΑ, που ήταν το πέµπτο µεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη, πίσω από την Ιρλανδία, την Ελβετία, την Ιταλία και την Πορτογαλία.
*Δημοσιεύθηκε στο ένθετο Money Pro της εφημερίδας «Παραπολιτικά» στις 14/10/2023