ΤτΕ: Αποκλίσεις στις τιμές των τυποποιημένων προϊόντων σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα
Πώς μπορούν να μειωθούν οι τιμές
Η μελέτη της ΤτΕ αποδίδει εν μέρει τις μεγάλες αυτές διαφορές στις τιμές στη δομή της ελληνικής αγοράς, αλλά και στις προτιμήσεις των Ελλήνων καταναλωτών
Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, η Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα για τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ, έχοντας περίπου 10% υψηλότερες τιμές σε σύγκριση με την ευρωζώνη κατά μέσο όρο.
Ωστόσο, όπως διαπιστώνεται στην ίδια μελέτη, για ορισμένα προϊόντα οι αποκλίσεις των τιμών στην Ελλάδα από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι πολλαπλάσιες.
Για παράδειγμα η τιμή του αλεσμένου καφέ στην Ελλάδα είναι 50% υψηλότερη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, της μαργαρίνης κατά 60%, του ανθρακούχου νερού κατά 129%, στις χαρτοπετσέτες 100%, στο γάλα μακράς διαρκείας κατά 56%. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που παρατίθενται στη μελέτη, η χώρα μας εμφανίζεται φθηνότερη σε σύγκριση με την ΕΕ κατά 8% στο φρέσκο γάλα, κατά 24% στο ελαιόλαδο και κατά 13% στα σαμπουάν.
Παραταύτα, η ίδια μελέτη (που εκπόνησαν τα στελέχη της ΤτΕ Αλεξ. Καρακίτσιος, Θεοδώρα Κοσμά, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Γιώργος Παπαδόπουλος και Παύλος Πέτρουλας) διαπιστώνει ακόμη ότι οι διαφορές των τιμών μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών έχουν μειωθεί σημαντικά από το 2011. Η μελέτη εκτιμά ότι υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και -σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα- έχουν στόχο μέσω της εκπαίδευσης να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό.
Επίσης, σύμφωνα με τη μελέτη, για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσίες, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ και είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της ευρωζώνης θα οδηγούσε σε σημαντικές μειώσεις τιμών. Συγκεκριμένα, για την ομάδα προϊόντων με τις υψηλότερες πωλήσεις στο δείγμα, η μείωση τιμών στην Ελλάδα θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 17 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για την ομάδα προϊόντων όπου η Ελλάδα είναι από τις πιο ακριβές χώρες η μείωση τιμών θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 30 ποσοστιαίες μονάδες.
Καθώς στο διάστημα 2011-2023 οι διαφορές στις τιμές μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών του δείγματος μειώθηκαν συνολικά κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, συμπεραίνεται ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και -σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα- στοχεύουν στην ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού.
Όσον αφορά την αγορά των προμηθευτών, η αύξηση του ανταγωνισμού θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές σε όλα σχεδόν τα προϊόντα της μελέτης, καθώς, για κάθε κατηγορία προϊόντος, ο προμηθευτής με ηγετική θέση στην αγορά κατέχει μεγαλύτερο μερίδιο στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη. Επίσης, περαιτέρω μειώσεις στις τιμές των επώνυμων προϊόντων θα επιτυγχάνονταν από τη μεγαλύτερη διείσδυση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι εκτός από τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ, υπάρχουν και ποικίλα άλλα είδη που είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές, όπως τα μη επεξεργασμένα είδη διατροφής και υπηρεσίες τα οποία είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα. Για ένα μεγάλο μέρος προϊόντων αυτού του είδους η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές. Ως εκ τούτου, μικροί τοπικοί παραγωγοί ενδέχεται να μην ακολουθούν τις ίδιες στρατηγικές τιμολόγησης όπως στην περίπτωση πολλών επώνυμων προϊόντων που παράγονται από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Ωστόσο, όπως διαπιστώνεται στην ίδια μελέτη, για ορισμένα προϊόντα οι αποκλίσεις των τιμών στην Ελλάδα από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι πολλαπλάσιες.
Για παράδειγμα η τιμή του αλεσμένου καφέ στην Ελλάδα είναι 50% υψηλότερη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, της μαργαρίνης κατά 60%, του ανθρακούχου νερού κατά 129%, στις χαρτοπετσέτες 100%, στο γάλα μακράς διαρκείας κατά 56%. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που παρατίθενται στη μελέτη, η χώρα μας εμφανίζεται φθηνότερη σε σύγκριση με την ΕΕ κατά 8% στο φρέσκο γάλα, κατά 24% στο ελαιόλαδο και κατά 13% στα σαμπουάν.
Πού οφείλονται οι μεγάλες διαφορές στις τιμές της ελληνικής αγοράς
Η μελέτη αποδίδει εν μέρει τις μεγάλες αυτές διαφορές στις τιμές στη δομή της ελληνικής αγοράς, αλλά και στις προτιμήσεις των Ελλήνων καταναλωτών. Όπως υπολογίζεται, όσον αφορά τα προϊόντα που είναι πιο ακριβά, π.χ. ανθρακούχα αναψυκτικά, στιγμιαίος καφές, χαρτί υγείας και δημητριακά, οι τιμές θα ήταν 28%-33% χαμηλότερες αν οι αγορές των παραγωγών και των λιανεμπόρων, αλλά και οι προτιμήσεις των καταναλωτών ευθυγραμμίζονταν με τους αντίστοιχους μέσους όρους της ευρωζώνης.Παραταύτα, η ίδια μελέτη (που εκπόνησαν τα στελέχη της ΤτΕ Αλεξ. Καρακίτσιος, Θεοδώρα Κοσμά, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Γιώργος Παπαδόπουλος και Παύλος Πέτρουλας) διαπιστώνει ακόμη ότι οι διαφορές των τιμών μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών έχουν μειωθεί σημαντικά από το 2011. Η μελέτη εκτιμά ότι υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και -σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα- έχουν στόχο μέσω της εκπαίδευσης να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό.
Επίσης, σύμφωνα με τη μελέτη, για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσίες, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ και είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της ευρωζώνης θα οδηγούσε σε σημαντικές μειώσεις τιμών. Συγκεκριμένα, για την ομάδα προϊόντων με τις υψηλότερες πωλήσεις στο δείγμα, η μείωση τιμών στην Ελλάδα θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 17 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για την ομάδα προϊόντων όπου η Ελλάδα είναι από τις πιο ακριβές χώρες η μείωση τιμών θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 30 ποσοστιαίες μονάδες.
Καθώς στο διάστημα 2011-2023 οι διαφορές στις τιμές μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών του δείγματος μειώθηκαν συνολικά κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, συμπεραίνεται ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και -σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα- στοχεύουν στην ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού.
Όσον αφορά την αγορά των προμηθευτών, η αύξηση του ανταγωνισμού θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές σε όλα σχεδόν τα προϊόντα της μελέτης, καθώς, για κάθε κατηγορία προϊόντος, ο προμηθευτής με ηγετική θέση στην αγορά κατέχει μεγαλύτερο μερίδιο στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη. Επίσης, περαιτέρω μειώσεις στις τιμές των επώνυμων προϊόντων θα επιτυγχάνονταν από τη μεγαλύτερη διείσδυση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μείωση των τιμών
Τέλος, όσον αφορά την αγορά των σούπερ μάρκετ, εκτιμάται ότι μειώσεις τιμών θα μπορούσαν να προέλθουν αφενός μεν από την αύξηση του τοπικού ανταγωνισμού ως προς τον καταναλωτή, αφετέρου δε από τη δημιουργία ενώσεων λιανεμπόρων (buying groups) ως προς τους προμηθευτές, έτσι ώστε να αντισταθμίζονται οι ολιγοπωλιακές πρακτικές των πολυεθνικών και να επιτυγχάνονται καλύτερες τιμές χονδρικής.Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι εκτός από τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ, υπάρχουν και ποικίλα άλλα είδη που είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές, όπως τα μη επεξεργασμένα είδη διατροφής και υπηρεσίες τα οποία είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα. Για ένα μεγάλο μέρος προϊόντων αυτού του είδους η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές. Ως εκ τούτου, μικροί τοπικοί παραγωγοί ενδέχεται να μην ακολουθούν τις ίδιες στρατηγικές τιμολόγησης όπως στην περίπτωση πολλών επώνυμων προϊόντων που παράγονται από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις.