Σε «σκληρό πόκερ» έχει µετατραπεί η διαπραγµάτευση για τον κατώτατο µισθό, µε τις εργοδοτικές οργανώσεις να κινούνται σε «ευθεία γραµµή» για αύξηση γύρω στο 4%, αλλά ταυτόχρονα να θέτουν µετ’ επιτάσεως στο τραπέζι τη µείωση των ασφαλιστικών εισφορών µέχρι και 2,6 ποσοστιαίες µονάδες, µε την κυβέρνηση να προσανατολίζεται σε αύξηση 45-50 ευρώ τον µήνα.


Κατώτατος μισθός: Οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης και ο ΣΕΒ

Για το θέµα των εισφορών η κυβέρνηση επισήµως έχει δεσµευθεί για νέα, αλλά συγκρατηµένη µείωση κατά µία ποσοστιαία µονάδα σε δύο δόσεις προς το τέλος της θητείας της, από το 2027.

Αντιθέτως, ο ΣΕΒ θεωρεί επιβεβληµένη τη µείωση του µη µισθολογικού κόστους τουλάχιστον κατά 2,6 ποσοστιαίες µονάδες και συνδέει το θέµα αυτό µε οποιαδήποτε αύξηση αποφασιστεί για τον κατώτατο µισθό.

«Πρέπει να είµαστε προσεκτικοί, γιατί οι εισφορές χρηµατοδοτούν άλλες δαπάνες», σηµειώνει ο υφυπουργός Εργασίας, Π. Τσακλόγλου, και τονίζει ότι «περίπου οι µισές συντάξεις καταβάλλονται από τον φορολογούµενο και όχι από τους εργαζόµενους». Ως εκ τούτου, µια περικοπή σε αυτόν τον τοµέα είναι πάρα πολύ δύσκολη.

Προς την κατεύθυνση αυτή ο ΣΕΒ ζητά να συνδεθεί η αύξηση στον κατώτατο µισθό µε τη µείωση των ασφαλιστικών εισφορών, θεωρώντας ότι η µείωση θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 2,6 ποσοστιαίες µονάδες, συν 4% που προτείνει για αύξηση. ∆ηλαδή µιλά για µία έµµεση αύξηση της τάξης του 6,6%. Ενδεικτική είναι η αναφορά του Συνδέσµου στο σχετικό υπόµνηµα προς το υπουργείο Εργασίας, στο οποίο αναφέρει πως «οποιαδήποτε µεταβολή του κατώτατου µισθού πρέπει να συνοδεύεται από µείωση του µη µισθολογικού κόστους της µισθωτής εργασίας τουλάχιστον κατά 2,6% το 2025-2027, ώστε να αρχίσει να προσεγγίζει τον µέσο όρο µεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ».


Η ΓΣΕΒΕΕ

Οι επαγγελµατοβιοτέχνες θεωρούν ότι, πέραν της αύξησης στο ύψος του πληθωρισµού, ο κατώτατος µισθός θα πρέπει να συνοδευθεί µε ενισχυτικά µέτρα κυρίως προς τις µικρές και πολύ µικρές επιχειρήσεις. Τέτοια µέτρα θα µπορούσαν να είναι η µείωση των εισφορών, η πλήρης και χωρίς προϋποθέσεις κατάργηση του τέλους επιτηδεύµατος, η καθιέρωση ακατάσχετου επιχειρηµατικού λογαριασµού και µία νέα γενναία ρύθµιση οφειλών προς το ∆ηµόσιο. Επιπλέον, κατά την άποψη της ΓΣΕΒΕΕ, θα πρέπει να επανεξεταστεί ο νέος τεκµαρτός τρόπος φορολόγησης των ατοµικών επιχειρήσεων, καθώς η σύνδεσή του µε το ύψος του κατώτατου µισθού δηµιουργεί έναν µόνιµο ανασχετικό παράγοντα για περαιτέρω µισθολογικές αυξήσεις.


Η ΕΣΕΕ

Οι έµποροι, πιο «σφιχτοί», τάσσονται υπέρ µιας λελογισµένης αύξησης µε γνώµονα το ύψος του πληθωρισµού του 2023, αλλά λαµβάνοντας υπόψη και τις πραγµατικές δυνατότητες των επιχειρήσεων. Σε αντίθεση µε τις παραπάνω δύο εργοδοτικές οργανώσεις, ζητούν επιδότηση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών και κατάργηση επιβαρύνσεων, όπως του τέλους επιτηδεύµατος και της προκαταβολής φόρων.


Η ΓΣΕΕ

Η πρόταση της ΓΣΕΕ συνδέεται αµιγώς µε την ακρίβεια και το όριο επιβίωσης, που το θέτει στο 60% του διάµεσου µισθού. Αυτό το σενάριο δίνει µία αύξηση της τάξης του 16,4%, προστιθέµενης της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας το 2023 και τον εκτιµώµενο πληθωρισµό. Η πρόταση της κυβέρνησης από την υπουργό Εργασίας, ∆όµνα Μιχαηλίδου, αναµένεται να ανακοινωθεί στο Υπουργικό Συµβούλιο της 22ας Μαρτίου, ώστε να εφαρµοστεί πριν από την έναρξη της θερινής περιόδου, και θα αφορά και τους εργαζόµενους στον τουριστικό κλάδο. Να σηµειωθεί πως πρόκειται για την τέταρτη διαδοχική αύξηση του κατώτατου µισθού στην οποία προχωρά η κυβέρνηση. Από 650 ευρώ το 2019, ο κατώτατος µισθός αυξήθηκε σε 663 ευρώ τον Ιανουάριο του 2022, σε 713 ευρώ τον Μάιο του 2022 και από τον Απρίλιο του 2023 έφτασε τα 780 ευρώ. Επίσης, στο 4% κινείται και η πρόταση της Τραπέζης της Ελλάδος, η οποία στο υπόµνηµά της επισηµαίνει την ανάγκη διατήρησης χαµηλού πληθωρισµού.


Η προηγούµενη τετραετία

Κατά την προηγούµενη τετραετία οι ασφαλιστικές εισφορές µειώθηκαν κατά 4,4 ποσοστιαίες µονάδες, ενώ η κυβέρνηση έχει δεσµευθεί ότι θα τις µειώσει περαιτέρω κατά µία µονάδα στη διάρκεια αυτής της τετραετίας: µισή µονάδα το 2025 και µισή µονάδα το 2027. Το δηµοσιονοµικό κόστος για κάθε µείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά µία ποσοστιαία µονάδα ανέρχεται σε 300 εκατ. ευρώ. Μετά τις -µέχρι σήµερα- µειώσεις κατά 4,4 µονάδες, οι εισφορές έχουν διαµορφωθεί ως εξής: εισφορά ασφαλισµένων 13,87%, εργοδοτών 22,29%, σύνολο 36,16%.

Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή» της Κυριακής