Τρεις φορές περισσότεροι είναι οι δυνητικοί αγοραστές, συγκριτικά µε τους πωλητές κατοικιών αυτήν την περίοδο, δείγµα της «δίψας» που υπάρχει στην αγορά, µετά τη δεκαετία της οικονοµικής κρίσης. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο οι τιµές συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά, παρότι τους τελευταίους µήνες, κατά κοινή παραδοχή όλο και περισσότερων φορέων της αγοράς, ο όγκος των συναλλαγών έχει αρχίσει να καταγράφει σηµάδια «κόπωσης».

Σύµφωνα µε το πρόσφατο 2ο Βαρόµετρο της Αγοράς Ακινήτων, που πραγµατοποίησε το Ερευνητικό Πανεπιστηµιακό Ινστιτούτο Πανεπιστηµίου Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ), για λογαριασµό του ιστολογίου (Blog) για τις επενδύσεις iliaspapageorgiadis.com του Ηλία Παπαγεωργιάδη, επικεφαλής του επιχειρηµατικού οµίλου MORE Group, οι συµµετέχοντες απάντησαν σε ποσοστό 28% ότι θεωρούν τον εαυτό τους πιθανό αγοραστή ακινήτων, έναντι µόλις 9% που απάντησαν ότι αποτελούν πωλητή ακινήτων. Ενα πρόσθετο 51% απαντούν ότι αποτελούν γενικώς ενδιαφερόµενους για την αγορά ακινήτων.

Ενα διαρκώς διευρυνόµενο κενό στο επίπεδο των τιµών

Οι απαντήσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σηµασία, καθώς αντανακλούν την επιθυµία των Ελλήνων να αποκτήσουν κατοικία, αλλά και την αδυναµία τους να το πράξουν, όσο οι τιµές παραµένουν στο σηµερινό τους επίπεδο και όσο δεν βελτιώνεται σηµαντικά η οικονοµική τους κατάσταση. Ουσιαστικά δηλαδή αυτήν την περίοδο στην αγορά κατοικίας παρατηρείται ένα διαρκώς διευρυνόµενο κενό ανάµεσα στο επίπεδο των τιµών, έτσι όπως έχει διαµορφωθεί µετά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών, αλλά και την αγοραστική δύναµη των νοικοκυριών, των οποίων τα εισοδήµατα εξακολουθούν να συµπιέζονται. Αυτό συµβαίνει εξαιτίας του γεγονότος ότι ο πληθωρισµός που προηγήθηκε και το κύµα ακρίβειας σε όλο το φάσµα των αγαθών και των υπηρεσιών έχουν απορροφήσει και µε το παραπάνω τις αυξήσεις των µισθολογικών απολαβών, αλλά και τις φορολογικές ελαφρύνσεις που πραγµατοποιήθηκαν τα προηγούµενα χρόνια.

Το γεγονός αυτό, µαζί µε την κατακόρυφη αύξηση των τιµών των κατοικιών έχουν αποτέλεσµα να είναι πολύ δύσκολη η πρόσβαση των ενδιαφεροµένων στην αγορά ακινήτων, παρότι υπάρχει η σχετική πρόθεση. Μάλιστα, όπως προκύπτει από την έρευνα, από τους δυνητικούς πωλητές ένα πολύ σηµαντικό ποσοστό της τάξης του 34,5%, δηλώνουν ότι θα προχωρούσαν σε αγορά άλλου ακινήτου µε τα χρήµατα που θα εισέπρατταν από την πώληση του υφιστάµενου ακινήτου.

Πράγµατι, όπως τονίζουν στελέχη της αγοράς ακινήτων, αυτό ακριβώς έχει πράξει ένα πολύ σηµαντικό ποσοστό όσων κατόρθωσαν να πωλήσουν τα ακίνητά τους σε ξένους επενδυτές κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Οσοι δεν είχαν άλλα χρέη, προχώρησαν σε επανεπένδυση των κεφαλαίων που εισέπραξαν, προκειµένου να αποκτήσουν ένα ακίνητο καλύτερων προδιαγραφών σε άλλη περιοχή της Αττικής, ή π.χ. κάποιο εξοχικό. Αλλοι πάλι επένδυσαν τα κεφάλαια αυτά για την αγορά ακινήτων προς εκµετάλλευση, ή ακόµα και για την ανακατασκευή και εκ νέου µεταπώλησή τους σε άλλους επενδυτές.

Για την ευρεία πλειονότητα, όµως, η πρόσβαση στην αγορά κατοικίας είναι πλέον σχεδόν αδύνατη. Με βάση σχετική έρευνα της Metron Analysis, που πραγµατοποιήθηκε για λογαριασµό του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής και την Update Entertainment, προκύπτει ότι µόλις 1 στους 3 έχει καταφέρει να αποταµιεύσει χρήµατα την τελευταία διετία. Παράλληλα, δύο στους τρεις θεωρούν ότι τα πράγµατα πηγαίνουν προς τη λάθος κατεύθυνση και το 38% ότι προσωπικά βρίσκονται σε χειρότερη θέση σε σχέση µε πριν από ένα χρόνο. Επίσης, το 58% αξιολογούν αρνητικά τη σηµερινή οικονοµική κατάσταση της χώρας, ενώ το 51% εκφράζουν αρνητικές προσδοκίες ως προς τις οικονοµικές συνθήκες το επόµενο διάστηµα.

Μεγάλη η δυσκολία των Ελλήνων να αγοράσουν κατοικία

Αλλη µια ανάλυση που δηµοσιεύθηκε τις προηγούµενες ηµέρες από την Cerved Property Services καταδεικνύει τη µεγάλη δυσκολία των Ελλήνων να αγοράσουν κατοικία. Με δεδοµένο ότι η µέση τιµή πώλησης διαµορφώνεται πλέον σε 274.830 ευρώ, έχοντας καταγράψει αύξηση κατά 57% από το 2018, οι Ελληνες χρειάζονται πλέον µισθούς 11,5 ετών για την αγορά ενός «δυαριού», επιφάνειας 60 τ.µ. και ηλικίας 20-30 ετών. Αυτό γιατί, κατά την ίδια περίοδο, ο µέσος µισθός έχει αυξηθεί µεν, αλλά κατά µόλις 19,5%, σε 1.250 από 1.070 που ήταν το 2018. Αν υπολογιστεί ότι ουσιαστικά η αύξηση αυτή έχει απορροφηθεί ήδη από το κύµα ακρίβειας των τελευταίων ετών, η απόσταση που χωρίζει τον µέσο Ελληνα από το «όνειρο» της απόκτησης της δικής του στέγης έχει αποµακρυνθεί ακόµα περισσότερο. Μόλις το 2021 απαιτούνταν 8,5 χρόνια µισθών για την απόκτηση του ίδιου ακινήτου (60 τ.µ., 30 ετών), διάστηµα που ήταν εναρµονισµένο µε τον διεθνή µέσον όρο.

Για να αντιληφθεί κάποιος το πόσο ακριβά είναι τα ελληνικά ακίνητα για τους ίδιους τους Ελληνες, αρκεί να αναφερθεί ότι, µε βάση τα ευρήµατα της Cerved, η Αθήνα είναι πλέον η πέµπτη ακριβότερη πόλη (µε βάση τα εισοδήµατα των ελληνικών νοικοκυριών), υστερώντας µόνο από κάποιες από τις ακριβότερες πόλεις στον κόσµο διαχρονικά, όπως το Χονγκ Κονγκ, το Τόκιο, το Παρίσι και το Τελ Αβίβ. Το γεγονός ότι πλέον ξεπεράσαµε πόλεις όπως η Ζυρίχη και η Γενεύη στην Ελβετία, το Λονδίνο και το Ντουµπάι, είναι ενδεικτικό της ανάγκης για κάποια διόρθωση είτε στις τιµές πώλησης είτε στα εισοδήµατα, ή και στα δύο.

*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»