Μένουν στο ενοίκιο όλο και περισσότεροι - Σχεδόν διπλάσιοι όσοι δεν έχουν δικό τους σπίτι από το 2005
Οι δυσχέρειες της προηγούμενης 15ετίας στην Ελλάδα έχουν αφήσει σημάδια στην ποιότητα ζωής στο σπίτι
Η ιδιοκατοίκηση υπήρξε διαχρονικά βασικό γνώρισμα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Με ρίζες στην περίοδο της αντιπαροχής, όνειρο του Έλληνα επί δεκαετίες ήταν να βάλει «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του». Κάτι που σε μεγάλο βαθμό κατάφερε μετά τη δεκαετία του ’70. Τα τελευταία 15 χρόνια, όμως, η κρίση -με την εκτόξευση της ανεργίας, τη συρρίκνωση των εισοδημάτων και των χρεών προς τις τράπεζες άλλαξε τα δεδομένα, με αποτέλεσμα το 2022 ιδιόκτητο σπίτι να διαθέτει το 72,8% των Ελλήνων. Ποσοστό όχι πολύ μακρινό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (69,1%), αλλά πολύ μακριά από το απόγειό της στη χώρα μας το 2005, στο 84,6% του πληθυσμού.
Ενδιαφέρον έχουν οι διαφορές που καταγράφονται μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών: Στα περισσότερα κράτη του παλαιού ανατολικού μπλοκ τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης είναι ιδιαίτερα υψηλά, με το υψηλότερο στη Ρουμανία (94,8%), ενώ Σλοβακία, Κροατία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Πολωνία και Βουλγαρία έχουν από 85% και πάνω. Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις τρεις χώρες του πυρήνα της Γηραιάς Ηπείρου: Ελβετία (42,3%), Γερμανία (46,7%) και Αυστρία (51,4%). Απότοκο της περιόδου της αντιπαροχής είναι και το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό κατοικίας σε διαμέρισμα στα μεγάλα αστικά κέντρα (85,2% - δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ μετά την Αυστρία). Μάλιστα, η μόδα της αντιπαροχής διαδόθηκε και στην υπόλοιπη χώρα, με αποτέλεσμα στις πόλεις της περιφέρειας το ποσοστό κατοίκησης σε διαμερίσματα να είναι το υψηλότερο στην ΕΕ (66,2%).
Οι δυσχέρειες της προηγούμενης 15ετίας στην Ελλάδα έχουν αφήσει σημάδια στην ποιότητα ζωής στο σπίτι. Το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να θερμάνουν επαρκώς την κατοικία τους έφτασε το 18,7% - το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ με πρώτη τη Βουλγαρία με 22,5% και χαμηλότερο ποσοστό στη Φινλανδία με 1,4%. Η επιδείνωση των συνθηκών καταγράφεται και στο άνοιγμα της ψαλίδας με τον κοινοτικό μέσο όρο ως προς τα νοικοκυριά που ζουν σε κατοικίες χωρίς επαρκή χώρο: ενώ το 2010 το ποσοστό στην Ελλάδα υπερέβαινε 6,4 μονάδες τον μέσο όρο της ΕΕ, το 2022 τον ξεπερνούσε 11,2 μονάδες. Εξίσου σημαντικό είναι το σημάδι που άφησε η προηγούμενη 15ετία στις τιμές. Ενώ στην Ευρώπη οι τιμές των κατοικιών, από το 2010 μέχρι το 2022, αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 48,1%, στην Ελλάδα αυξήθηκαν μόλις 13,8%. Ως αποτέλεσμα, ενώ το 2010 οι τιμές στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν στο 91,6% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το 2022 ήταν μόλις στο 70,4%. Γεγονός που εξηγεί το ενδιαφέρον των υπόλοιπων Ευρωπαίων για αγορά ακινήτου στην Ελλάδα.
Απόκλιση καταγράφεται και στην πορεία των ενοικίων, καθώς κατά μέσο όρο στην ΕΕ αυξήθηκαν σταθερά μετά το 2010, ενώ στην Ελλάδα υποχώρησαν μέχρι το 2018 και ανέκαμψαν στη συνέχεια. Το 2022 στην ΕΕ ήταν κατά μέσο όρο υψηλότερα 10% ενώ στην Ελλάδα χαμηλότερο 6,5%. Οι χαμηλότερες τιμές στην Ελλάδα ενδεχομένως συνδέονται με το χαμηλότερο κόστος κατασκευής, το οποίο κατά μέσο όρο στην ΕΕ ήταν το 2022 υψηλότερο κατά 32,1% από το 2015, έναντι μόλις 7,1% στην Ελλάδα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το 2010 το κόστος στην Ελλάδα ήταν υψηλότερο του κοινοτικού μέσου όρου κατά σχεδόν 15%, ενώ σήμερα είναι χαμηλότερο κατά σχεδόν 20%.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Με ρίζες στην περίοδο της αντιπαροχής, όνειρο του Έλληνα επί δεκαετίες ήταν να βάλει «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του». Κάτι που σε μεγάλο βαθμό κατάφερε μετά τη δεκαετία του ’70. Τα τελευταία 15 χρόνια, όμως, η κρίση -με την εκτόξευση της ανεργίας, τη συρρίκνωση των εισοδημάτων και των χρεών προς τις τράπεζες άλλαξε τα δεδομένα, με αποτέλεσμα το 2022 ιδιόκτητο σπίτι να διαθέτει το 72,8% των Ελλήνων. Ποσοστό όχι πολύ μακρινό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (69,1%), αλλά πολύ μακριά από το απόγειό της στη χώρα μας το 2005, στο 84,6% του πληθυσμού.
Ενδιαφέρον έχουν οι διαφορές που καταγράφονται μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών: Στα περισσότερα κράτη του παλαιού ανατολικού μπλοκ τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης είναι ιδιαίτερα υψηλά, με το υψηλότερο στη Ρουμανία (94,8%), ενώ Σλοβακία, Κροατία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Πολωνία και Βουλγαρία έχουν από 85% και πάνω. Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις τρεις χώρες του πυρήνα της Γηραιάς Ηπείρου: Ελβετία (42,3%), Γερμανία (46,7%) και Αυστρία (51,4%). Απότοκο της περιόδου της αντιπαροχής είναι και το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό κατοικίας σε διαμέρισμα στα μεγάλα αστικά κέντρα (85,2% - δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ μετά την Αυστρία). Μάλιστα, η μόδα της αντιπαροχής διαδόθηκε και στην υπόλοιπη χώρα, με αποτέλεσμα στις πόλεις της περιφέρειας το ποσοστό κατοίκησης σε διαμερίσματα να είναι το υψηλότερο στην ΕΕ (66,2%).
Ποιότητα κατοικίας
Αν και τα διαμερίσματα συνήθως δεν είναι ιδιαίτερα ευρύχωρα, το μέσο μέγεθος του νοικοκυριού στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερου του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,6 έναντι 2,3 ατόμων) - πιθανόν επειδή είναι ακόμα συχνό το να κατοικούν με την οικογένεια και κάποια από τα γηραιότερα μέλη (παππούς, γιαγιά) και, πιο συχνά, τα ενήλικα τέκνα. Πρώτα σε μέγεθος είναι τα νοικοκυριά στη Σλοβακία (3,1 άτομα), ενώ μικρότερα εκείνα στη Φινλανδία (1,9 άτομα).Οι δυσχέρειες της προηγούμενης 15ετίας στην Ελλάδα έχουν αφήσει σημάδια στην ποιότητα ζωής στο σπίτι. Το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να θερμάνουν επαρκώς την κατοικία τους έφτασε το 18,7% - το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ με πρώτη τη Βουλγαρία με 22,5% και χαμηλότερο ποσοστό στη Φινλανδία με 1,4%. Η επιδείνωση των συνθηκών καταγράφεται και στο άνοιγμα της ψαλίδας με τον κοινοτικό μέσο όρο ως προς τα νοικοκυριά που ζουν σε κατοικίες χωρίς επαρκή χώρο: ενώ το 2010 το ποσοστό στην Ελλάδα υπερέβαινε 6,4 μονάδες τον μέσο όρο της ΕΕ, το 2022 τον ξεπερνούσε 11,2 μονάδες. Εξίσου σημαντικό είναι το σημάδι που άφησε η προηγούμενη 15ετία στις τιμές. Ενώ στην Ευρώπη οι τιμές των κατοικιών, από το 2010 μέχρι το 2022, αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 48,1%, στην Ελλάδα αυξήθηκαν μόλις 13,8%. Ως αποτέλεσμα, ενώ το 2010 οι τιμές στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν στο 91,6% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το 2022 ήταν μόλις στο 70,4%. Γεγονός που εξηγεί το ενδιαφέρον των υπόλοιπων Ευρωπαίων για αγορά ακινήτου στην Ελλάδα.
Απόκλιση καταγράφεται και στην πορεία των ενοικίων, καθώς κατά μέσο όρο στην ΕΕ αυξήθηκαν σταθερά μετά το 2010, ενώ στην Ελλάδα υποχώρησαν μέχρι το 2018 και ανέκαμψαν στη συνέχεια. Το 2022 στην ΕΕ ήταν κατά μέσο όρο υψηλότερα 10% ενώ στην Ελλάδα χαμηλότερο 6,5%. Οι χαμηλότερες τιμές στην Ελλάδα ενδεχομένως συνδέονται με το χαμηλότερο κόστος κατασκευής, το οποίο κατά μέσο όρο στην ΕΕ ήταν το 2022 υψηλότερο κατά 32,1% από το 2015, έναντι μόλις 7,1% στην Ελλάδα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το 2010 το κόστος στην Ελλάδα ήταν υψηλότερο του κοινοτικού μέσου όρου κατά σχεδόν 15%, ενώ σήμερα είναι χαμηλότερο κατά σχεδόν 20%.
Aποκλίσεις
Ακόμα κι έτσι, όμως, το κόστος στέγασης σε σχέση με το εισόδημα στην Ελλάδα είναι με διαφορά το υψηλότερο στην Ευρώπη: Απορροφά το 34,2% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, έναντι κοινοτικού μέσου όρου του 19,6%, με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό να το έχει η Δανία (25,4%) και το χαμηλότερο η Μάλτα (8,8%). Μάλιστα, η απόκλιση από τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι ακόμα μεγαλύτερη για όσους βρίσκουν πραγματικά δυσβάσταχτο το κόστος στέγασης (απορροφά πάνω από 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους): Στην Ελλάδα πρόκειται για το 27,3% των νοικοκυριών στις πόλεις.Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή