Τι σηματοδοτεί η είσοδος της ΔΕΗ στα Telecoms - Τα φιλόδοξα σχέδια και η πρώτη απόπειρα µε τη βοήθεια και την τεχνογνωσία των Ιταλών
Στις τηλεπικοινωνίες η εταιρεία επιχειρεί, υπό τη διοίκηση του Γ. Στάσση, να εισέλθει ξανά, καθώς αλλάζει εντελώς η βασική υποδοµή
Από το 2000, που καταργήθηκε το µονοπώλιο του ΟΤΕ, επιχειρεί η ∆ΕΗ να µπει στις τηλεπικοινωνίες.
Η πρώτη προσπάθεια χρονολογείται πριν από 23 χρόνια µε την ίδρυση της ∆ΕΗ Τηλεπικοινωνίες Α.Ε. Η εταιρεία που συστάθηκε τον Οκτώβριο του 2000, στην απελευθερωµένη αγορά τηλεπικοινωνιών, στόχο είχε την αγορά της τηλεφωνίας. Το Internet µέχρι τότε αχνόφεγγε ως βιώσιµη εµπορική δραστηριότητα, ενώ, αντίθετα, κάθε τηλεφώνηµα την εποχή εκείνη, είτε στο εξωτερικό είτε από την Αθήνα στην Αλεξανδρούπολη, κόστιζε χρυσάφι. Η δηµιουργία της πρώτης τηλεπικοινωνιακής ∆ΕΗ δεν ήταν τίποτε διαφορετικό απ’ αυτό που έκαναν τα πρώην ενεργειακά µονοπώλια της Ευρώπης. Μια αντίστοιχη κίνηση είχε υλοποιήσει λίγα χρόνια πριν η ιταλική Enel, η οποία δηµιούργησε τη Wind Telecomunicazioni SpA, µε στόχο την αγορά τηλεπικοινωνιών της Ιταλίας.
Η ΔΕΗ δεν άργησε να προσεγγίσει την ιταλική ∆ΕΗ για το θέµα αυτό. Τον Αύγουστο του 2001 υπογράφεται και ανακοινώνεται στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» η συµφωνία στρατηγικής συνεργασίας µεταξύ της ∆ΕΗ Τηλεπικοινωνίες και της Wind Telecomunicazioni SpΑ. Και δεκαοκτώ µήνες αργότερα, οι δύο πλευρές, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας της περιόδου στο Μέγαρο Μελά της Εθνικής Τράπεζας, οριστικοποίησαν τη µεγάλη συµφωνία τους, που δηµιούργησε τότε τη γνωστή Tellas.
Στην Tellas η ∆ΕΗ κατείχε το 50% µείον µία µετοχή και η Wind Telecomunicazioni κατείχε το 50% συν µία µετοχή. Η εταιρεία, έχοντας τις πλάτες δύο µεγάλων µετόχων, γρήγορα κατέστη ο Νο 2 παίκτης στις τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα. Ωστόσο, τόσο η Tellas όσο και οι άλλοι παίκτες στην αγορά χρησιµοποιούσαν τις γραµµές του ΟΤΕ για να πωλούν τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες. Μη έχοντας ιδιόκτητα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, βασίζονταν στη µεταπώληση γραµµών από τον ΟΤΕ, που ήλεγχε το δίκτυο 100%. Η δραστηριότητα αυτή έγινε κοστοβόρα, καθώς απαιτούσε ιδιαίτερα µεγάλες δραστηριότητες marketing, µε πενιχρά αποτελέσµατα.
Οι εταιρείες εναλλακτικοί πάροχοι του ΟΤΕ ξόδευαν πολλά χρήµατα σε διαφηµίσεις για να πάρουν πελάτες, αλλά µόλις ερχόταν κάποιος άλλος που είχε χαµηλότερη τιµολόγηση, οι πελάτες τους µεταπηδούσαν στον επόµενο φθηνότερο. Η ∆ΕΗ δεν άργησε ν’ αναγνωρίσει τη δυσκολία αυτή. Το 2007 πήρε τη σοφή απόφαση να αποεπενδύσει από την Tellas. Το ίδιο είχε κάνει προηγουµένως και η Enel, η οποία το 2006 πούλησε τη Wind Telecomunicazioni στη Weather Investments. Την ευκαιρία για αποεπένδυση της ∆ΕΗ από τις τηλεπικοινωνίες έδωσε ο Αιγύπτιος επιχειρηµατίας Naguib Sawiris. Ο τελευταίος, σε ένα «κρεσέντο» εξαγορών τηλεπικοινωνιακών επιχειρήσεων, εκτός από τη Wind Iταλίας (και εποµένως του 50% συν µία µετοχή της Tellas), αγόρασε και την TIM Hellas στην Ελλάδα, την οποία επίσης µετονόµασε σε Wind Hellas.
Μετά το 2008 η ΔΕΗ έµεινε εκτός τηλεπικοινωνιακής αγοράς, εστιαζόµενη σε θέµατα ενέργειας. Η εταιρεία διήλθε από διάφορες εποχές και καταστάσεις και, σε αντίθεση µε τον ΟΤΕ, το ενεργειακό της µονοπώλιο άργησε ν’ ανοίξει. Στη λιανική δε αγορά, η εταιρεία µέχρι και το 2010 ήλεγχε το 95% -αν όχι το 100%- των µετρητών ενέργειας σε σπίτια και επιχειρήσεις. Μάλιστα το 2018 η εταιρεία βρέθηκε στην κόψη της χρεοκοπίας, µε ζηµίες άνω του 1 δισ. ευρώ και υπέρογκα χρέη. Από το 2019 ξεκίνησε το νοικοκύρεµα της εταιρείας και λίγα χρόνια µετά άρχισε την επέκτασή της σε νέες αγορές, τόσο τοµεακές όσο και γεωγραφικές. Γεωγραφικά είδαµε την επέκταση στη Ρουµανία, ενώ τοµεακά επεκτάθηκε στις τηλεπικοινωνίες και πρόσφατα στο λιανικό εµπόριο, µέσω της εξαγοράς της Κωτσόβολος.
Το δίκτυο αυτό, όπως π.χ. οι κολόνες και οι αγωγοί απ’ όπου περνούν τα ενεργειακά καλώδια, µπορούν να φιλοξενήσουν και οπτικές ίνες. Και αυτό δεν είναι πρωτοτυπία της ∆ΕΗ. Πρώτα το έκαναν οι Ιταλοί της Enel και µάλιστα αρκετά πετυχηµένα. Το σχέδιο τέθηκε σε εφαρµογή από πέρυσι που ξεκίνησε η δηµιουργία δικτύου οπτικών ινών, που φτάνουν σε 440.000 εν δυνάµει πελάτες σε 10 δήµους της Αττικής. Το δίκτυο αυτό έχει προγραµµατιστεί να επεκταθεί σε επιπλέον 1.000.000 νοικοκυριά και σε δήµους εντός και εκτός Αττικής.
Συνολικά η ∆ΕΗ έχει προγραµµατίσει επενδύσεις ύψους 1,3 δισ. ευρώ σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα οπτικών ινών σε όλη τη χώρα, δίνοντας έµφαση βεβαίως στα αστικά κέντρα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η ∆ΕΗ δεν θα µείνει µόνο εδώ, αλλά θα επενδύσει περαιτέρω στις τηλεπικοινωνίες. Είναι κάτι που µένει να φανεί συν τω χρόνω.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
Η πρώτη προσπάθεια χρονολογείται πριν από 23 χρόνια µε την ίδρυση της ∆ΕΗ Τηλεπικοινωνίες Α.Ε. Η εταιρεία που συστάθηκε τον Οκτώβριο του 2000, στην απελευθερωµένη αγορά τηλεπικοινωνιών, στόχο είχε την αγορά της τηλεφωνίας. Το Internet µέχρι τότε αχνόφεγγε ως βιώσιµη εµπορική δραστηριότητα, ενώ, αντίθετα, κάθε τηλεφώνηµα την εποχή εκείνη, είτε στο εξωτερικό είτε από την Αθήνα στην Αλεξανδρούπολη, κόστιζε χρυσάφι. Η δηµιουργία της πρώτης τηλεπικοινωνιακής ∆ΕΗ δεν ήταν τίποτε διαφορετικό απ’ αυτό που έκαναν τα πρώην ενεργειακά µονοπώλια της Ευρώπης. Μια αντίστοιχη κίνηση είχε υλοποιήσει λίγα χρόνια πριν η ιταλική Enel, η οποία δηµιούργησε τη Wind Telecomunicazioni SpA, µε στόχο την αγορά τηλεπικοινωνιών της Ιταλίας.
Η ΔΕΗ δεν άργησε να προσεγγίσει την ιταλική ∆ΕΗ για το θέµα αυτό. Τον Αύγουστο του 2001 υπογράφεται και ανακοινώνεται στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» η συµφωνία στρατηγικής συνεργασίας µεταξύ της ∆ΕΗ Τηλεπικοινωνίες και της Wind Telecomunicazioni SpΑ. Και δεκαοκτώ µήνες αργότερα, οι δύο πλευρές, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας της περιόδου στο Μέγαρο Μελά της Εθνικής Τράπεζας, οριστικοποίησαν τη µεγάλη συµφωνία τους, που δηµιούργησε τότε τη γνωστή Tellas.
Στην Tellas η ∆ΕΗ κατείχε το 50% µείον µία µετοχή και η Wind Telecomunicazioni κατείχε το 50% συν µία µετοχή. Η εταιρεία, έχοντας τις πλάτες δύο µεγάλων µετόχων, γρήγορα κατέστη ο Νο 2 παίκτης στις τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα. Ωστόσο, τόσο η Tellas όσο και οι άλλοι παίκτες στην αγορά χρησιµοποιούσαν τις γραµµές του ΟΤΕ για να πωλούν τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες. Μη έχοντας ιδιόκτητα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, βασίζονταν στη µεταπώληση γραµµών από τον ΟΤΕ, που ήλεγχε το δίκτυο 100%. Η δραστηριότητα αυτή έγινε κοστοβόρα, καθώς απαιτούσε ιδιαίτερα µεγάλες δραστηριότητες marketing, µε πενιχρά αποτελέσµατα.
Οι εταιρείες εναλλακτικοί πάροχοι του ΟΤΕ ξόδευαν πολλά χρήµατα σε διαφηµίσεις για να πάρουν πελάτες, αλλά µόλις ερχόταν κάποιος άλλος που είχε χαµηλότερη τιµολόγηση, οι πελάτες τους µεταπηδούσαν στον επόµενο φθηνότερο. Η ∆ΕΗ δεν άργησε ν’ αναγνωρίσει τη δυσκολία αυτή. Το 2007 πήρε τη σοφή απόφαση να αποεπενδύσει από την Tellas. Το ίδιο είχε κάνει προηγουµένως και η Enel, η οποία το 2006 πούλησε τη Wind Telecomunicazioni στη Weather Investments. Την ευκαιρία για αποεπένδυση της ∆ΕΗ από τις τηλεπικοινωνίες έδωσε ο Αιγύπτιος επιχειρηµατίας Naguib Sawiris. Ο τελευταίος, σε ένα «κρεσέντο» εξαγορών τηλεπικοινωνιακών επιχειρήσεων, εκτός από τη Wind Iταλίας (και εποµένως του 50% συν µία µετοχή της Tellas), αγόρασε και την TIM Hellas στην Ελλάδα, την οποία επίσης µετονόµασε σε Wind Hellas.
Ευκαιρία
Η ευκαιρία ήταν µοναδική για τη ∆ΕΗ. Η κρίση του 2008 δεν είχε ξεκινήσει και η πώληση του 50% (µείον µία µετοχή) της Tellas από τη ∆ΕΗ έγινε µε τίµηµα 175 εκατ. ευρώ τον Οκτώβριο του 2007. Δεν είναι γνωστό αν η ∆ΕΗ, µε τα χρήµατα που πήρε, έβγαλε τις επενδύσεις που είχε πραγµατοποιήσει τα προηγούµενα οκτώ χρόνια, αλλά σίγουρα βγήκε «όρθια» από αυτήν την πρώιµη είσοδό της στην τηλεπικοινωνιακή αγορά. Αντίθετα, ανταγωνιστές της Τellas λίγα χρόνια αργότερα πουλήθηκαν για πολύ λιγότερα ή/ και χρεοκόπησαν.Μετά το 2008 η ΔΕΗ έµεινε εκτός τηλεπικοινωνιακής αγοράς, εστιαζόµενη σε θέµατα ενέργειας. Η εταιρεία διήλθε από διάφορες εποχές και καταστάσεις και, σε αντίθεση µε τον ΟΤΕ, το ενεργειακό της µονοπώλιο άργησε ν’ ανοίξει. Στη λιανική δε αγορά, η εταιρεία µέχρι και το 2010 ήλεγχε το 95% -αν όχι το 100%- των µετρητών ενέργειας σε σπίτια και επιχειρήσεις. Μάλιστα το 2018 η εταιρεία βρέθηκε στην κόψη της χρεοκοπίας, µε ζηµίες άνω του 1 δισ. ευρώ και υπέρογκα χρέη. Από το 2019 ξεκίνησε το νοικοκύρεµα της εταιρείας και λίγα χρόνια µετά άρχισε την επέκτασή της σε νέες αγορές, τόσο τοµεακές όσο και γεωγραφικές. Γεωγραφικά είδαµε την επέκταση στη Ρουµανία, ενώ τοµεακά επεκτάθηκε στις τηλεπικοινωνίες και πρόσφατα στο λιανικό εµπόριο, µέσω της εξαγοράς της Κωτσόβολος.
Νέα υποδοµή
Στις τηλεπικοινωνίες η εταιρεία επιχειρεί, υπό τη διοίκηση του Γ. Στάσση, να εισέλθει ξανά, καθώς αλλάζει εντελώς η βασική υποδοµή. Τα δίκτυα χαλκού στις τηλεπικοινωνίες ξηλώνονται και πλέον τοποθετούνται οπτικές ίνες. Η µετάβαση αυτή ήδη έχει ξεκινήσει και η ∆ΕΗ θεωρεί ότι έχει πλεονέκτηµα σε σχέση µε τους ανταγωνιστές της, καθώς διαθέτει δίκτυο (ενεργειακό) που φτάνει στα σπίτια και τις επιχειρήσεις.Το δίκτυο αυτό, όπως π.χ. οι κολόνες και οι αγωγοί απ’ όπου περνούν τα ενεργειακά καλώδια, µπορούν να φιλοξενήσουν και οπτικές ίνες. Και αυτό δεν είναι πρωτοτυπία της ∆ΕΗ. Πρώτα το έκαναν οι Ιταλοί της Enel και µάλιστα αρκετά πετυχηµένα. Το σχέδιο τέθηκε σε εφαρµογή από πέρυσι που ξεκίνησε η δηµιουργία δικτύου οπτικών ινών, που φτάνουν σε 440.000 εν δυνάµει πελάτες σε 10 δήµους της Αττικής. Το δίκτυο αυτό έχει προγραµµατιστεί να επεκταθεί σε επιπλέον 1.000.000 νοικοκυριά και σε δήµους εντός και εκτός Αττικής.
Συνολικά η ∆ΕΗ έχει προγραµµατίσει επενδύσεις ύψους 1,3 δισ. ευρώ σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα οπτικών ινών σε όλη τη χώρα, δίνοντας έµφαση βεβαίως στα αστικά κέντρα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η ∆ΕΗ δεν θα µείνει µόνο εδώ, αλλά θα επενδύσει περαιτέρω στις τηλεπικοινωνίες. Είναι κάτι που µένει να φανεί συν τω χρόνω.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής