Fitch: Επιβεβαίωσε την αξιολόγηση "ΒΒΒ-" της Ελλάδας, διατήρησε σταθερές τις προοπτικές - Βλέπει ανάπτυξη 2,3% το 2024
Τι λέει για την ελληνική οικονομία
Ουδέτερη στάση κράτησε ο αμερικανικός οίκος, μόλις έξι μήνες αφότου έδωσε στο ελληνικό αξιόχρεο την επενδυτική βαθμίδα
Αμετάβλητη άφησε τη βαθμολογία της ελληνικής οικονομίας η Fitch Ratings, κρατώντας το ελληνικό αξιόχρεο σταθερό στο «ΒΒΒ-», με «σταθερό» outlook. Θυμίζουμε πως ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης μας είχε δώσει την… πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα τον περασμένο Δεκέμβριο.
Όπως σημειώνει ο οίκος, η αξιολόγηση της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τα επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος και τους δείκτες διακυβέρνησης που βρίσκονται πολύ πάνω από την διάμεσο των χωρών που αξιολογούνται στην επενδυτική βαθμίδα BBB, καθώς και την αξιοπιστία που στηρίζεται στη συμμετοχή στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.
Στον αντίποδα, βρίσκονται όσα κληροδότησε η κρίση χρέους, δηλαδή τα υψηλά αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους, αλλά και υψηλή ανεργία η οποία όμως μειώνεται, χαμηλό μεσοπρόθεσμο δυναμικό ανάπτυξης και ορισμένες επίμονες αδυναμίες στον τραπεζικό τομέα.
Προβλέπει συνεχή μείωση του ονομαστικού ελλείμματος στο 0,8% του ΑΕΠ το 2025, με πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,3% το 2024-2025 (από 1,9% το 2023). Οι πρόσφατες επιδόσεις ενισχύθηκαν από τα ισχυρότερα έσοδα και τη συγκράτηση των δαπανών.
Η Fitch βλέπει επίσης μια ισχυρή δέσμευση για μια δημοσιονομική σύνεση από την κυβέρνηση, με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο της κυβέρνησης να στηρίζεται σε συντηρητικές υποθέσεις για τα έσοδα σε μια περιόδο που οι αρχές προχωρούν σε φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις για την αύξηση των εσόδων (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της φοροδιαφυγής μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων και της προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών). Η επιτυχής αύξηση των εσόδων θα μπορούσε να δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο, αν και το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θέτει ορισμένα όρια στις πρόσθετες δαπάνες.
Όσον αφορά το δημόσιο χρέος η Fitch αναμένει ότι ο συνδυασμός ισχυρών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, σταθερού κόστους τόκων και μέτριας ονομαστικής ανάπτυξης θα συνεχίσει να οδηγεί τον δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ χαμηλότερα, στο 147,3% το 2025 (από 161,9% το 2023) και κάτω από 140% το 2028.
Αυτό θα αποτελούσε μια ουσιαστική προσαρμογή (ο λόγος είχε φτάσει στο 207% το 2020), ωστόσο θα εξακολουθούσε να αφήνει το χρέος πολύ πάνω από το μέσο όρο των χωρών με πιστοληπτική αξιολόγηση BBB (55%) και εκείνων της ευρωζώνης (89,9%). Το ευνοϊκό προφίλ χρέους της χώραςμειώνει σημαντικά τους κινδύνους, ενώ τα μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα (35 δισεκατομμύρια ευρώ το α’ τρίμηνο του 2024) χρησιμεύουν ως απόθεμα ασφαλείας και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για περαιτέρω μείωση των επιπέδων χρέους.
Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα δεδομένων «κληροδοτημάτων» του παρελθόντος, αν και σύμφωνα με τη Fitch δεν θα επηρεάσουν αρνητικά τη βελτιούμενη απόδοση της Ελλάδας στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της.
Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι περίπου 29 δισ. ευρώ (12% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων 17 δισ. ευρώ του «Ηρακλή»), ενώ μια πιθανή απόφαση της Eurostat το επόμενο έτος να αναταξινομήσει τους αναβαλλόμενους τόκους των δανείων του EFSF θα μπορούσε να προσθέσει 12 δισεκατομμύρια ευρώ (5,6%) στο απόθεμα χρέους . Αυτό δεν πρόκειται να επηρεάσει τις ακαθάριστες απαιτήσεις χρηματοδότησης ή τις προσδοκίες για συνεχιζόμενη απομόχλευση του δημόσιου χρέους, εκτιμά ο οίκος.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την δυναμική της ανάπτυξης, η Fitch εκτιμά ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα επιταχυνθεί στο 2,3% το 2024 και στο 2,4% το 2025 (από 2% το 2023), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (1,1%), βοηθώντας τη χώρα να επιτύχει κάποια σύγκλιση με τα εισοδήματα των προηγμένων χωρών της ευρωζώνης.
Η οικονομική ανάπτυξη θα λάβει ώθηση από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών, τη συνεχή αύξηση της απασχόλησης και τις σταθερές επενδύσεις. Η Fitch αναμένει ότι οι επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης θα επιταχυνθούν, με την απορρόφηση των επιχορηγήσεων να κορυφώνεται στο 3% του ΑΕΠ το 2026 από 1% το 2023, με θετικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση.
Επιπλέον, η ανάκαμψη της Ελλάδας συνοδεύτηκε από σταθερή βελτίωση στην αγορά εργασίας, με την ανεργία να βρίσκεται σε χαμηλό 15ετίας (10,2% τον Μάρτιο), την απασχόληση να αυξάνεται και τον εργασιακά ενεργό πληθυσμό να σημειώνει μέτρια άνοδο. Η Fitch προβλέπει περαιτέρω σταδιακή μείωση της ανεργίας τα επόμενα δύο χρόνια, ωστόσο οι κίνδυνοι έλλειψης εργατικού δυναμικού αυξάνονται, ιδιαίτερα σε τομείς έντασης εργασίας όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές.
Οι κυβερνητικές αρχές επικεντρώνονται σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων για τη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού, ωστόσο η ανοδική πίεση στους μισθούς είναι πιθανό να αυξηθεί. Επί του παρόντος, η δυναμική των μισθών είναι σχετικά υποτονική (αύξηση 4%), ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος να έχει πιο επίμονες επιπτώσεις στον πληθωρισμό και πιθανώς να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας μεσοπρόθεσμα, σημειώνουν.
Οι χαμηλότερες τιμές των βασικών εμπορευμάτων και η ισχυρή αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών συνέβαλαν σε ταχεία μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2023, αν και με 6,3% του ΑΕΠ παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη. Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει μια πιο σταδιακή μείωση του ελλείμματος το 2024-2025, εν μέρει λόγω της προβλεπόμενης ανάκαμψης της εξωτερικής ζήτησης για αγαθά και των συνεχιζόμενων ισχυρών επιδόσεων του τουρισμού (τα έσοδα ήταν ρεκόρ στα 18 δισ. ευρώ το 2023).
Οι σταθερές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και οι ροές κεφαλαίων θα ενισχύσουν επίσης την εξωτερική θέση. Στο 120,6% του ΑΕΠ το 2023, το καθαρό εξωτερικό χρέος είναι πολύ πάνω από τη διάμεση τιμή «ΒΒΒ» (3%), αν και βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο δεκαετίας και θα συνεχίσει να μειώνεται σταδιακά μεσοπρόθεσμα.
Ακόμα, οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν υψηλή ρευστότητα και ισχυρή κερδοφορία, υποστηριζόμενες από τα υψηλότερα επιτόκια, την ολοκλήρωση των αναδιαρθρώσεων και την εξυγίανση των ισολογισμών. Ο δείκτης συνολικών ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε σε 18,8% στο τέλος του 2023, ελάχιστα κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 19,7%. Ο ενοποιημένος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε περαιτέρω σε 6,2% στο τέλος του 2023 (από 8,7% στο τέλος του 2022) και αναμένεται ότι ο δείκτης αυτός θα μειωθεί περαιτέρω το 2024-2025 λόγω ενός συνδυασμού οργανικών δράσεων και μικρών πωλήσεων χαρτοφυλακίου.
Τέλος, η Ελλάδα έχει βαθμολογία συνάφειας ESG «5» και «5[+]», αντίστοιχα, για την πολιτική σταθερότητα και τα δικαιώματα και για το κράτος δικαίου, τη θεσμική και ρυθμιστική ποιότητα και τον έλεγχο της διαφθοράς. Αυτές οι βαθμολογίες αντικατοπτρίζουν την υψηλή βαρύτητα που έχουν οι Δείκτες Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας (WBGI) στο Μοντέλο Αξιολόγησης Κρατών της Fitch. Η Ελλάδα έχει μεσαία κατάταξη WBGI με 62,7, η οποία αντανακλά πρόσφατο ιστορικό ειρηνικών πολιτικών μεταβάσεων, μέτριο επίπεδο δικαιωμάτων συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία, μέτρια θεσμική ικανότητα, εδραιωμένο κράτος δικαίου και μέτριο επίπεδο διαφθοράς.
Από την άλλη, στους παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική δράση/αναβάθμιση της αξιολόγησης, κατατάσσονται:
Όπως σημειώνει ο οίκος, η αξιολόγηση της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τα επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος και τους δείκτες διακυβέρνησης που βρίσκονται πολύ πάνω από την διάμεσο των χωρών που αξιολογούνται στην επενδυτική βαθμίδα BBB, καθώς και την αξιοπιστία που στηρίζεται στη συμμετοχή στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.
Στον αντίποδα, βρίσκονται όσα κληροδότησε η κρίση χρέους, δηλαδή τα υψηλά αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους, αλλά και υψηλή ανεργία η οποία όμως μειώνεται, χαμηλό μεσοπρόθεσμο δυναμικό ανάπτυξης και ορισμένες επίμονες αδυναμίες στον τραπεζικό τομέα.
Τα κομβικά σημεία σύμφωνα με τη Fitch
Ιδιαίτερη έμφαση στην έκθεση της δίνει η Fitch στα σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα.Προβλέπει συνεχή μείωση του ονομαστικού ελλείμματος στο 0,8% του ΑΕΠ το 2025, με πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,3% το 2024-2025 (από 1,9% το 2023). Οι πρόσφατες επιδόσεις ενισχύθηκαν από τα ισχυρότερα έσοδα και τη συγκράτηση των δαπανών.
Η Fitch βλέπει επίσης μια ισχυρή δέσμευση για μια δημοσιονομική σύνεση από την κυβέρνηση, με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο της κυβέρνησης να στηρίζεται σε συντηρητικές υποθέσεις για τα έσοδα σε μια περιόδο που οι αρχές προχωρούν σε φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις για την αύξηση των εσόδων (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της φοροδιαφυγής μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων και της προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών). Η επιτυχής αύξηση των εσόδων θα μπορούσε να δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο, αν και το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θέτει ορισμένα όρια στις πρόσθετες δαπάνες.
Όσον αφορά το δημόσιο χρέος η Fitch αναμένει ότι ο συνδυασμός ισχυρών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, σταθερού κόστους τόκων και μέτριας ονομαστικής ανάπτυξης θα συνεχίσει να οδηγεί τον δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ χαμηλότερα, στο 147,3% το 2025 (από 161,9% το 2023) και κάτω από 140% το 2028.
Αυτό θα αποτελούσε μια ουσιαστική προσαρμογή (ο λόγος είχε φτάσει στο 207% το 2020), ωστόσο θα εξακολουθούσε να αφήνει το χρέος πολύ πάνω από το μέσο όρο των χωρών με πιστοληπτική αξιολόγηση BBB (55%) και εκείνων της ευρωζώνης (89,9%). Το ευνοϊκό προφίλ χρέους της χώραςμειώνει σημαντικά τους κινδύνους, ενώ τα μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα (35 δισεκατομμύρια ευρώ το α’ τρίμηνο του 2024) χρησιμεύουν ως απόθεμα ασφαλείας και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για περαιτέρω μείωση των επιπέδων χρέους.
Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα δεδομένων «κληροδοτημάτων» του παρελθόντος, αν και σύμφωνα με τη Fitch δεν θα επηρεάσουν αρνητικά τη βελτιούμενη απόδοση της Ελλάδας στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της.
Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι περίπου 29 δισ. ευρώ (12% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων 17 δισ. ευρώ του «Ηρακλή»), ενώ μια πιθανή απόφαση της Eurostat το επόμενο έτος να αναταξινομήσει τους αναβαλλόμενους τόκους των δανείων του EFSF θα μπορούσε να προσθέσει 12 δισεκατομμύρια ευρώ (5,6%) στο απόθεμα χρέους . Αυτό δεν πρόκειται να επηρεάσει τις ακαθάριστες απαιτήσεις χρηματοδότησης ή τις προσδοκίες για συνεχιζόμενη απομόχλευση του δημόσιου χρέους, εκτιμά ο οίκος.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την δυναμική της ανάπτυξης, η Fitch εκτιμά ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα επιταχυνθεί στο 2,3% το 2024 και στο 2,4% το 2025 (από 2% το 2023), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (1,1%), βοηθώντας τη χώρα να επιτύχει κάποια σύγκλιση με τα εισοδήματα των προηγμένων χωρών της ευρωζώνης.
Η οικονομική ανάπτυξη θα λάβει ώθηση από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών, τη συνεχή αύξηση της απασχόλησης και τις σταθερές επενδύσεις. Η Fitch αναμένει ότι οι επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης θα επιταχυνθούν, με την απορρόφηση των επιχορηγήσεων να κορυφώνεται στο 3% του ΑΕΠ το 2026 από 1% το 2023, με θετικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση.
Οι παράγοντες-κλειδιά
Επιπλέον, η ανάκαμψη της Ελλάδας συνοδεύτηκε από σταθερή βελτίωση στην αγορά εργασίας, με την ανεργία να βρίσκεται σε χαμηλό 15ετίας (10,2% τον Μάρτιο), την απασχόληση να αυξάνεται και τον εργασιακά ενεργό πληθυσμό να σημειώνει μέτρια άνοδο. Η Fitch προβλέπει περαιτέρω σταδιακή μείωση της ανεργίας τα επόμενα δύο χρόνια, ωστόσο οι κίνδυνοι έλλειψης εργατικού δυναμικού αυξάνονται, ιδιαίτερα σε τομείς έντασης εργασίας όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές.
Οι κυβερνητικές αρχές επικεντρώνονται σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων για τη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού, ωστόσο η ανοδική πίεση στους μισθούς είναι πιθανό να αυξηθεί. Επί του παρόντος, η δυναμική των μισθών είναι σχετικά υποτονική (αύξηση 4%), ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος να έχει πιο επίμονες επιπτώσεις στον πληθωρισμό και πιθανώς να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας μεσοπρόθεσμα, σημειώνουν.
Οι χαμηλότερες τιμές των βασικών εμπορευμάτων και η ισχυρή αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών συνέβαλαν σε ταχεία μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2023, αν και με 6,3% του ΑΕΠ παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη. Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει μια πιο σταδιακή μείωση του ελλείμματος το 2024-2025, εν μέρει λόγω της προβλεπόμενης ανάκαμψης της εξωτερικής ζήτησης για αγαθά και των συνεχιζόμενων ισχυρών επιδόσεων του τουρισμού (τα έσοδα ήταν ρεκόρ στα 18 δισ. ευρώ το 2023).
Οι σταθερές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και οι ροές κεφαλαίων θα ενισχύσουν επίσης την εξωτερική θέση. Στο 120,6% του ΑΕΠ το 2023, το καθαρό εξωτερικό χρέος είναι πολύ πάνω από τη διάμεση τιμή «ΒΒΒ» (3%), αν και βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο δεκαετίας και θα συνεχίσει να μειώνεται σταδιακά μεσοπρόθεσμα.
Ακόμα, οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν υψηλή ρευστότητα και ισχυρή κερδοφορία, υποστηριζόμενες από τα υψηλότερα επιτόκια, την ολοκλήρωση των αναδιαρθρώσεων και την εξυγίανση των ισολογισμών. Ο δείκτης συνολικών ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε σε 18,8% στο τέλος του 2023, ελάχιστα κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 19,7%. Ο ενοποιημένος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε περαιτέρω σε 6,2% στο τέλος του 2023 (από 8,7% στο τέλος του 2022) και αναμένεται ότι ο δείκτης αυτός θα μειωθεί περαιτέρω το 2024-2025 λόγω ενός συνδυασμού οργανικών δράσεων και μικρών πωλήσεων χαρτοφυλακίου.
Τέλος, η Ελλάδα έχει βαθμολογία συνάφειας ESG «5» και «5[+]», αντίστοιχα, για την πολιτική σταθερότητα και τα δικαιώματα και για το κράτος δικαίου, τη θεσμική και ρυθμιστική ποιότητα και τον έλεγχο της διαφθοράς. Αυτές οι βαθμολογίες αντικατοπτρίζουν την υψηλή βαρύτητα που έχουν οι Δείκτες Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας (WBGI) στο Μοντέλο Αξιολόγησης Κρατών της Fitch. Η Ελλάδα έχει μεσαία κατάταξη WBGI με 62,7, η οποία αντανακλά πρόσφατο ιστορικό ειρηνικών πολιτικών μεταβάσεων, μέτριο επίπεδο δικαιωμάτων συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία, μέτρια θεσμική ικανότητα, εδραιωμένο κράτος δικαίου και μέτριο επίπεδο διαφθοράς.
Οι πτωτικοί κίνδυνοι και οι ανοδικές ευκαιρίες
Όσον αφορά παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της αξιολόγησης, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, είναι:- Δημόσια οικονομικά: Ανανεωμένη ανοδική τάση του χρέους της γενικής κυβέρνησης/ΑΕΠ, για παράδειγμα, λόγω διαρθρωτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης, παρατεταμένης αδύναμης ανάπτυξης ή υλοποίησης σημαντικών ενδεχόμενων υποχρεώσεων.
- Μακροοικονομικά: Σοβαρό δυσμενές σοκ που θα επηρέαζε το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας και θα επιδείνωνε την εξωτερική ανταγωνιστικότητα.
Από την άλλη, στους παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική δράση/αναβάθμιση της αξιολόγησης, κατατάσσονται:
- Δημόσια οικονομικά: Επίμονη και σημαντική μείωση του χρέους/ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης, η οποία οφείλεται, για παράδειγμα, στη δημοσιονομική εξυγίανση μεσοπρόθεσμα.
- Μακροοικονομικά: Βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων, για παράδειγμα, λόγω υψηλότερων επενδύσεων ή/και εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.