Αυξήσεις ενοικίων μέχρι 50% μέσα σε μία πενταετία - Η πορεία των τιμών από το 2018 μέχρι σήμερα
Η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης και η περιορισμένη προσφορά κατοικιών συντέλεσαν στην ανοδική πορεία των μισθωτηρίων, με τα δυτικά προάστια να κατέχουν τα πρωτεία
Αυξήσεις που ξεπερνούν ακόμα και το 50% έχουν καταγράψει οι μέσες ζητούμενες τιμές ενοικίασης κατοικιών κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας (δ’ τρίμηνο 2018-2023), εξέλιξη που αποκαλύπτει και το μέγεθος των προκλήσεων που καλείται να διαχειριστεί το κυβερνητικό επιτελείο, προκειμένου να εξασφαλίσει προσιτή στέγη για όλους.
Πρόκειται για μια προσπάθεια η οποία δυσχεραίνεται επιπρόσθετα από τη μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης και τη συνακόλουθη αύξηση του ποσοστού των πολιτών που μένουν στο ενοίκιο, αλλά και από την περιορισμένη προσφορά κατοικιών, ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, και δη στις δημοφιλείς τουριστικά περιοχές. Αυτό οφείλεται στο ότι εκείνο το διάστημα πολλοί ιδιοκτήτες σπεύδουν να αξιοποιήσουν τα ακίνητά τους ως καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σημαντικά και η προσφορά διαμερισμάτων για μακροχρόνια μίσθωση.
Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί πως οι τιμές αυτές είναι ζητούμενες και δεν είναι υποχρεωτικό ότι είναι και οι τελικές στις οποίες συνάπτονται τα μισθωτήρια συμβόλαια. Σε αρκετές περιπτώσεις, γίνονται υποχωρήσεις της τάξεως των 25, 50 ή ακόμα και 100 ευρώ στο αρχικά ζητούμενο ενοίκιο. Παράλληλα, σύμφωνα με φορείς της αγοράς ακινήτων, συστήνεται να μη ζητούνται υπερβολικά υψηλά ενοίκια, διότι αυξάνεται εκθετικά και ο κίνδυνος για ανείσπρακτες οφειλές. Μπορεί δηλαδή ο ιδιοκτήτης να εξασφαλίσει υψηλότερο ενοίκιο για ένα διάστημα, αλλά σύντομα ο ενοικιαστής είτε δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί και θα αρχίσει να συσσωρεύει οφειλές είτε θα βρίσκεται εξαρχής σε αναζήτηση νέας και φθηνότερης στέγης, επιλέγοντας να αποχωρήσει από το ακίνητο μόλις του παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία.
Στον Πειραιά, η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης έχει καταγράψει αύξηση κατά 37,5% από το 2018 μέχρι σήμερα, αγγίζοντας τα 9,6 ευρώ/τ.μ., από περίπου 7 ευρώ/τ.μ. Ωστόσο, μόνο κατά το τελευταίο 12μηνο καταγράφεται αύξηση κατά 17,4%, κάτι που ίσως να μην οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην υψηλότερη ζήτηση, αλλά και στο γεγονός ότι η περιοχή είχε αρχίσει να προσελκύει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια του περασμένου χρόνου, κυρίως λόγω της έλευσης πολλών επενδυτών μέσω του προγράμματος «Χρυσή Βίζα».
Με δεδομένο ότι περίπου 1/3 των ακινήτων στην Αττική είναι κλειστά, τουλάχιστον με βάση όσα δηλώνονται στις Αρχές, θα πρέπει να εφαρμοστούν πολιτικές προκειμένου να επιστρέψουν στην αγορά όσο το δυνατόν περισσότερα ακίνητα, ώστε να αυξηθεί η προσφορά και να συγκρατηθούν οι τιμές των ενοικίων. Ενα από τα προγράμματα που πρόκειται να «τρέξουν» το επόμενο διάστημα είναι το «Ανακαινίζω-Νοικιάζω», το οποίο έχει σχεδιαστεί για να παράσχει κίνητρα σε ιδιοκτήτες προκειμένου να επισκευάσουν το κλειστό τους ακίνητο και στη συνέχεια να το νοικιάσουν υποχρεωτικά σε νέους ηλικίας 25-39 ετών και για ελάχιστη περίοδο τριών ετών. Προϋπόθεση επίσης είναι το ακίνητο να ήταν δηλωμένο ως κλειστό για τουλάχιστον δύο χρόνια.
Ωστόσο, υπάρχουν και «φωνές» στην αγορά που θεωρούν ότι ίσως αυτό δεν αρκεί για να ωθήσει πολλούς ιδιοκτήτες στην επανεκμετάλλευση του ακινήτου τους. Οπως σημειώνουν, ίσως θα έπρεπε να εξεταστούν και άλλες λύσεις, όπως π.χ. εκείνες που εφαρμόζονται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου (π.χ. Καναδάς), όπου έχει επιβληθεί ειδικός φόρος για τα κλειστά διαμερίσματα, ως αντικίνητρο στην πρακτική αυτή.
*Δημοσιεύθηκε στο «MoneyPro» της εφημερίδας «Παραπολιτικά»
Πρόκειται για μια προσπάθεια η οποία δυσχεραίνεται επιπρόσθετα από τη μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης και τη συνακόλουθη αύξηση του ποσοστού των πολιτών που μένουν στο ενοίκιο, αλλά και από την περιορισμένη προσφορά κατοικιών, ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, και δη στις δημοφιλείς τουριστικά περιοχές. Αυτό οφείλεται στο ότι εκείνο το διάστημα πολλοί ιδιοκτήτες σπεύδουν να αξιοποιήσουν τα ακίνητά τους ως καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σημαντικά και η προσφορά διαμερισμάτων για μακροχρόνια μίσθωση.
Περαιτέρω αύξησης των ενοικίων στο κέντρο της Αθήνας και στον Πειραιά
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του δείκτη τιμών Spitogatos Property Index (SPI), που επιμελείται το δίκτυο ηλεκτρονικών αγγελιών spitogatos. gr, κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2023 συνεχίστηκε η έντονα ανοδική πορεία των τιμών ενοικίασης, η οποία μάλιστα φαίνεται πως επιταχύνθηκε κιόλας, λόγω της περαιτέρω αύξησης των ενοικίων στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και στον Πειραιά, κατά 10,66% και 17,4%, αντίστοιχα, σε ετήσια βάση. Ετσι, σήμερα η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης στο κέντρο έχει φτάσει στο δυσθεώρητο επίπεδο των 10 ευρώ/τ.μ., ανακάμπτοντας από τη διόρθωση που ακολούθησε το ξέσπασμα της πανδημίας και είχε οδηγήσει τις τιμές σε μια πορεία έως και 8,8 ευρώ/τ.μ.Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί πως οι τιμές αυτές είναι ζητούμενες και δεν είναι υποχρεωτικό ότι είναι και οι τελικές στις οποίες συνάπτονται τα μισθωτήρια συμβόλαια. Σε αρκετές περιπτώσεις, γίνονται υποχωρήσεις της τάξεως των 25, 50 ή ακόμα και 100 ευρώ στο αρχικά ζητούμενο ενοίκιο. Παράλληλα, σύμφωνα με φορείς της αγοράς ακινήτων, συστήνεται να μη ζητούνται υπερβολικά υψηλά ενοίκια, διότι αυξάνεται εκθετικά και ο κίνδυνος για ανείσπρακτες οφειλές. Μπορεί δηλαδή ο ιδιοκτήτης να εξασφαλίσει υψηλότερο ενοίκιο για ένα διάστημα, αλλά σύντομα ο ενοικιαστής είτε δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί και θα αρχίσει να συσσωρεύει οφειλές είτε θα βρίσκεται εξαρχής σε αναζήτηση νέας και φθηνότερης στέγης, επιλέγοντας να αποχωρήσει από το ακίνητο μόλις του παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία.
Στον Πειραιά, η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης έχει καταγράψει αύξηση κατά 37,5% από το 2018 μέχρι σήμερα, αγγίζοντας τα 9,6 ευρώ/τ.μ., από περίπου 7 ευρώ/τ.μ. Ωστόσο, μόνο κατά το τελευταίο 12μηνο καταγράφεται αύξηση κατά 17,4%, κάτι που ίσως να μην οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην υψηλότερη ζήτηση, αλλά και στο γεγονός ότι η περιοχή είχε αρχίσει να προσελκύει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια του περασμένου χρόνου, κυρίως λόγω της έλευσης πολλών επενδυτών μέσω του προγράμματος «Χρυσή Βίζα».
«Πρωταθλητής» αυξήσεων τα δυτικά προάστια
Ακόμα κι έτσι, ο «πρωταθλητής» των αυξήσεων των ζητούμενων τιμών ενοικίασης είναι τα δυτικά προάστια. Από το 2018 και μέχρι το τέλος του 2023 καταγράφεται αύξηση κατά 52,17%, από τα μόλις 5,3 ευρώ/τ.μ. σε 8,05 ευρώ/τ.μ. Ακόμα κι έτσι βέβαια, η συγκεκριμένη περιοχή εξακολουθεί να συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο «προσιτών» στο Λεκανοπέδιο της Αττικής, ωστόσο είναι προφανές ότι οι τιμές αυτές λειτουργούν ασφυκτικά για πολλά νοικοκυριά. Αν συνεκτιμηθεί και το κύμα της ακρίβειας που έχει πλήξει την αγορά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών, στην πραγματικότητα, και παρά τις διάφορες παροχές και φοροελαφρύνσεις της κυβέρνησης, αλλά και τη σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, η αγοραστική δύναμη των περισσότερων νοικοκυριών έχει υποχωρήσει. Αυτό ισχύει ιδίως για όσα δεν μένουν σε ιδιόκτητο ακίνητο.Με δεδομένο ότι περίπου 1/3 των ακινήτων στην Αττική είναι κλειστά, τουλάχιστον με βάση όσα δηλώνονται στις Αρχές, θα πρέπει να εφαρμοστούν πολιτικές προκειμένου να επιστρέψουν στην αγορά όσο το δυνατόν περισσότερα ακίνητα, ώστε να αυξηθεί η προσφορά και να συγκρατηθούν οι τιμές των ενοικίων. Ενα από τα προγράμματα που πρόκειται να «τρέξουν» το επόμενο διάστημα είναι το «Ανακαινίζω-Νοικιάζω», το οποίο έχει σχεδιαστεί για να παράσχει κίνητρα σε ιδιοκτήτες προκειμένου να επισκευάσουν το κλειστό τους ακίνητο και στη συνέχεια να το νοικιάσουν υποχρεωτικά σε νέους ηλικίας 25-39 ετών και για ελάχιστη περίοδο τριών ετών. Προϋπόθεση επίσης είναι το ακίνητο να ήταν δηλωμένο ως κλειστό για τουλάχιστον δύο χρόνια.
Ωστόσο, υπάρχουν και «φωνές» στην αγορά που θεωρούν ότι ίσως αυτό δεν αρκεί για να ωθήσει πολλούς ιδιοκτήτες στην επανεκμετάλλευση του ακινήτου τους. Οπως σημειώνουν, ίσως θα έπρεπε να εξεταστούν και άλλες λύσεις, όπως π.χ. εκείνες που εφαρμόζονται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου (π.χ. Καναδάς), όπου έχει επιβληθεί ειδικός φόρος για τα κλειστά διαμερίσματα, ως αντικίνητρο στην πρακτική αυτή.
*Δημοσιεύθηκε στο «MoneyPro» της εφημερίδας «Παραπολιτικά»