Από τα υψηλά πλεονάσματα στις μετρημένες δαπάνες: Η Κομισιόν καθορίζει το πακέτο παροχών της επόμενης τετραετίας - ''Κλειδώνει'' ο δηµοσιονοµικός χώρος του 2025
Πού θα κινηθεί ο ρυθμός αύξησης δαπανών
Στην περίπτωση υπέρβασης κατά ποσοστό που ξεπερνά το 0,3% του ΑΕΠ για ένα έτος ή 0,6% σωρευτικά, η Κοµισιόν θα µπορεί να θέσει το κράτος-µέλος σε διαδικασία υπερβολικού ελλείµµατος
«Κλειδώνουν» τα µέτρα της επόµενης τετραετίας, µε τις ανώτατες «οροφές» στις δαπάνες για κοινωνική πολιτική που θα ορίσει η Κοµισιόν και που αποτελούν κρίσιµη παράµετρο για τον σχεδιασµό του νέου κυβερνητικού προγράµµατος µε τις µόνιµες ελαφρύνσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ενα πρώτο στίγµα για το εύρος των κινήσεων θα δοθεί µέσα στην εβδοµάδα µε τους νέους δηµοσιονοµικούς κανόνες που θα ισχύσουν από το 2025, ωστόσο τα ακριβή περιθώρια για το διάστηµα έως το 2028, που θα καλύπτει το νέο Μεσοπρόθεσµο Πρόγραµµα, θα ξεκαθαρίσουν στις πολιτικές διαπραγµατεύσεις του οικονοµικού επιτελείου µε τους ευρωπαϊκούς θεσµούς για τον ρυθµό αύξησης των πρωτογενών δαπανών σε ορίζοντα τεσσάρων ετών.
2,7% με 3% η περιοχή όπου θα κινηθεί ο ρυθμός αύξησης δαπανών
Με το νέο Σύµφωνο Σταθερότητας το κέντρο βάρους για τη δηµοσιονοµική προσαρµογή µετατοπίζεται από το πρωτογενές πλεόνασµα στη συγκράτηση του ρυθµού αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών, ο οποίος δεν θα µπορεί να ξεπερνά ένα ορισµένο ποσοστό, που πιθανότατα για την Ελλάδα θα κυµανθεί στην περιοχή 2,7% µε 3%. Μόνο εφόσον ο ρυθµός αύξησης των δαπανών είναι χαµηλότερος από αυτό το όριο θα δηµιουργείται δηµοσιονοµικός χώρος για πρόσθετες ενισχύσεις στα νοικοκυριά, ενώ, αντίθετα, χειρότερη εκτέλεση επί αυτού του στόχου θα αφαιρεί χώρο από τα επόµενα έτη. Και στην περίπτωση υπέρβασης κατά ποσοστό που ξεπερνά το 0,3% του ΑΕΠ για ένα έτος ή 0,6% σωρευτικά, η Κοµισιόν θα µπορεί να θέσει το κράτος-µέλος σε διαδικασία υπερβολικού ελλείµµατος.
Ρεαλιστικό πλαφόν
Με δεδοµένο ότι αυτό το ποσοστό θα είναι σε συνάρτηση µε το βάθος της εξυγίανσης και θα κλιµακώνεται είτε ανοδικά στην πάροδο των προγραµµάτων είτε θα βαίνει µειούµενο, η ελληνική πλευρά επιδιώκει µέχρι τις 20 Σεπτεµβρίου, που θα σταλεί το Μεσοπρόθεσµο στις Βρυξέλλες, να συµφωνήσει σε ένα πλαφόν αύξησης δαπανών που θα είναι ρεαλιστικό και όχι θηλιά για την οικονοµία και τα εισοδήµατα, καθώς πολλά από τα νέα µέτρα αφορούν το διάστηµα από το 2025 και µετά. Η κυβέρνηση, µετά το µήνυµα των ευρωεκλογών, θέλει να έχει ένα βαθµό ελευθερίας και όχι να είναι δεµένη χειροπόδαρα, όπως µε τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσµατα, για να προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις που θα περιορίσουν τις επιβαρύνσεις και θα τονώσουν το διαθέσιµο εισόδηµα µε κριτήριο τη δηµοσιονοµική σταθερότητα.
20 Σεπτεμβρίου θα σταλεί το Μεσοπρόθεσμο στις Βρυξέλλες
Στην πράξη ένα ποσοστό αύξησης των πρωτογενών δαπανών κοντά στο 3% δίνει την ευελιξία για πρόσθετες παροχές το 2025 πέραν των ήδη δροµολογηµένων, αρκεί βέβαια η µπίλια να κάτσει σε αυτό το σηµείο και όχι χαµηλότερα, καθώς τα περιθώρια για αυξήσεις δαπανών θα είναι πολύ περιορισµένα. Ηδη για το 2025 έχουν προαναγγελθεί νέες παρεµβάσεις ύψους 870 εκατ. ευρώ που θα αποτυπωθούν στο προσχέδιο του Προϋπολογισµού για το 2025, µε το πακέτο να περιλαµβάνει αυξήσεις 2,5% στις συντάξεις, µείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%, πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύµατος για ελεύθερους επαγγελµατίες, αύξηση του στεγαστικού επιδόµατος για τους φοιτητές, αναστολή του ΦΠΑ στις οικοδοµές και µόνιµη επιστροφή ΕΦΚ στους αγρότες. Να σηµειωθεί ότι για το 2024 ο πήχυς για τον ρυθµό αύξησης των πρωτογενών δαπανών, που φθάνουν τα 100 δισ. ευρώ, είχε τοποθετηθεί στο 2,6%, ποσοστό που µεταφράζεται σε παροχές αξίας 2,6 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγµής, ο ρυθµός µεταβολής έχει συγκρατηθεί στο 2,1%-2,2%. Αν αυτό το ποσοστό διατηρηθεί µέχρι το τέλος του έτους η διαφορά ενδέχεται να κρατηθεί για µελλοντικούς σκοπούς, εκτός και αν η κυβέρνηση επιλέξει να το επιστρέψει στην κοινωνία υπό τη µορφή µερίσµατος.
Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή».