"Βαλτωμένα" τα στεγαστικά δάνεια, "οργιάζει" η φοροδιαφυγή - Γιατί αποστρέφονται τον τραπεζικό δανεισμό για να αγοράσουν σπίτι οι πολίτες
Μικρό το ποσοστό αγοράς κατοικιών με τραπεζικό δανεισμό. Η πρακτική αυτή συνδέεται με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η οποία επιτρέπει σε πολύ χρήμα να μένει εκτός τραπεζικού συστήματος.
Παράδοξα βαλτωμένη παραμένει η αγορά της στεγαστικής πίστης, με τις εκτιμήσεις και για το 2024 να είναι πολύ συγκρατημένα αισιόδοξες για τη ζήτηση νέων στεγαστικών δανείων.
Οπως επισημαίνουν στο «ΜoneyPro» στελέχη του κλάδου της στεγαστικής πίστης, παρά την εκρηκτική άνοδο των τιμών των ακινήτων και, πολύ περισσότερο, των ενοικίων, παραμένει εντυπωσιακά μικρό το ποσοστό όσων στρέφονται σε τραπεζικό δανεισμό για την αγορά στέγης. Ειδικά, μάλιστα, τη στιγμή που τα επιτόκια των στεγαστικών είναι ελκυστικά και θεαματικά χαμηλότερα από τα επίπεδα στα οποία λογικά θα βρίσκονταν ακολουθώντας τις μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων στις οποίες έχει προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο λόγος γίνεται για τα σταθερά επιτόκια, αφού αυτά πλέον αποτελούν το 90% και άνω των νέων συμβάσεων στεγαστικών δανείων μετά την έναρξη των αυξήσεων επιτοκίων από την ΕΚΤ. Προφανώς οι τράπεζες παρέχουν και κυμαινόμενα επιτόκια, αλλά με το Euribor τριμήνου, ως βάση, να έχει φτάσει στο 4% και με επιπλέον περιθώριο επιτοκίου (spread) 2 μονάδων, δηλαδή τελικό επιτόκιο 6%, τα κυμαινόμενα επιτόκια δεν συμφέρουν. Αντιθέτως, τα σταθερά που προσφέρουν οι τράπεζες κινούνται από 3% στην τριετία μέχρι 4,5% στην τριακονταετία (σ.σ.: τελικό κόστος, γιατί δεν επιβαρύνονται με επιπλέον spread), σε χαμηλότερα επίπεδα, μάλιστα, από αυτά του Σε πτεμβρίου του 2019.
Σημειώνεται ότι η άνοδος των επιτοκίων επηρεάζει έμμεσα και τα σταθερά επιτόκια, αν και η μεγάλη και άμεση επίπτωσή της είναι στα κυμαινόμενα, στα οποία το κόστος έχει εξακοντιστεί χονδρικά από το 2% στο 6%. Αυτό καθιστά αποτρεπτική τη λήψη νέων δανείων σε κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ, για να περιορίσουν την αύξηση του κόστους για τους δανειολήπτες υφιστάμενων στεγαστικών δανείων, οι τράπεζες πάγωσαν για έναν χρόνο (σ.σ.: εκτείνεται πρακτικά μέχρι το τέλος του α’ εξαμήνου του 2024, αλλά σκοπεύουν να δώσουν παράταση) τα επιτόκια βάσης λίγο χαμηλότερα από τα επίπεδα του Euribor τέλους Μαρτίου 2023.
Σε κάθε περίπτωση, δανειολήπτες στεγαστικών που είχαν συναφθεί μέχρι το 2019 με κυμαινόμενο επιτόκιο έσπευσαν φέτος να αποπληρώσουν πρόωρα τα δάνειά τους, για να
απαλλαγούν από το αυξημένο κόστος των μηνιαίων δόσεων. Η τάση αυτή συνεχίζεται, αποτελώντας βασικό λόγο για την αναμενόμενη καθήλωση της στεγαστικής πίστης φέτος στα 1,2 δισ. ευρώ, δηλαδή στα επίπεδα του 2022, όπως αναμένεται.
Οι εκτιμήσεις για το 2024 είναι συγκρατημένες και προβλέπουν αύξηση των στεγαστικών δανείων στα 1,4 δισ. ευρώ. «Ένεση» στη στεγαστική πίστη θα αποτελέσει το πρόγραμμα «Σπίτι μου», στο οποίο αρχίζουν τώρα να γίνονται οι εκταμιεύσεις από τις τράπεζες, χωρίς να αποκλείεται το πρόγραμμα να ανανεωθεί από την κυβέρνηση. Σημειώνεται ότι το 2000-2007, τη χρυσή εποχή για τα στεγαστικά δάνεια, οι εκταμιεύσεις των τραπεζών κινούνταν περί το 1 δισ. ευρώ μηνιαίως.
Όπως αναφέρουν αρμόδια στελέχη τραπεζών, εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι πολύ μικρό ποσοστό (10%-15%) των αγορών κατοικιών γίνεται με τραπεζικό δανεισμό, όταν παλαιότερα αυτό ανερχόταν σε 40%. Η διαπίστωση αυτή συνδέεται από τις τράπεζες με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η οποία επιτρέπει σε πολύ χρήμα να μένει εκτός τραπεζικού συστήματος, ενώ αποτρέπει παράλληλα σημαντική μερίδα υποψήφιων δανειοληπτών να εμφανιστούν στις τράπεζες για να ζητήσουν δάνειο. Σημειώνεται ότι οι τράπεζες δανειοδοτούν αναλόγως των οικονομικών στοιχείων που τους παρουσιάζει ο δανειολήπτης και για ανώτατο ποσό έως το 80% της αξίας του ακινήτου (σ.σ.: το σύνηθες είναι να ζητούν ίδια συμμετοχή του δανειολήπτη 30%-35%).
Δημοσιεύτηκε στη στήλη MoneyPro, στα Παραπολιτικά, στις 16 Δεκεμβρίου
Οπως επισημαίνουν στο «ΜoneyPro» στελέχη του κλάδου της στεγαστικής πίστης, παρά την εκρηκτική άνοδο των τιμών των ακινήτων και, πολύ περισσότερο, των ενοικίων, παραμένει εντυπωσιακά μικρό το ποσοστό όσων στρέφονται σε τραπεζικό δανεισμό για την αγορά στέγης. Ειδικά, μάλιστα, τη στιγμή που τα επιτόκια των στεγαστικών είναι ελκυστικά και θεαματικά χαμηλότερα από τα επίπεδα στα οποία λογικά θα βρίσκονταν ακολουθώντας τις μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων στις οποίες έχει προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο λόγος γίνεται για τα σταθερά επιτόκια, αφού αυτά πλέον αποτελούν το 90% και άνω των νέων συμβάσεων στεγαστικών δανείων μετά την έναρξη των αυξήσεων επιτοκίων από την ΕΚΤ. Προφανώς οι τράπεζες παρέχουν και κυμαινόμενα επιτόκια, αλλά με το Euribor τριμήνου, ως βάση, να έχει φτάσει στο 4% και με επιπλέον περιθώριο επιτοκίου (spread) 2 μονάδων, δηλαδή τελικό επιτόκιο 6%, τα κυμαινόμενα επιτόκια δεν συμφέρουν. Αντιθέτως, τα σταθερά που προσφέρουν οι τράπεζες κινούνται από 3% στην τριετία μέχρι 4,5% στην τριακονταετία (σ.σ.: τελικό κόστος, γιατί δεν επιβαρύνονται με επιπλέον spread), σε χαμηλότερα επίπεδα, μάλιστα, από αυτά του Σε πτεμβρίου του 2019.
Σημειώνεται ότι η άνοδος των επιτοκίων επηρεάζει έμμεσα και τα σταθερά επιτόκια, αν και η μεγάλη και άμεση επίπτωσή της είναι στα κυμαινόμενα, στα οποία το κόστος έχει εξακοντιστεί χονδρικά από το 2% στο 6%. Αυτό καθιστά αποτρεπτική τη λήψη νέων δανείων σε κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ, για να περιορίσουν την αύξηση του κόστους για τους δανειολήπτες υφιστάμενων στεγαστικών δανείων, οι τράπεζες πάγωσαν για έναν χρόνο (σ.σ.: εκτείνεται πρακτικά μέχρι το τέλος του α’ εξαμήνου του 2024, αλλά σκοπεύουν να δώσουν παράταση) τα επιτόκια βάσης λίγο χαμηλότερα από τα επίπεδα του Euribor τέλους Μαρτίου 2023.
Σε κάθε περίπτωση, δανειολήπτες στεγαστικών που είχαν συναφθεί μέχρι το 2019 με κυμαινόμενο επιτόκιο έσπευσαν φέτος να αποπληρώσουν πρόωρα τα δάνειά τους, για να
απαλλαγούν από το αυξημένο κόστος των μηνιαίων δόσεων. Η τάση αυτή συνεχίζεται, αποτελώντας βασικό λόγο για την αναμενόμενη καθήλωση της στεγαστικής πίστης φέτος στα 1,2 δισ. ευρώ, δηλαδή στα επίπεδα του 2022, όπως αναμένεται.
"Ένεση" για τα στεγαστικά δάνεια το "Σπίτι μου" - Οι πολίτες δεν καταφεύγουν στις τράπεζες για χρηματοδότηση, αποφεύγοντας τα δάνεια
Οι εκτιμήσεις για το 2024 είναι συγκρατημένες και προβλέπουν αύξηση των στεγαστικών δανείων στα 1,4 δισ. ευρώ. «Ένεση» στη στεγαστική πίστη θα αποτελέσει το πρόγραμμα «Σπίτι μου», στο οποίο αρχίζουν τώρα να γίνονται οι εκταμιεύσεις από τις τράπεζες, χωρίς να αποκλείεται το πρόγραμμα να ανανεωθεί από την κυβέρνηση. Σημειώνεται ότι το 2000-2007, τη χρυσή εποχή για τα στεγαστικά δάνεια, οι εκταμιεύσεις των τραπεζών κινούνταν περί το 1 δισ. ευρώ μηνιαίως.
Όπως αναφέρουν αρμόδια στελέχη τραπεζών, εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι πολύ μικρό ποσοστό (10%-15%) των αγορών κατοικιών γίνεται με τραπεζικό δανεισμό, όταν παλαιότερα αυτό ανερχόταν σε 40%. Η διαπίστωση αυτή συνδέεται από τις τράπεζες με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η οποία επιτρέπει σε πολύ χρήμα να μένει εκτός τραπεζικού συστήματος, ενώ αποτρέπει παράλληλα σημαντική μερίδα υποψήφιων δανειοληπτών να εμφανιστούν στις τράπεζες για να ζητήσουν δάνειο. Σημειώνεται ότι οι τράπεζες δανειοδοτούν αναλόγως των οικονομικών στοιχείων που τους παρουσιάζει ο δανειολήπτης και για ανώτατο ποσό έως το 80% της αξίας του ακινήτου (σ.σ.: το σύνηθες είναι να ζητούν ίδια συμμετοχή του δανειολήπτη 30%-35%).
Δημοσιεύτηκε στη στήλη MoneyPro, στα Παραπολιτικά, στις 16 Δεκεμβρίου