''Μαγνήτης'' για τους επενδυτές τα ακίνητα - Υψηλή η ζήτηση στο α' εξάμηνο του 2024
Αποτελούν πόλο έλξης
Αυξηµένη η ζήτηση το πρώτο εξάµηνο του 2024 για ''πράσινους'' γραφειακούς χώρους, εµπορικά καταστήµατα και σύγχρονα logistics, γεγονός που τα καθιστά ουσιαστικό πυλώνα ανάπτυξης
Βγαίνοντας από την οικονοµική κρίση της προηγούµενης δεκαετίας, οι επενδύσεις σε ακίνητα αποτελούν και πάλι ουσιαστικό πυλώνα ανάπτυξης της Ελλάδας. Συγκεκριµένα, κατά τη διάρκεια του α’ εξαµήνου του 2024 υψηλή ήταν η ζήτηση τόσο των εγχώριων όσο και των ξένων επενδυτών για «πράσινους» γραφειακούς χώρους, εµπορικά καταστήµατα και σύγχρονα logistics.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Danos Group, στην Ελλάδα τα γραφεία εξακολουθούν να έχουν ισχυρή ζήτηση από τους επενδυτές, οι οποίοι αναζητούν χώρους υψηλών προδιαγραφών, κάτι που δεν συµβαίνει στις ευρωπαϊκές αγορές, όπου ο τοµέας βρίσκεται αντιµέτωπος µε µια ραγδαία πτώση. Η Ελλάδα σήµερα έχει ένα ανεκτέλεστο υπόλοιπο νέων έργων για πιστοποιηµένα γραφεία, τα οποία θα ικανοποιήσουν εν µέρει τη συνεχιζόµενη ζήτηση. Ο τοµέας, µάλιστα, διατηρεί αισιόδοξες προβλέψεις για την επόµενη πενταετία, λόγω της αναπτυσσόµενης εθνικής οικονοµίας και της εισροής νέων επενδυτών, που αναζητούν περιουσιακά στοιχεία που πληρούν τα κριτήρια ESG.
Συγκεκριµένα, µέχρι το τέλος του 2024 εκτιµάται ότι θα προστεθούν επιπλέον 125.000 τ.µ. στο υφιστάµενο «πράσινο» απόθεµα, ενώ µέχρι το τέλος του 2026 προβλέπεται ότι θα έχουν αναπτυχθεί επιπλέον 210.000 τ.µ. νέων γραφειακών χώρων. Το µισθωτικό ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στις κεντρικές αγορές, δηλαδή στο κέντρο και στο Μαρούσι, ενώ η ζήτηση και τα µισθώµατα ποικίλλουν για παλαιότερα ακίνητα και για δευτερογενείς αγορές. Συγκεκριµένα, τα ενοίκια για την περιοχή του αθηναϊκού κέντρου σε prime κτίρια γραφείων έχουν σκαρφαλώσει πλέον στα 33 ευρώ ανά τ.µ., στα 27 ευρώ ανά τ.µ. στη Λεωφόρο Βασ. Σοφίας, στα 28 ευρώ ανά τ.µ. στο Μαρούσι, ενώ το χαµηλότερο µίσθωµα, στα 15 ευρώ ανά τ.µ., εντοπίζεται για γραφεία επί της Λ. Μεσογείων. Ως εκ τούτου, τα yields για τα prime γραφεία έχουν υποχωρήσει µεταξύ 5,7% και 6,5%, για τα παλαιότερα γραφεία σε προβεβληµένες αγορές στο 7%-7,5% και στο εύρος 8%-8,5% για γραφεία σε δευτερογενείς αγορές.
Σε ό,τι αφορά τα ακίνητα εµπορικής χρήσης, τόσο τα εµπορικά κέντρα όσο και τα καταστήµατα σε µεγάλες κεντρικές αγορές διατηρούν την ανθεκτικότητά τους παρά την κάµψη του λιανεµπορικού τζίρου, καθώς συγκεντρώνουν τον κύριο όγκο της κατανάλωσης.
∆ιατηρώντας τη δυναµική των τελευταίων χρόνων, το µέσο ενοίκιο ανά τ.µ. στα εµπορικά κέντρα διαµορφώνεται στα 40 ευρώ, ενώ υποχωρεί στα 25 ευρώ ανά τ.µ. για καταστήµατα σε δευτερογενείς αγορές και στα 13 ευρώ ανά τ.µ. για κα ταστήµατα σουπερµάρκετ.
Το yield για τα εµπορικά κέντρα διαµορφώνεται, σύµφωνα µε την Danos, στο 6,7%-7,75%, ενώ το χαµηλότερο yield (5,5%-6%) εµφανίζουν τα µισθωµένα καταστήµατα στην αγορά της οδού Ερµού, όπου προφανώς το ενοίκιο ανά τ.µ. είναι το υψηλότερο στην Αθήνα και την ευρύτερη επικράτεια.
Υψηλή παραµένει και η ζήτηση για τα logistics στην ελληνική αγορά, µε αποτέλεσµα να αυξάνονται σηµαντικά και τα µισθώµατα στις prime τοποθεσίες. Συγκεκριµένα, οι επενδυτές αναγκάζονται να αναζητήσουν νέες αναπτύξεις λόγω της συνεχιζόµενης έλλειψης σύγχρονων αποθεµάτων logistics. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε την έρευνα, οι προβλέψεις για το 2024 δείχνουν ότι θα υπάρχει συνεχής αύξηση της ζήτησης και των τιµών ενοικίασης, µε αποδόσεις που αναµένεται να αυξηθούν κατά περίπου 7%.
Τους πρώτους µήνες του έτους οι επενδύσεις περιορίστηκαν στα 34 εκατ. ευρώ, ωστόσο οι µελλοντικές αναπτύξεις που προετοιµάζονται δηµιουργούν θετικές προοπτικές. Είναι χαρακτηριστικό πως στο α’ εξάµηνο µόνο το 4% του αποθέµατος υφιστάµενων αποθηκών είναι ελεύθερο, ενώ η πλειονότητα των αναπτύξεων προχωρούν µε προσύµφωνα µίσθωσης ή αγοράς από τους τελικούς χρήστες ή τις εταιρείες 3PL. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΑΕΕΑΠ ενδιαφέρονται κυρίως για prime logistics σε τοποθεσίες όπως ο Ασπρόπυργος και η Μαγούλα. ∆ευτερεύουσες τοποθεσίες, όπως είναι τα Οινόφυτα και το Μαρκόπουλο, σταδιακά µπαίνουν και αυτές όλο και πιο πολύ στο στόχαστρο των επενδυτών.
Για ακόµα έναν χρόνο στα ύψη είναι και η ζήτηση για τα τουριστικά ακίνητα της ελληνικής αγοράς. Την ώρα που σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που, παρά το γεγονός ότι έχουν ισχυρό τουρισµό, έχουν σηµειώσει βραδύτερη ανάπτυξη σε ξενοδοχειακές επενδύσεις - ειδικά από ξένα κεφάλαια. Το 2024 συνεχίζεται το επενδυτικό ενδι αφέρον για τουριστικά ακίνητα, ξεπερ νώντας, µάλιστα, άλλες οµοειδείς ευρω παϊκές αγορές. Χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, αν και παραδοσιακά ισχυρές στον τουρισµό, έχουν σηµειώσει βραδύτερη ανάπτυξη σε ξενοδοχειακές επενδύσεις - ειδικά από ξένα κεφάλαια. Σύµφωνα, µάλιστα, µε τον ΕΟΤ, οι επενδύσεις που έχουν συγκεντρωθεί στην Αθήνα και αφορούν νέα ξενοδοχεία και ριζικές ανακαινίσεις ξεπερνούν τα 500 εκατ. ευρώ. Ακόµα, µεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες και πολυτελείς µάρκες επεκτείνουν την παρουσία τους, αναγνωρίζοντας τη µακροπρόθεσµη δυναµική του ελληνικού τουριστικού τοµέα. Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει και η έρευνα, οι σηµαντικότερες συναλλαγές του τελευταίου εξαµήνου αφορούν την αγορά του «Galaxy Hotel» στη Νάξο από την Attica Blue Hospitality, θυγατρική της Attica, και τα ξενοδοχεία που αποκτήθηκαν από τον όµιλο G Hotel Collection.
Δημοσιεύτηκε στο MoneyPro των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 17/8
Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Danos Group, στην Ελλάδα τα γραφεία εξακολουθούν να έχουν ισχυρή ζήτηση από τους επενδυτές, οι οποίοι αναζητούν χώρους υψηλών προδιαγραφών, κάτι που δεν συµβαίνει στις ευρωπαϊκές αγορές, όπου ο τοµέας βρίσκεται αντιµέτωπος µε µια ραγδαία πτώση. Η Ελλάδα σήµερα έχει ένα ανεκτέλεστο υπόλοιπο νέων έργων για πιστοποιηµένα γραφεία, τα οποία θα ικανοποιήσουν εν µέρει τη συνεχιζόµενη ζήτηση. Ο τοµέας, µάλιστα, διατηρεί αισιόδοξες προβλέψεις για την επόµενη πενταετία, λόγω της αναπτυσσόµενης εθνικής οικονοµίας και της εισροής νέων επενδυτών, που αναζητούν περιουσιακά στοιχεία που πληρούν τα κριτήρια ESG.
Συγκεκριµένα, µέχρι το τέλος του 2024 εκτιµάται ότι θα προστεθούν επιπλέον 125.000 τ.µ. στο υφιστάµενο «πράσινο» απόθεµα, ενώ µέχρι το τέλος του 2026 προβλέπεται ότι θα έχουν αναπτυχθεί επιπλέον 210.000 τ.µ. νέων γραφειακών χώρων. Το µισθωτικό ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στις κεντρικές αγορές, δηλαδή στο κέντρο και στο Μαρούσι, ενώ η ζήτηση και τα µισθώµατα ποικίλλουν για παλαιότερα ακίνητα και για δευτερογενείς αγορές. Συγκεκριµένα, τα ενοίκια για την περιοχή του αθηναϊκού κέντρου σε prime κτίρια γραφείων έχουν σκαρφαλώσει πλέον στα 33 ευρώ ανά τ.µ., στα 27 ευρώ ανά τ.µ. στη Λεωφόρο Βασ. Σοφίας, στα 28 ευρώ ανά τ.µ. στο Μαρούσι, ενώ το χαµηλότερο µίσθωµα, στα 15 ευρώ ανά τ.µ., εντοπίζεται για γραφεία επί της Λ. Μεσογείων. Ως εκ τούτου, τα yields για τα prime γραφεία έχουν υποχωρήσει µεταξύ 5,7% και 6,5%, για τα παλαιότερα γραφεία σε προβεβληµένες αγορές στο 7%-7,5% και στο εύρος 8%-8,5% για γραφεία σε δευτερογενείς αγορές.
Σε ό,τι αφορά τα ακίνητα εµπορικής χρήσης, τόσο τα εµπορικά κέντρα όσο και τα καταστήµατα σε µεγάλες κεντρικές αγορές διατηρούν την ανθεκτικότητά τους παρά την κάµψη του λιανεµπορικού τζίρου, καθώς συγκεντρώνουν τον κύριο όγκο της κατανάλωσης.
∆ιατηρώντας τη δυναµική των τελευταίων χρόνων, το µέσο ενοίκιο ανά τ.µ. στα εµπορικά κέντρα διαµορφώνεται στα 40 ευρώ, ενώ υποχωρεί στα 25 ευρώ ανά τ.µ. για καταστήµατα σε δευτερογενείς αγορές και στα 13 ευρώ ανά τ.µ. για κα ταστήµατα σουπερµάρκετ.
Το yield για τα εµπορικά κέντρα διαµορφώνεται, σύµφωνα µε την Danos, στο 6,7%-7,75%, ενώ το χαµηλότερο yield (5,5%-6%) εµφανίζουν τα µισθωµένα καταστήµατα στην αγορά της οδού Ερµού, όπου προφανώς το ενοίκιο ανά τ.µ. είναι το υψηλότερο στην Αθήνα και την ευρύτερη επικράτεια.
Πόλος έλξης
Υψηλή παραµένει και η ζήτηση για τα logistics στην ελληνική αγορά, µε αποτέλεσµα να αυξάνονται σηµαντικά και τα µισθώµατα στις prime τοποθεσίες. Συγκεκριµένα, οι επενδυτές αναγκάζονται να αναζητήσουν νέες αναπτύξεις λόγω της συνεχιζόµενης έλλειψης σύγχρονων αποθεµάτων logistics. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε την έρευνα, οι προβλέψεις για το 2024 δείχνουν ότι θα υπάρχει συνεχής αύξηση της ζήτησης και των τιµών ενοικίασης, µε αποδόσεις που αναµένεται να αυξηθούν κατά περίπου 7%. Τους πρώτους µήνες του έτους οι επενδύσεις περιορίστηκαν στα 34 εκατ. ευρώ, ωστόσο οι µελλοντικές αναπτύξεις που προετοιµάζονται δηµιουργούν θετικές προοπτικές. Είναι χαρακτηριστικό πως στο α’ εξάµηνο µόνο το 4% του αποθέµατος υφιστάµενων αποθηκών είναι ελεύθερο, ενώ η πλειονότητα των αναπτύξεων προχωρούν µε προσύµφωνα µίσθωσης ή αγοράς από τους τελικούς χρήστες ή τις εταιρείες 3PL. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΑΕΕΑΠ ενδιαφέρονται κυρίως για prime logistics σε τοποθεσίες όπως ο Ασπρόπυργος και η Μαγούλα. ∆ευτερεύουσες τοποθεσίες, όπως είναι τα Οινόφυτα και το Μαρκόπουλο, σταδιακά µπαίνουν και αυτές όλο και πιο πολύ στο στόχαστρο των επενδυτών.
Για ακόµα έναν χρόνο στα ύψη είναι και η ζήτηση για τα τουριστικά ακίνητα της ελληνικής αγοράς. Την ώρα που σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που, παρά το γεγονός ότι έχουν ισχυρό τουρισµό, έχουν σηµειώσει βραδύτερη ανάπτυξη σε ξενοδοχειακές επενδύσεις - ειδικά από ξένα κεφάλαια. Το 2024 συνεχίζεται το επενδυτικό ενδι αφέρον για τουριστικά ακίνητα, ξεπερ νώντας, µάλιστα, άλλες οµοειδείς ευρω παϊκές αγορές. Χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, αν και παραδοσιακά ισχυρές στον τουρισµό, έχουν σηµειώσει βραδύτερη ανάπτυξη σε ξενοδοχειακές επενδύσεις - ειδικά από ξένα κεφάλαια. Σύµφωνα, µάλιστα, µε τον ΕΟΤ, οι επενδύσεις που έχουν συγκεντρωθεί στην Αθήνα και αφορούν νέα ξενοδοχεία και ριζικές ανακαινίσεις ξεπερνούν τα 500 εκατ. ευρώ. Ακόµα, µεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες και πολυτελείς µάρκες επεκτείνουν την παρουσία τους, αναγνωρίζοντας τη µακροπρόθεσµη δυναµική του ελληνικού τουριστικού τοµέα. Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει και η έρευνα, οι σηµαντικότερες συναλλαγές του τελευταίου εξαµήνου αφορούν την αγορά του «Galaxy Hotel» στη Νάξο από την Attica Blue Hospitality, θυγατρική της Attica, και τα ξενοδοχεία που αποκτήθηκαν από τον όµιλο G Hotel Collection.
Δημοσιεύτηκε στο MoneyPro των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 17/8