Η Ηδηµιουργία ενός διαφοροποιηµένου ενεργειακού µείγµατος στην Ευρώπη αναδεικνύεται σε θέµα µείζονος σηµασίας. Η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, είχε πρόσφατα δηλώσει πως, για να πετύχουµε όσο το δυνατόν καλύτερη διαφοροποίηση, θα χρειαστεί να υπάρξει καλύτερη διασυνοριακή συνεργασία.

Το καύσιµο-γέφυρα της ενεργειακής µετάβασης, όπως χαρακτηρίζεται το φυσικό αέριο, βρίσκεται στον κυκεώνα των εξελίξεων, µε τον φόβο µιας νέας κρίσης να επανέρχεται στο προσκήνιο. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ενεργειακή επάρκεια στην Ευρώπη, προειδοποιώντας ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να υπερπηδήσει σηµαντικά εµπόδια προκειµένου να είναι έτοιµη να αντιµετωπίσει µια επόµενη κρίση φυσικού αερίου. Σύµφωνα µε έκθεση που δηµοσιοποίησε το ΕΕΣ, παρά το γεγονός ότι η Ε.Ε. έλαβε ορισµένα µέτρα έκτακτης ανάγκης για να αντιµετωπίσει την εργαλειοποίηση του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, τα οφέλη της δράσης αυτής δεν είναι ξεκάθαρα.

Η ταχύρρυθµη σταδιακή διακοπή των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, που το 2021 αντιπροσώπευε το 45% των εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ε.Ε., προκάλεσε κρίση εφοδιασµού, η οποία µε τη σειρά της οδήγησε σε κρίση οικονοµικής προσιτότητας. Τον Αύγουστο του 2022, η τιµή χονδρικής του φυσικού αερίου κορυφώθηκε στα 339 ευρώ ανά µεγαβατώρα (έναντι 51 ευρώ τον Αύγουστο του 2021). Τα κράτη-µέλη άρχισαν να επιδοτούν τις τιµές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας (µε κόστος περίπου 390 δισ. ευρώ µόνο το 2022), προκειµένου να µειώσουν τις επιπτώσεις στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Στα τέλη του 2023, η Ε.Ε. είχε στραφεί επιτυχώς σε άλλες πηγές πλην της Ρωσίας για τον εφοδιασµό της µε φυσικό αέριο και οι τιµές σταθεροποιήθηκαν, αγγίζοντας τα προ κρίσης επίπεδα στις αρχές του 2024.

Η γεωγραφία αλλάζει


Οπως σχολιάζει η δεξαµενή σκέψης Bruegel, µέσα σε µόλις δυόµισι χρόνια το µείγµα και ο όγκος των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν διαφοροποιηθεί σηµαντικά. Ο κύριος προµηθευτής -η Ρωσία- έχει σε µεγάλο βαθµό αποκοπεί από το µείγµα και οι όγκοι εισαγωγών είναι χαµηλότεροι, λόγω µείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου στην Ε.Ε. Πρόσφατα στοιχεία, όµως, δείχνουν πως υπάρχουν σκιές στο αφήγηµα της απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Πρόκειται για εξέλιξη που επηρεάζει όχι µόνο τη µείωση των εισαγωγών LNG, αλλά και την αµφισβήτηση της βιωσιµότητας των σχεδιαζόµενων υποδοµών, που υπηρετούν το αφήγηµα του «απογαλακτισµού», µε πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα τον Κάθετο ∆ιάδροµο Φυσικού Αερίου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα επειδή η εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου της Ε.Ε. µειώθηκε κατά περισσότερο από το ένα τρίτο (36%) µεταξύ 2020 και 2023, λόγω των µειώσεων από τον µεγαλύτερο παραγωγό, την Ολλανδία. Η εγχώρια πτώση αναµένεται να συνεχιστεί χωρίς σηµαντική βραχυπρόθεσµη αύξηση στην παραγωγή πράσινου αερίου της Ε.Ε., συµπεριλαµβανοµένου του βιοαερίου και του βιοµεθανίου.

Μεταξύ του 2020 και του 2023, το µερίδιο του ρωσικού φυσικού αερίου στις εισαγωγές φυσικού αερίου της Ε.Ε. µειώθηκε από το µισό περίπου στο 15%. Η Νορβηγία είναι πλέον ο κύριος εξωτερικός προµηθευτής φυσικού αερίου της Ε.Ε., παραδίδοντας το µεγαλύτερο µέρος του αερίου της µέσω αγωγών. Το υγροποιηµένο φυσικό αέριο (LNG) από τις Ηνωµένες Πολιτείες ανταγωνίζεται πλέον το ρωσικό αέριο για τη δεύτερη θέση στην αγορά της Ε.Ε. Νέες πηγές, όπως η Αίγυπτος, η Αγκόλα και το Οµάν, καθώς και οι αυξανόµενες εισαγωγές από το Αζερµπαϊτζάν, έχουν καταστήσει το µείγµα εισαγωγών φυσικού αερίου της Ε.Ε. πιο διαφοροποιηµένο. Αντίστοιχα, η εξάρτηση της Ε.Ε. από τις εισαγωγές που µεταφέρονται µέσω θαλασσών και ωκεανών έχει αυξηθεί. Το 2022 και το 2023, οι περισσότερες εισαγωγές φυσικού αερίου της Ε.Ε. προήλθαν µέσω υπεράκτιων αγωγών από τη Βόρεια Θάλασσα, τη Μεσόγειο και τη Βαλτική Θάλασσα, από χώρες όπως η Νορβηγία, η Αλγερία και η Λιβύη, ή µε δεξαµενόπλοια LNG από τις ΗΠΑ, το Κατάρ και την Αίγυπτο.

Προκλήσεις και τιμές

Παρά την περιορισµένη πρόσβαση στα µεγαλύτερα παγκόσµια αποθέµατα φυσικού αερίου στη Ρωσία, η Ε.Ε. έχει δυνητικά πρόσβαση σε µεγάλο βαθµό αποθεµάτων στην Αραβική Χερσόνησο και την Κεντρική Ασία, συµπεριλαµβανοµένων του Ιράν και του Τουρκµενιστάν. Ωστόσο, η πρόσβαση σε αυτά τα αποθέµατα αποτελεί πρόκληση λόγω της ανεπαρκούς υποδοµής, της υψηλής εγχώριας ζήτησης (στο Ιράν, για παράδειγµα), της εγγύτητας σε µεγάλα κέντρα ζήτησης, όπως η Τουρκία και η Κίνα, και της πολύπλοκης γεωπολιτικής, ιδίως στο Ιράν. Το µείγµα εισαγωγών φυσικού αερίου καθορίζεται σε µεγάλο βαθµό από τις δυνάµεις της αγοράς.

Οι αποφάσεις των εταιρειών και, σε δεύτερο επίπεδο, οι εθνικοί στόχοι στρατηγικής πολιτικής, σε συνάρτηση µε τις αποφάσεις σε επίπεδο Ε.Ε., διαµορφώνουν σε µεγάλο βαθµό από πού προέρχονται οι εισαγωγές φυσικού αερίου της Ευρώπης. Οι τιµές, βέβαια, θα συνεχίσουν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο στον καθορισµό του µείγµατος εισαγωγών. Αυτό που πρέπει να τεθεί στο τραπέζι είναι αν η Ευρώπη από την «κακή εξάρτησή της» από τη Ρωσία θα αναπτύξει νέες «κοντόφθαλµες εξαρτήσεις» από άλλες χώρες, όπως η Αµερική.

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή