Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος έχει θέσει η Ευρώπη τη γεωθερµία. Η ανάγκη αξιοποίησης του γεωθερµικού δυναµικού µε αυστηρούς κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος βρίσκεται ιδιαίτερα ψηλά στην πολιτική ατζέντα, µε τον υπουργό Ενέργειας της Ουγγαρίας, Σάµπα Λάντος (Csaba Lantos), να αναδεικνύει το ζήτηµα κατά τη διάρκεια του τελευταίου άτυπου Συµβουλίου Υπουργών Ενέργειας στη Βουδαπέστη. Η γεωθερµία είναι µια σταθερή και εγχώρια πηγή καθαρής ενέργειας, µε πολλαπλά οφέλη για την κοινωνία, την οικονοµία και το περιβάλλον. Μπορεί να κρύβει προκλήσεις, αλλά είναι η απάντηση απέναντι στη στοχαστικότητα των Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας, δήλωσε κατά τη διάρκεια της οµιλίας του ο Σάµπα Λάντος.

Η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, η οποία συµµετείχε στο άτυπο Συµβούλιο Υπουργών Ενέργειας, υπογράµµισε τις αυξηµένες δυνατότητες που διαθέτει η Ελλάδα, αλλά εστίασε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι παρόµοιες επενδύσεις απαιτούν αυξηµένα αρχικά κεφάλαια, καθώς και τον απαραίτητο διάλογο µε τις τοπικές κοινωνίες για την αποδοχή αυτής της τεχνολογίας, δεδοµένου ότι οι τοπικές αντιδράσεις αποτελούν ένα από τα κύρια εµπόδια. Και µπορεί η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού τοµέα γεωθερµικής ενέργειας να εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση µε άλλες Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας, ωστόσο δεν µπορεί κανείς να αµφισβητήσει το άφθονο αναξιοποίητο δυναµικό για τη συµβολή της γεωθερµίας στην εµπορική αγορά θερµότητας, σηµειώνει η έκθεση Renewable Energy Statistics 2024, που δηµοσίευσε ο ∆ιεθνής Οργανισµός Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας τον Ιούλιο.

Η συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το 2022 είναι 29.031 TWh, αντιπροσωπεύοντας ετήσια αύξηση 2,4% από το 2011. Οι Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας αντιπροσώπευαν το 29,1% της παγκόσµιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2022, µε το υπόλοιπο να παρέχεται από ορυκτά καύσιµα, πυρηνική ενέργεια, αντλησιοταµίευση και άλλες µη Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας. Από το 2010 έως το 2022 η ανάπτυξη της ανανεώσιµης ηλεκτρικής ενέργειας προήλθε κυρίως από την ηλιακή και την αιολική ενέργεια. Οι δύο πηγές, που ταξινοµούνται ως µεταβλητές Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας, συνεισέφεραν το 11,7% του παγκόσµιου µίγµατος ηλεκτρικής ενέργειας το 2022 και αυξήθηκαν κατά 18,2% από το 2021.

Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια συνεισέφεραν 2.098 TWh και 1.294 TWh παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2022, αντίστοιχα. Αντίθετα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από γεωθερµικούς πόρους βρίσκεται στο σχετικά χαµηλό ποσοστό των 97 TWh. Αυτό αντιπροσωπεύει αύξηση 2,3% από το προηγούµενο έτος και µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 2,5% από το 2014. Η Ασία (30.227 GWh) εξακολουθεί να διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στη γεωθερµική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, κυρίως χάρη στις συνεισφορές της Ινδονησίας (16.677 GWh) και των Φιλιππίνων (10.425 GWh). Άλλοι σηµαντικοί συνεισφέροντες σε επίπεδο χώρας είναι οι Ηνωµένες Πολιτείες (19.142 GWh), η Τουρκία (11.119 GWh), η Νέα Ζηλανδία (8.544 GWh), η Κένυα (5.325 GWh), η Ισλανδία (5.916 GWh), η Ιταλία (5.837 GWh) και το Μεξικό (4.536 GWh).

Ανάγκη για ιδιωτικές επενδύσεις

Ο πρόσφατα εκδοθείς ευρωπαϊκός κανονισµός για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κατέταξε τη γεωθερµική µεταξύ των τεχνολογιών ζωτικής σηµασίας για την απαλλαγή του ενεργειακού συστήµατος από τις ανθρακούχες εκποµπές. Υπάρχει ανάγκη να αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, ιδίως για να ξεπεραστούν οι κίνδυνοι γεώτρησης και να µειωθεί το αρχικό κόστος επένδυσης. Επί του παρόντος, περισσότερο από το ήµισυ της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στον οικιακό τοµέα για θέρµανση χώρων καλύπτεται από ορυκτά καύσιµα, ενώ το µεγαλύτερο δυναµικό χρήσης γεωθερµικής ενέργειας έγκειται στη θέρµανση και την ψύξη.

Ο τοµέας της θέρµανσης και της ψύξης αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήµισυ της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας της Ε.Ε. και συµβάλλει έως και στο 35% των εκποµπών αερίων θερµοκηπίου που σχετίζονται µε τη χρήση ενέργειας. Ο τοµέας της θέρµανσης και της ψύξης µπορεί να διαδραµατίσει σηµαντικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων της Ε.Ε. για την ενέργεια και το κλίµα.

Σύµφωνα µε τον ∆ιεθνή Οργανισµό Ενέργειας, ο τοµέας της θέρµανσης και ιδίως η τηλεθέρµανση προσφέρει µεγάλες δυνατότητες απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκποµπές, οι οποίες, ωστόσο, παραµένουν σε µεγάλο βαθµό αναξιοποίητες σε επίπεδο Ε.Ε. Ως εκ τούτου, υπάρχει σαφής ανάγκη να απελευθερωθεί το σηµαντικό δυναµικό των Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας για την απαλλαγή του τοµέα θέρµανσης και ψύξης από τις ανθρακούχες εκποµπές.

Η αποδοτικότερη χρήση της γεωθερµικής ενέργειας διαδραµατίζει καίριο ρόλο στην απαλλαγή του τοµέα θέρµανσης και ψύξης από τις ανθρακούχες εκποµπές. Ωστόσο, η εµπορικότητα των γεωθερµικών εξελίξεων στον τοµέα απαιτεί δηµόσια χρηµατοδότηση και κυβερνητικά κίνητρα. Τα µη οικονοµικά εµπόδια στην ανάπτυξη της γεωθερµικής ενέργειας περιλαµβάνουν την προβολή του υπόγειου δυναµικού, την πρόσβαση σε τοπικά γεωλογικά δεδοµένα και την έλλειψη ευαισθητοποίησης του κοινού, µεταξύ άλλων και από τη βιοµηχανία, σχετικά µε τα οφέλη µιας ανανεώσιµης και τοπικά διαθέσιµης πηγής ενέργειας.

Χαµηλές δαπάνες

Η γεωθερµική ενέργεια, ρηχή ή βαθιά, είναι διαθέσιµη σε όλα τα κράτη-µέλη. Οι αβαθείς γεωθερµικές αναπτύξεις (συλλέκτες θερµότητας ή αντλίες θερµότητας εδάφους) χαρακτηρίζονται από σχετικά χαµηλές επενδυτικές δαπάνες και είναι απαλλαγµένες από γεωλογικού τύπου επενδυτικούς κινδύνους. Από την άλλη, µπορούν να παρέχουν σχετικά χαµηλές δυνατότητες παραγωγής ενέργειας σε σύγκριση µε τη βαθιά γεωθερµία. Οι υδροθερµικές εγκαταστάσεις µεγάλου βάθους -ανάλογα µε τη θερµοκρασία και την απόδοση του χρησιµοποιούµενου ιαµατικού νερού- µπορούν να ικανοποιήσουν ανάγκες θερµικής ενέργειας µικρότερων οικισµών, κωµοπόλεων, συνοικιών πόλεων ή ακόµα και ολόκληρων πόλεων. Οι γεωθερµικές επενδύσεις µεγάλου βάθους απαιτούν υψηλές αρχικές δαπάνες και αντιµετωπίζουν κινδύνους υλοποίησης που συνδέονται µε γεωλογικούς παράγοντες.

Το αρχικό κόστος επένδυσης, καθώς και οι υπόγειες αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι επηρεάζουν αρνητικά την εµπορικότητα των έργων, γεγονός που συχνά αποθαρρύνει τους επενδυτές από τέτοιου είδους επενδύσεις. Προκειµένου να αρθούν τα εµπορικά εµπόδια, τα κράτη-µέλη µπορούν να διερευνήσουν λύσεις χρηµατοοικονοµικής µείωσης των κινδύνων που είναι κατάλληλες για την ωριµότητα της τοπικής γεωθερµικής βιοµηχανίας, όπως επιχορηγήσεις, δάνεια µετατρέψιµα σε επιχορηγήσεις, εγγυήσεις που υποστηρίζονται από το κράτος, ασφάλιση εξερεύνησης και µηχανισµοί αντιστάθµισης κινδύνου.

Προώθηση της ζήτησης

Υπάρχουν ήδη ορισµένες ορθές πρακτικές σε ορισµένα κράτη-µέλη (όπως η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες, η ∆ανία, η Γερµανία, η Πολωνία και η Κροατία). Σηµαντικός µοχλός της γεωθερµίας είναι η προώθηση της ζήτησής της. Ο εκσυγχρονισµός και η επέκταση των δικτύων τηλεθέρµανσης και τηλεψύξης αποτελεί βασική κινητήρια δύναµη για τη γεωθερµία, µε προκλήσεις που σχετίζονται µε τον σχεδιασµό, τη χρηµατοδότηση των υποδοµών και την κατάλληλη αµοιβή των υπηρεσιών που παρέχουν τα δίκτυα αυτά στο σύστηµα ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. ευελιξία). Η γεωθερµία έχει επίσης πολλαπλές εφαρµογές στον κλάδο, όπου η ευαισθητοποίηση σχετικά µε την τεχνολογία, τα επιχειρηµατικά µοντέλα και τους τύπους συµβάσεων είναι το κλειδί. Εκτός από το εµπόδιο της εµπορικότητας, πρέπει επίσης να καλυφθούν τα κενά χωρητικότητας.

Χωρίς παρεµβάσεις, ο ανταγωνισµός για σπάνιους πόρους θα έχει αποτέλεσµα την αύξηση του κόστους κατασκευής, υπηρεσιών και προµήθειας, γεγονός που θέτει περαιτέρω υπό αµφισβήτηση την εµπορικότητα των έργων γεωθερµικής ανάπτυξης. Η βαθιά γεωθερµική εξερεύνηση ξεκινά µε την αξιολόγηση των δεδοµένων του υπεδάφους. Η δηµόσια και διαδικτυακή διαθεσιµότητα δεδοµένων, πληροφοριών και χαρτών γεωεπιστηµών είναι απαραίτητη για την εκτίµηση του γεωθερµικού δυναµικού, την αξιολόγηση των υπόγειων γεωλογικών κινδύνων και την ποσοτικοποίηση των αρχικών δαπανών.

Πρόκληση η αποδοχή

Οι επενδυτές, όπως οι τοπικές ενεργειακές κοινότητες, πρέπει να έχουν πρόσβαση σε υπόγεια δεδοµένα που θα τους επιτρέψουν να συνδέσουν το γεωθερµικό δυναµικό µε τις ανάγκες της αγοράς θερµότητας. Παρά τα σαφή οφέλη της αξιοποίησης της γεωθερµικής ενέργειας, η αποδοχή από το κοινό εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για γεωθερµικά έργα µεγάλου βάθους. Εντοπίζονται επίσης περιβαλλοντικές ανησυχίες, όπως οι επιπτώσεις των δραστηριοτήτων εξερεύνησης (σεισµικές έρευνες και γεωτρήσεις), οι πιθανές παρεµβολές στα υπόγεια ύδατα, οι εκποµπές µη συµπυκνώσιµων αερίων, η υπερεκµετάλλευση των θερµικών υδάτινων πόρων και η σεισµική δραστηριότητα. Η συνετή ρύθµιση, που αντικατοπτρίζει µια βιώσιµη προσέγγιση αξιολόγησης του κύκλου ζωής, τη διαφάνεια των επιτόπιων δραστηριοτήτων, τη µεγαλύτερη συµµετοχή των ενδιαφερόµενων µερών και τη συµµετοχή των τοπικών κοινοτήτων στις φάσεις σχεδιασµού και υλοποίησης, µπορεί να χρησιµεύσει ως αποτελεσµατικός τρόπος αντιµετώπισης των ανησυχιών του κοινού και υπέρβασης της δυσπιστίας.

Απαιτείται καθοδήγηση ως προς την τυποποίηση των ορισµών και των κριτηρίων εκτίµησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ώστε να παρέχεται σαφήνεια τόσο στους φορείς ανάπτυξης έργων όσο και στους οργανισµούς αδειοδότησης, καθώς και να πληρούνται τα υψηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα. Η συνεργασία µεταξύ φορέων υλοποίησης έργων, επενδυτών, τοπικών και εθνικών αρχών και κοινοτήτων για την οικοδόµηση εµπιστοσύνης και τη δηµιουργία αµοιβαία επωφελών σχέσεων µπορεί να βοηθήσει.

Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»