Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Η μείωση του ΦΠΑ δεν αποτελεί λύση για την ακρίβεια
Τι αναφέρει η τριμηνιαία έκθεση
Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ έχουν ελάχιστη και βραχύβια επίδραση στις τιμές καταναλωτή
Οι μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν αποτελεσματικό μέτρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, σύμφωνα με την τελευταία τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Η έκθεση, που βασίζεται σε στοιχεία από 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκαλύπτει ότι οι μειώσεις του ΦΠΑ έχουν περιορισμένη και παροδική επίδραση στις τελικές τιμές καταναλωτή. Συγκεκριμένα, μόλις το 6% της μείωσης του ΦΠΑ περνά στις τελικές τιμές και μόνο για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ οι αυξήσεις του ΦΠΑ διαχέονται στις τιμές κατά 34%.
Επιπλέον, οι τιμές επιστρέφουν στα προηγούμενα επίπεδα μέσα σε 10 μήνες από τη μείωση του ΦΠΑ, και οι μειώσεις του ΦΠΑ συχνά οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων αντί για ελάφρυνση των καταναλωτών.
Η μελέτη αναφέρεται επίσης στο παράδειγμα της Ισπανίας, όπου η μείωση του ΦΠΑ είχε αρχικά σημαντική επίδραση, αλλά αυτή μειώθηκε αισθητά μέσα σε τρεις μήνες. Το Γραφείο εκτιμά ότι στην Ελλάδα η επίδραση μιας μείωσης του ΦΠΑ θα ήταν ακόμα μικρότερη και πιο βραχύβια λόγω των διαφορετικών συνθηκών ανταγωνισμού.
Και καταλήγοντας για το συγκεκριμένο ζήτημα, το Γραφείο αναφέρει ότι «συνυπολογίζοντας το δημοσιονομικό κόστος, το Γραφείο εκτιμά ότι οι όποιες προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο για την λύση του δομικού προβλήματος της «ακρίβειας». Αντίθετα, το Γραφείο, όπως επισήμανε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, θεωρεί ως απαραίτητα μέτρα την ενίσχυση του ανταγωνισμού με την άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για είσοδο νέων επιχειρήσεων, όπως και την ενδυνάμωση και εκπαίδευση των καταναλωτών με πληροφορίες μέσω ψηφιακών εργαλείων για τη σύγκριση τιμών και χαρακτηριστικών προϊόντων ώστε να διαθέτουν ικανή πληροφόρηση για να λαμβάνουν ορθολογικές αποφάσεις στις αγορές τους».
Γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής για πορεία της οικονομίας
Αναφορικά με την πορεία της οικονομίας το Γραφείο αναφέρει ότι «η επικαιροποιημένη εκτίμηση για τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας για το 2024 είναι 2,5% και είναι συμβατή με άλλες επικαιροποιημένες προβλέψεις που έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα της Ελλάδος που τοποθετούν τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2024 μεταξύ 2,0% και 2,5%».
Το Γραφείο, όπως και στις προηγούμενες εκθέσεις, θεωρεί τις επενδύσεις σε πάγιο και ανθρώπινο κεφάλαιο ως τον βασικό πυλώνα για την ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας μακροχρόνια. Οι επενδύσεις διαδραματίζουν καίριο ρόλο καθώς συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Επενδύσεις και ανάπτυξη
Μέσω των επενδύσεων, διευκολύνεται η ανάπτυξη των υποδομών, η καινοτομία και η τεχνολογική πρόοδος, στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη βιώσιμη ανάπτυξη μιας οικονομίας. Το Γραφείο προχώρησε σε ανάλυση της σχέσης μεταξύ επενδύσεων, παραγωγικότητας και μισθών για την ελληνική οικονομία προκειμένου να αναδείξει τον κρίσιμο ρόλο των επενδύσεων στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και ευημερία των πολιτών.
Στην Ελλάδα υπήρχε μία ισχυρά θετική σχέση παραγωγικότητας της εργασίας και επενδύσεων, η οποία εξασθένησε σε μεγάλο βαθμό από την βαθιά οικονομική κρίση που ξέσπασε διεθνώς το 2008 λόγω της μεγάλης πτώσης των επενδύσεων και συνετέλεσε στην χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας. Παράλληλα, η σχέση μισθών και παραγωγικότητας, ήταν θετική και παρέμεινε θετική και μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας.
Το μεγάλο επενδυτικό κενό
Η Ελλάδα πρέπει να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό, για το 2023 περίπου 8% του ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο Ευρωζώνης, απότοκο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Οι αναταράξεις των τελευταίων ετών, η αυξημένη αβεβαιότητα και η έλλειψη χρηματοδότησης, καθυστερούν την συστηματική έκρηξη επενδύσεων. «Είναι επομένως εξαιρετικά κρίσιμο, όπως τονίσαμε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, να επιταχυνθεί η διάχυση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε να καλυφθεί ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της χώρας.
Παράλληλα, με αιχμή του δόρατος το νέο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην χρηματοδότηση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας. Με την επιτυχή ολοκλήρωση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων μέχρι το 2026 θα μπορούμε να μιλάμε με μεγαλύτερη ασφάλεια για την μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας προς ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που σταδιακά απομακρύνεται από την ιδιωτική κατανάλωση και κατευθύνεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές».
Τέλος το Γραφείο προχώρησε «σε ανάλυση του πληθωρισμού του ΑΕΠ στις βασικές συνιστώσες του, για την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με τη συνεισφορά του κόστους εργασίας και των κερδών των επιχειρήσεων στην εξέλιξή του ιδιαίτερα από την περίοδο της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία που επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις. Η ανάλυση δείχνει ότι τα κέρδη είχαν υπερδιπλάσια συνεισφορά στην σωρευτική αύξηση του αποπληθωριστή ΑΕΠ μέχρι το 2024 σε σχέση με το μισθολογικό κόστος.
Η δυναμική των κερδών όμως έχει υποχωρήσει σημαντικά από το πρώτο τρίμηνο του 2023 έως το πρώτο τρίμηνο του 2024, και κατά αυτό το διάστημα το μερίδιο του μισθολογικού κόστους στον πληθωρισμό ΑΕΠ υπερέχει κατά το διπλάσιο περίπου του μεριδίου των κερδών. Η ανάλυση αυτή παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις είτε για λόγους μειωμένου ανταγωνισμού, είτε λόγω αυξημένης ζήτησης που προήλθε από το αυξημένο απόθεμα αποταμίευσης των νοικοκυριών και τον τουρισμό κατάφεραν να περάσουν τις αυξήσεις του εισαγόμενου κόστους στις τιμές και να ενισχύσουν σημαντικά τα κέρδη τους κυρίως κατά την έντονη φάση των πληθωριστικών πιέσεων».