Υψηλά επιτοκιακά έσοδα, περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού, συνέχεια της αδύναμης πιστωτικής επέκτασης, λόγω της αναιμικής ζήτησης εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων, και δείκτες απόδοσης ιδίων κεφαλαίων υψηλότεροι από αυτούς των ευρωπαϊκών τραπεζών (επίπεδα 12%-15% έναντι 10%-12% των ευρωπαϊκών) θα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των αποτελεσμάτων του α’ τριμήνου του 2024 που θα ανακοινώσουν οι ελληνικές τράπεζες.

Ξεκινώντας από την Τράπεζα Πειραιώς, τη Μεγάλη Τρίτη, 30 Απριλίου, την 1η Μαΐου αποτελέσματα τριμήνου θα ανακοινώσει η Εθνική Τράπεζα και στις 16 Μαΐου θα ακολουθήσουν η Alpha Bank και η Eurobank.

Η εικόνα του α’ τριμήνου του 2024 θα είναι μακράν καλύτερη του α’ τριμήνου του 2023 και θα αποτελέσει συνέχεια των πολύ καλών επιδόσεων του δ’ τριμήνου του 2023. Το κλίμα θα δώσουν τα αποτελέσματα της Τράπεζας Πειραιώς, τα οποία θα είναι εντός των κατευθύνσεων που έδωσε στους αναλυτές η διοίκηση της τράπεζας στα μέσα Φεβρουαρίου.

Τότε, η διοίκηση της τράπεζας είχε κάνει λόγο για επαναλαμβανόμενη καθαρή κερδοφορία περίπου 1 δισ. ανά έτος την περίοδο 2024-2026, περαιτέρω αύξηση του δείκτη CET1 σε περίπου 15% το 2026, άνοδο των ενήμερων δανείων τουλάχιστον 5% ανά έτος και δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων περίπου 2,5% το 2026.

Σύμφωνα με πληροφορίες του «MoneyPro», η Τράπεζα Πειραιώς αναμένεται να παρουσιάσει στο α’ τρίμηνο πολύ χαμηλά νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ισχυρά
έσοδα και απόδοση ιδίων κεφαλαίων ήδη υψηλότερη από αυτήν που είχε προδιαγράψει για το τρέχον έτος.

Εντυπωσιακή θα είναι η περαιτέρω εξυγίανση του ισολογισμού, καθώς ήδη τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα του ομίλου είχαν υποχωρήσει σε 1,3 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου 2023 και ο δείκτης NPE στο 3,5%(από 5,5% το γ’ τρίμηνο του 2023 και 6,8% έναν χρόνο πριν).

Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού που θα δείξουν οι τράπεζες στο α’ τρίμηνο του 2024 δεν θα αφορά μόνο τη συνέχιση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τις μηδενικές ή αμελητέες νέες εισροές, αλλά και τη σημαντική μείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου, με εμφανή τη μείωση των προβλέψεων για επισφάλειες.

Οπως σημειώνουν, αν και ο δείκτηςμη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένει ακόμη υψηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (στο 6,6%στο τέλος του 2023, με τρεις από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες να έχουν δείκτη NPE κάτω του 5%), οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν τις νέες επισφάλειες, σε
αντίθεση με τις ευρωπαϊκές, που αντιμετωπίζουν πρόβλημα νέων «κόκκινων» δανείων.

Η άλλη κυρίαρχη τάση στα αποτελέσματα του α’ τριμήνου θα είναι η διατήρηση των υψηλών εσόδων. Τόσο αυτών από προμήθειες, κυρίως λόγω της πολύ έντονης δραστηριοποίησης των τραπεζών στις εργασίες διαχείρισης πλούτου (wealth management), όσο και των εσόδων από τόκους. Τα επιτοκιακά έσοδα θα παραμείνουν στην τροχιά των ιστορικών υψηλών επιτοκιακών εσόδων του δ’ τριμήνου του 2023, καθώς το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών παραμένει υψηλό και η ΕΚΤ δεν έχει ξεκινήσει ακόμη την αποκλιμάκωση των επιτοκίων.

Σημειώνεται, πάντως, ότι η μικρή αύξηση του κόστους των καταθέσε (καθώς οι τράπεζες προχώρησαν σε μικρές αυξήσεις των επιτοκίων καταθέσεων το α’ τρίμηνο) και οι ομολογιακές εκδόσεις στις οποίες προέβησαν για την κάλυψη των υποχρεώσεων MREL θα επηρεάσουν τα επιτοκιακά έσοδα. Η συνέχιση της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων μέσω της κερδοφορίας, αλλά και η έκδοση κεφαλαιακών μέσων θα διατηρήσουν την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υψηλή και στο α’ τρίμηνο του 2024. Σημαντικά υψηλότεροι από τις ευρωπαϊκές τράπεζες θα είναι και οι δείκτες ρευστότητας.


* Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 27/4