Το «πράσινο φως» για ουσιαστική ενίσχυση των µισθών στον ιδιωτικό τοµέα άναψε ο πρωθυπουργός στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, η οποία µέσα από διµερή διάλογο µε τους κοινωνικούς εταίρους πρόκειται να προχωρήσει σε αλλαγές στο θεσµικό πλαίσιο που διέπει τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις.

Το στίγµα των κυβερνητικών προθέσεων έδωσε η Νίκη Κεραµέως στην πρόσφατη συνάντηση που είχε µε το προεδρείο της ΓΣΕΕ, κατά την οποία µίλησε για την ανάγκη να υπάρξει ένα νέο κοινωνικό σύµφωνο εργασίας, ενώ απηύθυνε κάλεσµα προς τους εκπροσώπους των εργαζοµένων για διαρκή και εποικοδοµητικό κοινωνικό διάλογο γύρω από όλα τα ανοιχτά ζητήµατα. Παράλληλα, υπογράµµισε ότι ιδιαίτερη σηµασία δίνεται και στην προώθηση των διαπραγµατεύσεων για την υπογραφή συλλογικών συµβάσεων εργασίας, καθώς και στην ενσωµάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για τον καθορισµό επαρκών κατώτατων µισθών.

Οι θεσµικές αλλαγές στους µισθούς θα κινηθούν στο επίπεδο ενίσχυσης τόσο των κλαδικών όσο και των συλλογικών συµβάσεων εργασίας, καθώς, σύµφωνα µε ασφαλείς πληροφορίες, η υπουργός Εργασίας είναι κάθετα αντίθετη στην επαναφορά του προσδιορισµού του κατώτατου µισθού στους κοινωνικούς εταίρους, κάτι που αποτελεί πάγιο αίτηµα τόσο της ΓΣΕΕ όσο και των εργοδοτικών οργανώσεων. Στη βάση αυτού του πλαισίου, οι αυξήσεις στον κατώτατο µισθό για το 2025 αναµένεται να κινηθούν στο 4,5% (3% πληθωρισµός + 1% αύξηση της παραγωγικότητας + 0,50% µείωση των ασφαλιστικών εισφορών). Ετσι, ο κατώτατος µισθός από τα 830 ευρώ µικτά θα διαµορφωθεί στα 867,35 ευρώ και υπολείπονται 90 ευρώ για τη διετία 2026-2027, προκειµένου να φτάσει στα 950 ευρώ, που αποτελεί κυβερνητική δέσµευση.

Οι στόχοι

Η υπουργός Εργασίας τόσο στις µονοµερείς επαφές µε τους εταίρους όσο και στις διµερείς θα επιδιώξει την ενσωµάτωση της οδηγίας της Ε.Ε. για την επάρκεια των κατώτατων µισθών, εντάσσοντάς τη στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Στόχος στην αλλαγή του νοµοθετικού πλαισίου είναι:

  • Η προώθηση των συλλογικών διαπραγµατεύσεων για τον καθορισµό των µισθών.
  • Η προώθηση επαρκών επιπέδων νόµιµων κατώτατων µισθών.
  • Η βελτίωση της πραγµατικής πρόσβασης όλων των εργαζοµένων στην προστασία µε τη µορφή κατώτατου µισθού.
Οι αλλαγές θα κινούνται στη φιλοσοφία της οδηγίας, που είναι η θέσπιση ενός πλαισίου για τον καθορισµό και την επικαιροποίηση των κατώτατων µισθών σύµφωνα µε ένα σύνολο σαφών κριτηρίων. Ο κατώτατος µισθός θα επικαιροποιείται τουλάχιστον ανά διετία (ή, το αργότερο, ανά τετραετία για τις χώρες που χρησιµοποιούν µηχανισµό αυτόµατης τιµαριθµικής αναπροσαρµογής). Ωστόσο, η οδηγία δεν προβλέπει συγκεκριµένο επίπεδο κατώτατου µισθού που πρέπει να επιτύχουν τα κράτη-µέλη.

Να σηµειωθεί ότι ο θεσµός των κλαδικών συµβάσεων εργασίας ατόνησε στη µνηµονιακή περίοδο, όταν είχε καταργηθεί η υποχρεωτικότητα για τις κλαδικές και επικρατούσαν οι ατοµικές συµβάσεις (συµφωνίες σε προσωπικό επίπεδο).

Τι υπάρχει

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι µόλις τέσσερις κλαδικές συµβάσεις εργασίας έχουν οι µικροµεσαίοι (εστίαση, αρτοποιεία, ηλεκτρολόγοι, εργαζόµενοι σε ανελκυστήρες). Σε κλαδικό επίπεδο δεν υπάρχουν συλλογικές διαπραγµατεύσεις και όπου υφίστανται σπάνια καταλήγουν σε συµβάσεις. Ακόµα πιο δύσκολα, δε, οι προβλέψεις των εν λόγω συµβάσεων επεκτείνονται στο σύνολο των εργαζοµένων και των επιχειρήσεων ενός κλάδου. Αυτό συµβαίνει καθώς µια Συλλογική Σύµβαση Εργασίας (ΣΣΕ), για να κηρυχτεί υποχρεωτική και να επεκταθεί σε κάθε µισθωτό (του αντίστοιχου κλάδου), θα πρέπει η οµοσπονδία των εργαζοµένων που τη συνοµολογεί να αντιπροσωπεύει το 50% των µισθωτών και, από την άλλη πλευρά, ο σύνδεσµος των επιχειρήσεων να απασχολεί επίσης τους µισούς εργαζόµενους.

Ωστόσο, η συµµετοχή στα συνδικάτα, και λόγω πολλών µικρών και πολύ µικρών επιχειρήσεων, είναι αναιµική (σε µέσα επίπεδα κάτω του 25%), ενώ πολλές επιχειρήσεις αποφεύγουν την ένταξή τους στους αντίστοιχους εργοδοτικούς συνδέσµους ακριβώς για να µην υπακούουν (καταβάλλουν) σε κλαδικούς-υψηλότερους µισθούς. Να σηµειωθεί ότι στη χώρα µας, λόγω των µικρών επιχειρήσεων (οι 9 στις 10 επιχειρήσεις απασχολούν λιγότερους από 10 µισθωτούς), µόλις το 30% των εργαζοµένων του ιδιωτικού τοµέα καλύπτονται µε Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας, έναντι 45% σε µέσα ευρωπαϊκά επίπεδα και του στόχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 80% των µισθωτών να βρίσκονται υπό την κάλυψη ΣΣΕ.

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή