Οι ανισότητες μαστίζουν τον πλανήτη: Επισφάλεια µισθών και θέσεων εργασίας - Σκληρότερη σε ώρες και ποσότητα η εργασία
Με γεωµετρική πρόοδο
Διπλασιασµό των κερδών τους σηµείωσαν οι πέντε πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσµο - ''Καμπανάκι'' τα στοιχεία της Oxfam
Με την έναρξη του 54oυ Παγκόσµιου Οικονοµικού Φόρουµ (WEF) στο Νταβός της Ελβετίας, στη σκιά της ατζέντας για ζητήµατα όπως ο πόλεµος σε Ισραήλ και Ουκρανία, αλλά και αυτό των επιθέσεων των Χούτι, η οργάνωση Oxfam γνωστοποίησε ενδιαφέροντα οικονοµικά στοιχεία για τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη.
Σε µία επιχείρηση ευαισθητοποίησης για την ολοένα αυξανόµενη κλιµάκωση των ανισοτήτων µεταξύ πλούσιων και φτωχών, διαπιστώνεται πως η συνδυασµένη περιουσία των 5 πλουσιότερων ανδρών του κόσµου έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2020, ενώ πέντε δισεκατοµµύρια άνθρωποι έγιναν φτωχότεροι, δηλαδή το πιο αδύναµο οικονοµικά 60% του κόσµου.
Το ζήτηµα των ανισοτήτων, που επανήλθε δυναµικά στο διεθνές προσκήνιο µετά την πανδηµία, τίθεται ως προβληµατική επ’ αφορµή του Παγκόσµιου Φόρουµ, µε τις πιθανότητες να αυξηθεί το οικονοµικό και κοινωνικό gap στην επόµενη δεκαετία να είναι υψηλότερες από ποτέ. Μάλιστα, η Oxfam προέβη στην πρόβλεψη της µη εξάλειψης της παγκόσµιας φτώχειας για άλλα 229 χρόνια, αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις. Η έκθεση επισηµαίνει την επισφάλεια των µισθών και των θέσεων εργασίας, µε την ταυτόχρονη και σκληρότερη σε ώρες και ποσότητα εργασία τους. Διαπίστωση της εν λόγω αναφοράς είναι ότι οι µέσοι πραγµατικοί µισθοί σχεδόν 800 εκατοµµυρίων εργαζοµένων έχουν µειωθεί σε 52 χώρες, ενώ η ισοδυναµία του συνολικού ποσού που έχασαν τα τελευταία δύο χρόνια αγγίζει τα 1,5 τρισεκατοµµύριο δολάρια, δηλαδή 25 ηµέρες χαµένων µισθών για κάθε εργαζόµενο. Ο δείκτης Gini, που µετράει την ανισότητα, διαπίστωσε επίσης ότι η παγκόσµια ανισότητα εισοδήµατος είναι συγκρίσιµη πλέον µε αυτήν της Νότιας Αφρικής, χώρας µε την υψηλότερη ανισότητα στον κόσµο.
Πρόσφατες µελέτες εκτιµούν πως είναι πολύ πιθανό εντός της επόµενης δεκαετίας να υπάρξει ο πρώτος τρισεκατοµµυριούχος, «χτυπώντας καµπανάκι» και ενισχύοντας έτσι το επιχείρηµα περαιτέρω φτωχοποίησης του µεγαλύτερου µέρους του παγκόσµιου πληθυσµού. Τα δεδοµένα που συγκεντρώθηκαν από την εταιρεία WealthX επισηµαίνουν ότι οι 5 πλουσιότεροι (Μασκ, Αρνό, Μπέζος, Έλισον, Ζούκερµπεργκ) αύξησαν τον πλούτο τους κατά 114% (464 δισ.), µε την ταυτόχρονη µείωση του συνολικού πλούτου των φτωχότερων τάξεων (60%) κατά 0,2% (4,77 δισ.). Ειδικότερα, το πλουσιότερο 1% του κόσµου κατέχει το 59% όλων των παγκόσµιων χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων, µε ενδεικτικό το Ηνωµένο Βασίλειο. Ο «Guardian» επισηµαίνει ότι το πλουσιότερο 1% κατέχει το 36,5% όλων των χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων, µε αξία 1,8 τρισ. στερλινών.
Ταυτόχρονα, η Amazon µηνύθηκε από τις ΗΠΑ ως κατηγορούµενη για κατάχρηση της µονοπωλιακής της εξουσίας, µε σκοπό τη διόγκωση των τιµών και την «προσπάθειά της να καταπνίξει την καινοτοµία για καταναλωτές και επιχειρήσεις». Οµως, ο τροµακτικός αυτός αριθµός δεν αντικατοπτρίζει στο ελάχιστο τη σύγκριση των πέντε µεγαλύτερων εταιρειών του κόσµου, που σωρευτικά αποτιµώνται περισσότερο από το συνδυαστικό ΑΕΠ όλων των οικονοµικών της Αφρικής, της Λατινικής Αµερικής και της Καραϊβικής. Ενδεχοµένως, η ένταση της αύξησης των κερδών να µην είναι ένα νέο φαινόµενο, όµως η µετά COVID περίοδος, που ανέδειξε τα κενά στις λύσεις των µεγάλων κρίσεων, σε συνδυασµό µε την τάση για ελαχιστοποίηση παροχών στο κράτος πρόνοιας, ανέδειξε και το φαινόµενο της τάσης αύξησης των κερδών. Από το 2020 και µετά η αναλογία τιµής προς κόστος αυξήθηκε σε 59% πάνω από το κόστος, ενώ από το 1980 βρισκόταν σε ποσοστό 7%.
Οι µεγάλες εταιρείες είναι οι νικήτριες στη «µάχη» της υπερσυγκέντρωσης πλούτου, καθώς το µερίδιο των µεγάλων πολυεθνικών εταιρειών στα παγκόσµια κέρδη τις τελευταίες δεκαετίες έχει τετραπλασιαστεί. Το 1975, το ποσοστό των κερδών άγγιζε το 4% και έφτασε το 18% το 2019.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή της Κυριακής στις 21/1
Σε µία επιχείρηση ευαισθητοποίησης για την ολοένα αυξανόµενη κλιµάκωση των ανισοτήτων µεταξύ πλούσιων και φτωχών, διαπιστώνεται πως η συνδυασµένη περιουσία των 5 πλουσιότερων ανδρών του κόσµου έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2020, ενώ πέντε δισεκατοµµύρια άνθρωποι έγιναν φτωχότεροι, δηλαδή το πιο αδύναµο οικονοµικά 60% του κόσµου.
Το ζήτηµα των ανισοτήτων, που επανήλθε δυναµικά στο διεθνές προσκήνιο µετά την πανδηµία, τίθεται ως προβληµατική επ’ αφορµή του Παγκόσµιου Φόρουµ, µε τις πιθανότητες να αυξηθεί το οικονοµικό και κοινωνικό gap στην επόµενη δεκαετία να είναι υψηλότερες από ποτέ. Μάλιστα, η Oxfam προέβη στην πρόβλεψη της µη εξάλειψης της παγκόσµιας φτώχειας για άλλα 229 χρόνια, αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις. Η έκθεση επισηµαίνει την επισφάλεια των µισθών και των θέσεων εργασίας, µε την ταυτόχρονη και σκληρότερη σε ώρες και ποσότητα εργασία τους. Διαπίστωση της εν λόγω αναφοράς είναι ότι οι µέσοι πραγµατικοί µισθοί σχεδόν 800 εκατοµµυρίων εργαζοµένων έχουν µειωθεί σε 52 χώρες, ενώ η ισοδυναµία του συνολικού ποσού που έχασαν τα τελευταία δύο χρόνια αγγίζει τα 1,5 τρισεκατοµµύριο δολάρια, δηλαδή 25 ηµέρες χαµένων µισθών για κάθε εργαζόµενο. Ο δείκτης Gini, που µετράει την ανισότητα, διαπίστωσε επίσης ότι η παγκόσµια ανισότητα εισοδήµατος είναι συγκρίσιµη πλέον µε αυτήν της Νότιας Αφρικής, χώρας µε την υψηλότερη ανισότητα στον κόσµο.
Με γεωµετρική πρόοδο
Ταυτόχρονα, ο ρυθµός των κερδών των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη αυξάνεται µε γεωµετρική πρόοδο, καθώς από το 2020 και έπειτα ο πλούτος τους έχει αυξηθεί τρεις φορές γρηγορότερα από τον ρυθµό του πληθωρισµού, ενώ καταγράφεται ακόµη ένα ενδιαφέρον στατιστικό. Σύµφωνα µε την έκθεση «Inequality Inc», ένας δισεκατοµµυριούχος σήµερα είτε διευθύνει είτε αποτελεί τον κύριο µέτοχο σε 7 εκ των 10 µεγαλύτερων εταιρειών του κόσµου.Πρόσφατες µελέτες εκτιµούν πως είναι πολύ πιθανό εντός της επόµενης δεκαετίας να υπάρξει ο πρώτος τρισεκατοµµυριούχος, «χτυπώντας καµπανάκι» και ενισχύοντας έτσι το επιχείρηµα περαιτέρω φτωχοποίησης του µεγαλύτερου µέρους του παγκόσµιου πληθυσµού. Τα δεδοµένα που συγκεντρώθηκαν από την εταιρεία WealthX επισηµαίνουν ότι οι 5 πλουσιότεροι (Μασκ, Αρνό, Μπέζος, Έλισον, Ζούκερµπεργκ) αύξησαν τον πλούτο τους κατά 114% (464 δισ.), µε την ταυτόχρονη µείωση του συνολικού πλούτου των φτωχότερων τάξεων (60%) κατά 0,2% (4,77 δισ.). Ειδικότερα, το πλουσιότερο 1% του κόσµου κατέχει το 59% όλων των παγκόσµιων χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων, µε ενδεικτικό το Ηνωµένο Βασίλειο. Ο «Guardian» επισηµαίνει ότι το πλουσιότερο 1% κατέχει το 36,5% όλων των χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων, µε αξία 1,8 τρισ. στερλινών.
Εταιρείες μεγαλύτερες από χώρες
Η µελέτη επιχειρεί να αναδείξει το ζήτηµα της ανισότητας και µέσω της σύγκρισης εταιρειών - χωρών. Πολλές εξ αυτών είναι µεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες και από κράτη, θέτοντας στο επίκεντρο τη µονοπωλιακή τους δύναµη µε σκοπό την επιρροή (µε θεµιτά και αθέµιτα µέσα) προς αποκόµιση όλο και περισσότερων κερδών. Η Apple αποτιµάται σε 3 τρισ. δολάρια, αριθµός που είναι µεγαλύτερος από το συνολικό ΑΕΠ της Γαλλίας, έβδοµης µεγαλύτερης οικονοµικά χώρας στον κόσµο.Ταυτόχρονα, η Amazon µηνύθηκε από τις ΗΠΑ ως κατηγορούµενη για κατάχρηση της µονοπωλιακής της εξουσίας, µε σκοπό τη διόγκωση των τιµών και την «προσπάθειά της να καταπνίξει την καινοτοµία για καταναλωτές και επιχειρήσεις». Οµως, ο τροµακτικός αυτός αριθµός δεν αντικατοπτρίζει στο ελάχιστο τη σύγκριση των πέντε µεγαλύτερων εταιρειών του κόσµου, που σωρευτικά αποτιµώνται περισσότερο από το συνδυαστικό ΑΕΠ όλων των οικονοµικών της Αφρικής, της Λατινικής Αµερικής και της Καραϊβικής. Ενδεχοµένως, η ένταση της αύξησης των κερδών να µην είναι ένα νέο φαινόµενο, όµως η µετά COVID περίοδος, που ανέδειξε τα κενά στις λύσεις των µεγάλων κρίσεων, σε συνδυασµό µε την τάση για ελαχιστοποίηση παροχών στο κράτος πρόνοιας, ανέδειξε και το φαινόµενο της τάσης αύξησης των κερδών. Από το 2020 και µετά η αναλογία τιµής προς κόστος αυξήθηκε σε 59% πάνω από το κόστος, ενώ από το 1980 βρισκόταν σε ποσοστό 7%.
Οι µεγάλες εταιρείες είναι οι νικήτριες στη «µάχη» της υπερσυγκέντρωσης πλούτου, καθώς το µερίδιο των µεγάλων πολυεθνικών εταιρειών στα παγκόσµια κέρδη τις τελευταίες δεκαετίες έχει τετραπλασιαστεί. Το 1975, το ποσοστό των κερδών άγγιζε το 4% και έφτασε το 18% το 2019.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή της Κυριακής στις 21/1