''Ακτινογραφία'' στο προφίλ του Έλληνα εργαζόμενου: Ποιες οι επιθυµίες για τη δουλειά, τις απολαβές, τις συνθήκες και τη σύνταξη
Το 60,7% θα µετανάστευαν για να δουλέψουν στο εξωτερικό
Μέχρι τα 65 θέλουν την έξοδο, αλλά 1 στους 2 πιστεύει ότι δεν θα την απολαύσει - Το 49% ρισκάρουν την ασφάλεια σε σχέση µε τις απολαβές
Μέτριο µισθό, µικρές προοπτικές εξέλιξης, αλλά σταθερότητα; Τι προτιµούν οι Ελληνες εργαζόµενοι; Θα έφευγε κάποιος για το εξωτερικό αν έβρισκε δουλειά µε καλύτερες αποδοχές; Πόσοι µπορούν να αντεπεξέλθουν στις πάγιες υποχρεώσεις τους και πόσοι έχουν καταφέρει να αποταµιεύσουν; Σύνταξη µέχρι τα 60 ή µετά τα 65; Πότε πιστεύουν οι σηµερινοί εργαζόµενοι ότι είναι η κατάλληλη στιγµή για την έξοδο; Αυτές τις πτυχές των προσωπικών επιλογών και της καθηµερινότητας του µέσου Ελληνα, αλλά και των τάσεων και πρακτικών στην αγορά εργασίας, επιχειρεί να «φωτίσει» η έρευνα της διαΝΕΟσις.
Ξεκινώντας αντίστροφα, µε το βλέµµα στραµµένο προς το τέλος του εργασιακού βίου, από τα ευρήµατα της διαΝΕΟσις παρατηρούµε ότι οι απόψεις είναι µοιρασµένες όσον αφορά την κατάλληλη ηλικία συνταξιοδότησης. Το 45,4% εκτιµούν ότι κάποιος θα πρέπει να βγει στη σύνταξη σε ηλικία έως 60 ετών. Το 46,1% θεωρούν κατάλληλη την ηλικία 61-65 ετών, ενώ το ποσοστό εκείνων που θεωρούν κατάλληλη ηλικία συνταξιοδότησης την άνω των 66 ετών παραµένει πολύ περιορισµένο, στα επίπεδα του 7,4%. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι µεταξύ των δύο η επιλογή για συνταξιοδότηση στην ηλικία έως 60 ετών είναι πλειοψηφική στις γυναίκες, στις νεότερες ηλικίες (έως 39 ετών), σε ποσοστό 51,7%. Το ίδιο ισχύει όµως και στους ιδιωτικούς υπαλλήλους, αφού την ίδια επιλογή έκαναν το 55,4%. Αντίθετα, η επιλογή υπέρ της συνταξιοδότησης στα 61-65 έτη καθίσταται πλειοψηφική στους άνδρες, στις ηλικίες άνω των 40 ετών, στους επιχειρηµατίες αλλά και στους ήδη συνταξιούχους (56,2%).
Η εικόνα σήµερα
Τα µέχρι τώρα στοιχεία ωστόσο παρουσιάζουν µια άλλη εικόνα. «Το 91,8% των συνταξιούχων, σύµφωνα µε τα στοιχεία της Η∆ΙΚΑ (Ηλεκτρονική ∆ιακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης) για τον Απρίλιο, είναι ηλικίας άνω των 60 ετών» λέει στην «Κυριακάτικη Απογευµατινή» ο Αλέξης Μητρόπουλος, καθηγητής Εργατικού ∆ικαίου και πρόεδρος της Ενωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ). Προσθέτει δε ότι οι περισσότεροι επιλέγουν µε βάση την ηλικία που µπορούν να πάρουν τη µεγαλύτερη σύνταξη, εξηγώντας ότι η υψηλή ανταποδοτικότητα -σύµφωνα µε τον νόµο του 4670/20- εξασφαλίζεται έπειτα από 35 χρόνια, και κυρίως ύστερα από 40 χρόνια ασφάλισης. «Επειδή έχουν αλλάξει τα ποσοστά αναπλήρωσης και ανταποδοτικότητας της σύνταξης, ο καθένας, ανεξαρτήτως της ηλικίας, κοιτάει να πάρει µεγαλύτερο συνταξιοδοτικό αποτέλεσµα. Σε κάθε περίπτωση όµως, και ειδικά οι Ελληνες, γιατί έχουµε τους πιο γηρασµένους συνταξιούχους των 47, σχεδόν το 92% είναι άνω των 60 ετών», επισηµαίνει ο κ. Μητρόπουλος.
Οι νόµοι Κατρούγκαλου και Βρούτση, όπως εξηγεί ο καθηγητής Εργατικού ∆ικαίου, άλλαξαν τα δεδοµένα προγραµµατισµού των ασφαλισµένων, φέρνοντας µάλιστα ως παράδειγµα τις γυναίκες. «∆εν κοιτούν δηλαδή να βγουν νωρίτερα στη σύνταξη, όπως έκαναν παλαιότερα µε τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. ∆ιότι, όταν κάποια βγει στη σύνταξη µε 25 ή 30 χρόνια, δεν παίρνει αύξηση. Θα πάρουν µόνο όσες έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφαλιστικού βίου. Παλαιότερα λοιπόν οι γυναίκες έκαναν χρήση της 25ετίας και έβγαιναν νωρίτερα στη σύνταξη. Τώρα λοιπόν δεν προτάσσουν τη νωρίτερη έξοδο, αλλά τη µεγαλύτερη έξοδο. Αυτό συµβαίνει κυρίως γιατί άλλαξαν τα ποσοστά πλήρωσης και επιβραβεύονται όσοι έχουν 30 χρόνια ασφάλισης και πάνω. Επιλέγουν λοιπόν τη µεγαλύτερη σύνταξη και λιγότερο τη νωρίτερη έξοδο», εξηγεί. Σηµειώνει δε ότι µέχρι και σήµερα πολλές είναι εκείνες που ρωτούν αν υπάρχει κάποιο «παραθυράκι» νωρίτερης εξόδου. «Οταν τους εξηγούµε ότι αν µείνουν 4-5 χρόνια ακόµα θα πάρουν 200 ευρώ παραπάνω σύνταξη τον µήνα, ανασχεδιάζουν την τακτική τους», αναφέρει ο κ. Μητρόπουλος.
Αλέξης Μητρόπουλος: Η κατάργηση των Δώρων αναγκάζει κάποιους συνταξιούχους να ξαναμπαίνουν στην αγορά εργασίας
«Το γεγονός ότι η υπουργός Εργασίας ανακοίνωσε ότι 100.000 70άρηδες ξαναµπήκαν στη δουλειά για να προσθέσουν στο εισόδηµά τους, σηµαίνει ότι οι µεγάλες µειώσεις στις συντάξεις ξαναβάζουν στην αγορά εργασίας γηρασµένους ασφαλισµένους. ∆ιότι ήδη µε τη νεότερη ρύθµιση που ψήφισε η κυβέρνηση, ένας συνταξιούχος µπορεί να δουλεύει χωρίς περικοπή και ξαναµπαίνουν µαζικά στη δουλειά. Και έτσι πράγµατι κυνηγούσαν τη σύνταξη σε µια σχετικά καλή ηλικία, αλλά οι µεγάλες περικοπές των συντάξεων, και κυρίως η κατάργηση των ∆ώρων που τους µείωσε το εισόδηµα, αναγκάζει κάποιους να ξαναµπαίνουν στην αγορά εργασίας µε τη νέα ευνοϊκή ρύθµιση περί απασχόλησης των συνταξιούχων» καταλήγει ο καθηγητής Εργατικού ∆ικαίου.
Σίγουρη η σύνταξη
Σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από την έρευνα της διαΝΕΟσις, οι περισσότεροι ερωτηθέντες νιώθουν µια µεγαλύτερη σιγουριά όσον αφορά το διασφαλισµένο της σύνταξης. Το 52% πιστεύουν µε βεβαιότητα ότι θα πάρουν σύνταξη, στο υψηλότερο επίπεδο συγκριτικά µε το 2022 και το 2019. Το ποσοστό που δηλώνει αβεβαιότητα φτάνει στο 27% και περιορίζεται σε σχέση µε το 2019-2022, ενώ «όχι» µε σιγουριά απαντούν το 20,4%. Παραµένει ωστόσο ότι σχεδόν 1 στους 2 δεν έχει κάποια βεβαιότητα ότι όντως στο τέλος του εργασιακού βίου θα απολαύσει µια σύνταξη. Η αβεβαιότητα αυτή καταγράφεται σε ποσοστό 50,3% στις γυναίκες, στις ηλικίες έως 54 ετών, αλλά και στους ιδιωτικούς υπαλλήλους φτάνοντας στο 68,8%, και δη σε αντίθεση µε τους δηµόσιους υπαλλήλους.
Χρήµατα ή ασφάλεια;
Στο σήµερα πάντως, οι περισσότεροι φαίνεται ότι στον εργασιακό τους βίο προτιµούν τη σταθερότητα και βάζουν σε δεύτερη µοίρα τις απολαβές. Το 53,2% δηλώνουν ότι θα επέλεγαν «µια δουλειά που προσφέρει µέτριο µισθό, µικρές προοπτικές εξέλιξης, αλλά σταθερότητα», ενώ «µια δουλειά που προσφέρει µεγάλες αποδοχές, υψηλές προοπτικές εξέλιξης, αλλά δεν προσφέρει εργασιακή επισφάλεια» θα επέλεγε το 44,3%. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η επιλογή της µεγαλύτερης σταθερότητας είναι ισχυρότερη στις γυναίκες, καθώς και στους δηµόσιους υπαλλήλους αλλά και τους άνεργους, ενώ ενισχύεται όσο χαµηλώνει το µορφωτικό επίπεδο και η κοινωνική τάξη και όσο αυξάνονται οι οικονοµικές δυσκολίες του νοικοκυριού. Αντίθετα, η επιλογή των µεγαλύτερων αποδοχών και προοπτικών εξέλιξης µε λιγότερη ασφάλεια είναι ισχυρότερη στους άνδρες, αλλά και στους ιδιωτικούς υπαλλήλους και στους επιχειρηµατίες, και ενισχύεται όσο ανεβαίνει το µορφωτικό επίπεδο και η κοινωνική τάξη και όσο περιορίζονται οι οικονοµικές δυσκολίες του νοικοκυριού.
Τι δουλειά θα επέλεγαν
Ακόµη ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρηµα, σε συνάρτηση µε το προηγούµενο ερώτηµα για τις αποδοχές αλλά και τις προοπτικές εξέλιξης, προκύπτει από το ερώτηµα: «Και εάν θεωρητικά µπορούσατε να επιλέξετε µία εργασία, τι από τα παρακάτω θα επιλέγατε;». Οι απαντήσεις στην έρευνα της διαΝΕΟσις ήταν: µισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τοµέα, Μισθωτή εργασία στον δηµόσιο τοµέα, ελεύθερο επάγγελµα/αυτοαπασχολούµενος, επιχειρηµατίας, δεν ξέρω/δεν απαντώ.
Το 31,1% δήλωσαν ότι θα επέλεγαν να ήταν ελεύθεροι επαγγελµατίες ή αυτοαπασχολούµενοι, καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό από όλες τις προηγούµενες µετρήσεις. Επίσης, το 17,9% θα επέλεγαν να στραφούν προς την επιχειρηµατικότητα. Το 49% δηλαδή επιλέγουν µια εργασία µε υψηλότερες αποδοχές και προοπτικές, αλλά λιγότερη εργασιακή ασφάλεια. Την ίδια ώρα, τη µισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τοµέα προτιµούν το 18,2%, και µε βάση τις µετρήσεις χρόνο µε τον χρόνο την επιλέγουν όλο και λιγότεροι. Πάντως, µειωµένη εµφανίζεται και η κατά τα άλλα οριακά πλειοψηφική επιλογή της µισθωτής εργασίας στον δηµόσιο τοµέα, η οποία ανταποκρίνεται σαφώς περισσότερο στο κριτήριο της εργασιακής σταθερότητας, µε 32%, αλλά χαµηλότερα από τα επίπεδα του 2019 και 2022.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της διαΝΕΟσις, οι γυναίκες φαίνεται να προτιµούν περισσότερο από τους άνδρες τη µισθωτή εργασία, είτε στον ιδιωτικό είτε ακόµη περισσότερο στον δηµόσιο τοµέα, ενώ οι άνδρες το ελεύθερο επάγγελµα/ αυτοαπασχόληση και την επιχειρηµατική δραστηριότητα. Επίσης, καταγράφεται ένα 32% των δηµόσιων υπαλλήλων που θα προτιµούσαν το ελεύθερο επάγγελµα/αυτοαπασχόληση, ενώ στους ιδιωτικούς υπαλλήλους µόνο κατά 28,2% προτιµούν τη µισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τοµέα, ένα 28,6% θα προτιµούσαν την εργασία στο ∆ηµόσιο και ένα άλλο 24,8% το ελεύθερο επάγγελµα/αυτοαπασχόληση.
∆εν φθίνει το brain drain
Την ίδια ώρα, οι αντιλήψεις των εργαζοµένων συνεχίζουν να βρίσκονται υπό το φάσµα του brain drain, το οποίο οξύνθηκε στη διάρκεια της οικονοµικής κρίσης και αποτέλεσε ή αποτελεί ακόµη ένα φαινόµενο µαζικής εκροής ταλέντων από τη χώρα. Το 60,7% δηλώνουν ότι θα µετανάστευαν στο εξωτερικό, εάν έβρισκαν δουλειά µε καλύτερες αποδοχές και συνθήκες εργασίας, έναντι ενός 38,3% που δηλώνουν ότι δεν θα το έκαναν. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στην προηγούµενη µέτρηση (Φεβρουάριος του 2022) τα ποσοστά ήταν 57,9% και 41,3%, ένδειξη ότι πολλοί παραµένουν σε κάποια ετοιµότητα για µετανάστευση, παρά την όποια βελτίωση στην κατάσταση της οικονοµίας της χώρας και παρά το ότι το πρόβληµα στην αγορά εργασίας δεν έχει επιλυθεί πλήρως.
∆υσβάσταχτες υποχρεώσεις
Πόσο εύκολο είναι για κάποιον να αντεπεξέλθει στις πάγιες υποχρεώσεις του; Το 10,1% δηλώνουν ότι έχουν ληξιπρόθεσµες οφειλές σε ∆ΕΚΟ, ποσοστό µειωµένο σε σχέση µε το 2022 (15,9%). Αξίζει ωστόσο να σηµειωθεί ότι ένα 42,6% δηλώνουν ότι τα τελευταία 2 χρόνια έχουν καταφέρει να αποταµιεύσουν κάποια χρήµατα. Ποσοστό σηµαντικά αυξηµένο από το 26,5% του 2022. Παράλληλα, το 57,3% δηλώνουν ότι την τελευταία 2ετία δεν έχουν µπορέσει να κάνουν αποταµίευση. Ποσοστό σηµαντικά µειωµένο από το 73,9% του 2022. Πρόκειται για ενδείξεις µιας σχετικής βελτίωσης των οικονοµικών συνθηκών, αν και φαίνεται ότι η ύπαρξη οφειλών και η δυσκολία αποταµίευσης είναι, εύλογα, εντονότερες όταν είναι και περισσότερες οι οικονοµικές δυσκολίες που αντιµετωπίζει το νοικοκυριό. Υπάρχει ταυτόχρονα και ένα σηµαντικό κοµµάτι, σχεδόν 4 στους 10, που αναφέρουν ότι τον τελευταίο χρόνο έχουν λάβει κάποιο κοινωνικό επίδοµα. Το 15,3% δηλώνουν ότι «έχω λάβει και συνεχίζω να λαµβάνω» και ένα 23,5% ότι «έχω λάβει, αλλά δεν λαµβάνω πια». Το 60,7% όµως δηλώνουν ότι δεν έχουν λάβει ποτέ κάποιο επίδοµα. Μάλιστα, εάν το δούµε συγκριτικά µε τα προηγούµενα κύµατα της ίδιας έρευνας, αντανακλάται η ενίσχυση και επέκταση της επιδοµατικής πολιτικής στην περίοδο της πανδηµίας, αλλά και έπειτα από αυτήν. Το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι δεν έχουν λάβει ποτέ κάποιο επίδοµα µειώνεται από 78,7% το 2019 σε 65,5% το 2022 και, τελικά, σε 60,7% το 2024. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι το ποσοστό εκείνων που έχουν λάβει ή και συνεχίζουν να λαµβάνουν κάποιο επίδοµα ενισχύεται στις νεότερες ηλικίες, και ιδιαίτερα στους 25-39, σε ποσοστό 52,7%. Οικονοµική βοήθεια έχουν λάβει, σύµφωνα µε τα ευρήµατα, άτοµα στα χαµηλότερα µορφωτικά επίπεδα, στη µέση κατώτερη τάξη (47,8%), αλλά και αρκετοί που δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα οικονοµικά.
*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»