Σε αυξήσεις των χρεώσεων προχωρούν οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι. Λίγους μήνες μετά την απαγόρευση της κυβέρνησης στην εφαρμογή τιμαριθμικών αναπροσαρμογών στα συμβόλαια, οι πάροχοι προχωρούν σε άμεσες αυξήσεις των τιμολογίων στα συμβόλαια κινητών και σταθερών επικοινωνιών.

Ειδικότερα, το τελευταίο διάστημα, για τα συμβόλαια που λήγουν οι πάροχοι προτείνουν αυξημένα τιμολόγια στους πελάτες τους. Το επιχείρημα σε αυτή την περίπτωση είναι του τύπου: 12 ή 18 ή 24 μήνες μετά (που είναι και το πιο σύνηθες), η προσφορά που σας έκανε η εταιρεία έληξε και σας προτείνει να συνεχίσετε στο ίδιο πακέτο, αλλά με μια αύξηση, π.χ., 7 ευρώ σε ένα πακέτο που προσφερόταν στα 27 ευρώ. Αναφερόμαστε σε αυξήσεις της τάξης του 20% σε σχέση με την προηγούμενη χρέωση.

Η πρόταση αυτή του παρόχου αφορά κυρίως τους πελάτες που στο παρελθόν είχαν αποκτήσει μια σύνδεση συμβολαίου με έκπτωση από τον ονομαστικό κατάλογο. Κι επειδή όλοι, λίγοπολύ, οι καταναλωτές με συμβόλαιο είτε κινητής είτε σταθερής απέκτησαν κινητό μέσω προσφοράς, οι αυξήσεις τούς αφορούν όλους.

*Διαβάστε εδώ: Ρεκόρ όλων των εποχών στην επιβατική κίνηση για το σύνολο των αεροδρομίων της χώρας

Πρέπει να επισημανθεί ότι ο πάροχος νομιμοποιείται να ζητήσει τις αυξήσεις, δεδομένου ότι ο καταναλωτής είναι πλέον εκτός συμβολαίου. Μάλιστα, ορισμένοι πάροχοι καλούν τους καταναλωτές 3 ή και 5 μήνες πριν από τη λήξη του συμβολαίου τους, επισημαίνοντάς τους ότι υπάρχει μια ειδική προσφορά για τον πελάτη, με αύξηση της χρέωσης, π.χ., 20%.

Συστήνουν, δε, να την επιλέξουν άμεσα, καθώς αυτή η προσφορά δεν θα υπάρχει για πολύ ακόμη.


Μεταφορά σε δίκτυο άλλου παρόχου

Ο καταναλωτής, ανεξαρτήτως αν έλαβε υπηρεσίες με έκπτωση ή όχι από τον τιμοκατάλογο, δεν είναι υποχρεωμένος να υποστεί την προτεινόμενη αύξηση. Μπορεί να ζητήσει -αζημίως για τον ίδιο, εφόσον το συμβόλαιό του έχει λήξει- τη μεταφορά του σε δίκτυο άλλου παρόχου.

Ο πάροχος, φυσικά, ποντάρει στο γεγονός της «αδράνειας» του καταναλωτή. Αν ο τελευταίος κάνει την κίνηση να ζητήσει αλλαγή παρόχου, τότε είναι πολύ πιθανόν να επανέλθει στην αρχική προσφορά που ίσχυε τους τελευταίους 12 ή 18 ή 24 μήνες.

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι πάροχοι επιδιώκουν την αύξηση των χρεώσεών τους. Η επιβολή της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των τιμολογίων τους το περασμένο καλοκαίρι ήταν η πρώτη προσπάθεια. Ωστόσο, δεν πέρασε, καθώς η κυβέρνηση είχε ζητήσει από τους παρόχους να χαμηλώσουν τις χρεώσεις.

Η Ελλάδα είχε βγάλει «κακό όνομα» διεθνώς σχετικά με το κόστος των τηλεπικοινωνιών, το οποίο ήταν από τα υψηλότερα παγκοσμίως, σε αντίθεση με την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, η οποία ήταν -και παραμένει- πολύ χαμηλή. Το να δοθεί η δυνατότητα για τιμαριθμικές αναπροσαρμογές θα ήταν σαν να σταματούσε η κυβερνητική «πίεση» για μείωση των χρεώσεων στις παρεχόμενες υπηρεσίες και αναβάθμιση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων της χώρας.

Τα τελευταία, ομολογουμένως, με βάση και τις μετρήσεις διεθνών οργανισμών (Ε.Ε., ΟΟΣΑ, Ookla κ.λπ.) μας κατατάσσουν στην 27η θέση στην Ευρώπη και πέριξ της 100ής θέσης παγκοσμίως. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε ήδη η κυβέρνηση, προσφέροντας συνειδητά το 2020 ολόκληρο το φάσμα συχνοτήτων για την κινητή τηλεφωνία 5ης γενιάς, σε μια μάλλον χαμηλή τιμή. Τα 370 εκατ. ευρώ που έδωσαν οι επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών για το σύνολο του φάσματος συχνοτήτων 5G ήταν ένα από τα χαμηλότερα τιμήματα στην Ευρώπη και βασικό στόχο είχε τη μείωση του κόστους ανάπτυξης δικτύων νέας γενιάς στην κινητή τηλεφωνία. Για παράδειγμα, στην Πορτογαλία, περίπου οι ίδιες συχνότητες διατέθηκαν προς 570 εκατ. ευρώ. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία δύο χρόνια υπήρξαν σημαντικές ανατιμήσεις τόσο στην ενέργεια όσο και στα υλικά, αλλά και στις αποζημιώσεις του προσωπικού.

Το κόστος των τηλεπικοινωνιών όντως αποκλιμακώθηκε τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, εντούτοις φέρεται να παραμένει ακόμη υψηλό - τουλάχιστον στην ονομαστική του τιμή.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Eurostat, οι τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον 50% ακριβότερες σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ο δείκτης επιπέδου τιμών (Price Level Index) στις επικοινωνίες ανέρχεται σε 153,5, γεγονός που σημαίνει ότι οι Ελληνες πληρώνουν τουλάχιστον 53,5% παραπάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών. Εντός της Ε.Ε., μόνο στο Βέλγιο πληρώνουν περισσότερο από την Ελλάδα ή, με άλλα λόγια, η χώρα μας είναι η δεύτερη πιο ακριβή στην Ε.Ε., και μάλιστα σε όρους αγοραστικής δύναμης. Σημειώνεται ότι ο συγκεκριμένος δείκτης PLI περιλαμβάνει και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, αλλά η συμβολή τους στη διαμόρφωση του δείκτη είναι σχεδόν αμελητέα. Επομένως, οποιαδήποτε διαφορά αποδίδεται στις τηλεπικοινωνίες.

*Δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Money Pro» της εφημερίδας «Παραπολιτικά» στις 23/12/2023