Κέρδη 1,09 δισ. ευρώ και δείκτες απόδοσης καλύτερους του ευρωπαϊκού μέσου όρου παρουσίασαν οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, όπως δείχνουν τα συγκεντρωτικά στοιχεία α’ τριμήνου 2024, που δημοσίευσε ο SSM. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι εν λόγω τράπεζες παρουσιάζουν υψηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων και ενεργητικού, σημαντικά χαμηλότερο δείκτη κόστους προς έσοδα, συντριπτικά υψηλότερους δείκτες ρευστότητας και μεγαλύτερο επιτοκιακό περιθώριο, που διασφαλίζει τα έσοδα τόκων από κατάρρευση, όταν τα επιτόκια της ΕΚΤ μπουν για τα καλά σε πτωτική πορεία. Τα έσοδα από τόκους ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα ανήλθαν στο 60,5% για τα 110 εποπτευόμενα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα και στο 79% για τα 4 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας. Ωστόσο, σημαντικά χαμηλότερα των άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών κινούνται τα έσοδα από προμήθειες. Ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα, ανέρχονται σε 28,8% για τα 110 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύει η ΕΚΤ (SSM), έναντι 16,2% για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες.

Θετικό πρόσημο έχουν οι ελληνικές τράπεζες και στο σκέλος της ποιότητας ενεργητικού. Αν και στο τέλος του α’ τριμήνου 2024 είχαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια 7,29 δισ. ευρώ και δείκτη ΝΡΕ 4,60% έναντι 2,31% των ευρωπαϊκών τραπεζών, κατάφεραν να προασπίσουν τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια από νέες επισφάλειες, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, που είχαν αύξηση των «κόκκινων» δανείων. Περαιτέρω, το ποσοστό κάλυψης των ελληνικών συστημικών τραπεζών από προβλέψεις για επισφάλειες είναι υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (45,48% έναντι 39,98%). Τα στοιχεία του SSM για το α’ τρίμηνο 2024 δείχνουν ότι η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε σε 13,92% έναντι 9,67% των 110 ευρωπαϊκών συστημικών, ενώ η απόδοση ενεργητικού τους (RoA) ανήλθε σε 1,44% έναντι 0,65% των ευρωπαϊκών.

Μακράν υψηλότεροι των ευρωπαϊκών είναι οι δείκτες ρευστότητας των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών. Ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (NSFR) διαμορφώθηκε το α’ τρίμηνο 2024 σε 134,07% έναντι 126,85% για τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) σε 213,09% έναντι 157,85% των ευρωπαϊκών τραπεζών. Μάλιστα, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες αύξησαν τον σχετικό δείκτη ρευστότητας από το περυσινό α’ τρίμηνο, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές.

Η υψηλή διαθέσιμη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών αποτυπώνεται και στον δείκτη δανείων προς καταθέσεις (60,59% έναντι 102,78% των ευρωπαϊκών), υποδηλώνοντας τα μεγάλα περιθώρια που έχουν οι ελληνικές τράπεζες για την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.

Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες εμφανίζουν εξαιρετικά χαμηλό δείκτη εξόδων προς έσοδα, μόλις 32,07%, έναντι 55,94% για τις ευρωπαϊκές. Δουλεύουν, δε, με καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) σημαντικά υψηλότερο του μέσου όρου των ευρωπαϊκών τραπεζών και συγκεκριμένα 3,37% έναντι 1,62% των υπολοίπων ευρωπαϊκών τραπεζών. Σημειώνεται ότι υψηλότερο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο έναντι του μέσου όρου των ελληνικών συστημικών τραπεζών είχαν τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Λετονίας (3,86%), της Λιθουανίας (3,77%), της Σλοβενίας (3,75%) και της Εσθονίας (3,66%). Σε τέσσερα κράτη-μέλη της ευρωζώνης τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα είχαν χαμηλότερο του μέσου όρου NIM (1,62%) και συγκεκριμένα στη Γαλλία (0,87%), τη Γερμανία (1,10%), το Βέλγιο (1,42%) και την Ολλανδία (1,55%).

Τέλος, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών συστημικών τραπεζών απέχουν ελάχιστα από αυτούς των τραπεζών της Ε.Ε. Ο δείκτης βασικών εποπτικών κεφαλαίων, CET1, ανέρχεται σε 15,47% έναντι 15,74% στην Ε.Ε. και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου σε 19,10% έναντι 19,81% στην Ε.Ε.

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά