ΕΚΤ: Αμετάβλητα τα επιτόκια για τέταρτη συνεχόμενη φορά
Κομβική συνεδρίαση
Με το βασικό επιτόκιο καταθέσεων αμετάβλητο στο 4%, επιβεβαιώνονται οι αναλυτές που περίμεναν ότι στην παρούσα φάση η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει σε αλλαγή της υφιστάμενης νομισματικής πολιτικής
Στην κομβικής σημασίας συνεδρίαση του ΔΣ της και παρά την πίεση των αγορών, η ΕΚΤ αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια για τέταρτη συνεχή φορά.
Η εν λόγω απόφαση διατηρεί το κόστος δανεισμού στα σημερινά επίπεδα, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να στέλνει στους επενδυτές που προσδοκούσαν έναρξη του αντίστροφου κύκλου σύσφιξης εντός του δεύτερου τριμήνου του 2024.
Με το βασικό επιτόκιο καταθέσεων αμετάβλητο στο 4%, επιβεβαιώνονται οι αναλυτές που περίμεναν ότι στην παρούσα φάση η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει σε αλλαγή της υφιστάμενης νομισματικής πολιτικής, καθώς η μάχη με τον πληθωρισμό συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και οι επόμενες κινήσεις χρειάζονται τη μέγιστη προσοχή, προκειμένου να μην πάει χαμένη η προσπάθεια που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2022 με την πρώτη αύξηση επιτοκίων.
Παρά το γεγονός ότι οι αγορές πίεζαν με τον τρόπο τους την ΕΚΤ να αναλάβει δράση και να μειώσει τα επιτόκια, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έβαλε σε προτεραιότητα τη διασφάλιση ότι θα συνεχιστεί η τροχιά υποχώρησης του πληθωρισμού.
Είναι ενδεικτικό ότι η «Σιδηρά Κυρία» της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έχει δεχθεί έντονη κριτική για τον τρόπο που χειρίζεται τη σχέση της ΕΚΤ με τις αγορές, όμως στη σημερινή συνεδρίαση είχε σύμμαχο τον πρόεδρο της Federal Reserve.
Ο Τζερόμ Πάουελ τόνισε χθες στην ομιλία του στο Κογκρέσο ότι η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της Fed δεν πιστεύει ότι είναι σωστό να μειωθούν τα επιτόκια μέχρι να αποκτήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ως προς την εξασθένηση του πληθωρισμού προς τον στόχο του 2%.
Κάτι ανάλογο αναμένεται να δηλώσει και στη συνέντευξη Τύπου και η πρόεδρος της ΕΚΤ σε λίγη ώρα. Ο μεγάλος κίνδυνος που αναγνωρίζουν ΕΚΤ και Fed στην περίπτωση που μειώσουν πρόωρα τα επιτόκια είναι να χάσουν τη μάχη με τον πληθωρισμό. Στον αντίποδα, αν καθυστερήσουν πολύ τις μειώσεις, κινδυνεύουν να ωθήσουν την οικονομία σε βαθύτερη ύφεση.
Η ΕΚΤ προβλέπει τώρα ότι ο πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο 2,3% το 2024, 2,0% το 2025 και 1,9% το 2026. Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων έχουν επίσης αναθεωρηθεί προς τα κάτω και κατά μέσο όρο 2,6% για το 2024, 2,1% για το 2025 και 2,0% για το 2025 Και τονίζεται ότι «αν και οι περισσότεροι δείκτες του υποκείμενου πληθωρισμού έχουν υποχωρήσει περαιτέρω, οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές παραμένουν υψηλές, εν μέρει λόγω της έντονης αύξησης των μισθών. Οι συνθήκες χρηματοδότησης είναι περιοριστικές και οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων συνεχίζουν να επιβαρύνουν τη ζήτηση, γεγονός που συμβάλλει στην ώθηση του πληθωρισμού».
Υπενθυμίζεται πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη για το 2024 στο 0,6%, με την οικονομική δραστηριότητα να αναμένεται να παραμείνει υποτονική στο εγγύς μέλλον. Στη συνέχεια, η ΕΚΤ αναμένει ότι η οικονομία θα ανακάμψει και θα αναπτυχθεί κατά 1,5% το 2025 και 1,6% το 2026, υποστηριζόμενη αρχικά από την κατανάλωση και αργότερα και από τις επενδύσεις.
Στην ανακοίνωση τονίζεται για ακόμα μία φορά πως το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% εγκαίρως. Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα που, διατηρούμενα για αρκετά μεγάλη διάρκεια, θα συμβάλλουν ουσιαστικά σε αυτόν τον στόχο. Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής θα καθορίζονται σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ανακοινώνει ότι οι αποφάσεις του για τα επιτόκια θα βασίζονται στην αξιολόγησή του για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) και πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για πανδημία (PEPP)
Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τις πληρωμές κεφαλαίου από τίτλους που λήγουν.
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τις κύριες πληρωμές από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, σκοπεύει να μειώσει το χαρτοφυλάκιο PEPP κατά 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να διακόψει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του PEPP στα τέλη του 2024.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στην επανεπένδυση των εξαγορών που θα προκύψουν στο χαρτοφυλάκιο PEPP, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Η εν λόγω απόφαση διατηρεί το κόστος δανεισμού στα σημερινά επίπεδα, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να στέλνει στους επενδυτές που προσδοκούσαν έναρξη του αντίστροφου κύκλου σύσφιξης εντός του δεύτερου τριμήνου του 2024.
Με το βασικό επιτόκιο καταθέσεων αμετάβλητο στο 4%, επιβεβαιώνονται οι αναλυτές που περίμεναν ότι στην παρούσα φάση η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει σε αλλαγή της υφιστάμενης νομισματικής πολιτικής, καθώς η μάχη με τον πληθωρισμό συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και οι επόμενες κινήσεις χρειάζονται τη μέγιστη προσοχή, προκειμένου να μην πάει χαμένη η προσπάθεια που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2022 με την πρώτη αύξηση επιτοκίων.
Παρά το γεγονός ότι οι αγορές πίεζαν με τον τρόπο τους την ΕΚΤ να αναλάβει δράση και να μειώσει τα επιτόκια, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έβαλε σε προτεραιότητα τη διασφάλιση ότι θα συνεχιστεί η τροχιά υποχώρησης του πληθωρισμού.
Είναι ενδεικτικό ότι η «Σιδηρά Κυρία» της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έχει δεχθεί έντονη κριτική για τον τρόπο που χειρίζεται τη σχέση της ΕΚΤ με τις αγορές, όμως στη σημερινή συνεδρίαση είχε σύμμαχο τον πρόεδρο της Federal Reserve.
Ο Τζερόμ Πάουελ τόνισε χθες στην ομιλία του στο Κογκρέσο ότι η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της Fed δεν πιστεύει ότι είναι σωστό να μειωθούν τα επιτόκια μέχρι να αποκτήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ως προς την εξασθένηση του πληθωρισμού προς τον στόχο του 2%.
Κάτι ανάλογο αναμένεται να δηλώσει και στη συνέντευξη Τύπου και η πρόεδρος της ΕΚΤ σε λίγη ώρα. Ο μεγάλος κίνδυνος που αναγνωρίζουν ΕΚΤ και Fed στην περίπτωση που μειώσουν πρόωρα τα επιτόκια είναι να χάσουν τη μάχη με τον πληθωρισμό. Στον αντίποδα, αν καθυστερήσουν πολύ τις μειώσεις, κινδυνεύουν να ωθήσουν την οικονομία σε βαθύτερη ύφεση.
Με το βλέμμα σε πληθωρισμό και ανάπτυξη
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΚΤ, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να διατηρήσει αμετάβλητα τα τρία βασικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από την τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου τον Ιανουάριο, ο πληθωρισμός μειώθηκε περαιτέρω. Στις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, ιδίως για το 2024, γεγονός που αντανακλά κυρίως τη χαμηλότερη συμβολή των τιμών της ενέργειας.Η ΕΚΤ προβλέπει τώρα ότι ο πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο 2,3% το 2024, 2,0% το 2025 και 1,9% το 2026. Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων έχουν επίσης αναθεωρηθεί προς τα κάτω και κατά μέσο όρο 2,6% για το 2024, 2,1% για το 2025 και 2,0% για το 2025 Και τονίζεται ότι «αν και οι περισσότεροι δείκτες του υποκείμενου πληθωρισμού έχουν υποχωρήσει περαιτέρω, οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές παραμένουν υψηλές, εν μέρει λόγω της έντονης αύξησης των μισθών. Οι συνθήκες χρηματοδότησης είναι περιοριστικές και οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων συνεχίζουν να επιβαρύνουν τη ζήτηση, γεγονός που συμβάλλει στην ώθηση του πληθωρισμού».
Υπενθυμίζεται πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη για το 2024 στο 0,6%, με την οικονομική δραστηριότητα να αναμένεται να παραμείνει υποτονική στο εγγύς μέλλον. Στη συνέχεια, η ΕΚΤ αναμένει ότι η οικονομία θα ανακάμψει και θα αναπτυχθεί κατά 1,5% το 2025 και 1,6% το 2026, υποστηριζόμενη αρχικά από την κατανάλωση και αργότερα και από τις επενδύσεις.
Στην ανακοίνωση τονίζεται για ακόμα μία φορά πως το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% εγκαίρως. Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα που, διατηρούμενα για αρκετά μεγάλη διάρκεια, θα συμβάλλουν ουσιαστικά σε αυτόν τον στόχο. Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής θα καθορίζονται σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ανακοινώνει ότι οι αποφάσεις του για τα επιτόκια θα βασίζονται στην αξιολόγησή του για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ
Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα στο 4,50%, 4,75% και 4,00% αντίστοιχα.Πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) και πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για πανδημία (PEPP)
Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τις πληρωμές κεφαλαίου από τίτλους που λήγουν.
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τις κύριες πληρωμές από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, σκοπεύει να μειώσει το χαρτοφυλάκιο PEPP κατά 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να διακόψει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του PEPP στα τέλη του 2024.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στην επανεπένδυση των εξαγορών που θα προκύψουν στο χαρτοφυλάκιο PEPP, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.