∆άνεια µε το σταγονόµετρο στους µικρούς - Το µέγεθος των επιχειρήσεων καθορίζει τα ποσά και τα επιτόκια που χορηγούν οι τράπεζες
Ανοίγει η ψαλίδα
Το µέσο ποσό δανείου που συνάπτεται για τις επιχειρήσεις µεγάλου µεγέθους υπολογίζεται σε περίπου 10.000.000 ευρώ
Μεγαλύτερα ποσά δανεισµού και ευνοϊκότερους όρους χρηµατοδότησης λαµβάνουν από τις ελληνικές τράπεζες οι επιχειρήσεις µεγάλου µεγέθους, σε σύγκριση µε τις επιχειρήσεις µικρού και πολύ µικρού µεγέθους, σύµφωνα µε την Έκθεση Νοµισµατικής Πολιτικής της ΤτΕ.
*Διαβάστε εδώ: Συντάξεις Σεπτεμβρίου 2024: Πότε θα δουν τα χρήματα στους λογαριασμούς τους οι δικαιούχοι
Το µέσο ποσό δανείου που συνάπτεται για τις επιχειρήσεις µεγάλου µεγέθους υπολογίζεται σε περίπου 10.000.000 ευρώ, για τις µεσαίες σε 1.100.000 ευρώ, ενώ η αντίστοιχη µέση αξία δανειακής σύµβασης για τις επιχειρήσεις µικρού ή πολύ µικρού µεγέθους δεν υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ.
Όσον αφορά τις κατηγορίες πιστωτικών προϊόντων, µεγαλύτερο µερίδιο ως προς τα υφιστάµενα υπόλοιπα καταλαµβάνουν, ανεξαρτήτως µεγέθους επιχείρησης, οι πιστωτικές γραµµές τακτής λήξης.
Πρόκειται για πιστώσεις στις οποίες η επιχείρηση µπορεί να αντλήσει ή να επιστρέψει χρηµατοδότηση µέχρι ένα προεγκεκριµένο πιστωτικό όριο, χωρίς να απευθύνει προηγούµενη ειδοποίηση στον πιστωτή, αλλά η πίστωση δεν έχει µορφή ανακυκλούµενης πίστωσης, πιστωτικής κάρτας ή υπερανάληψης. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για δάνεια τακτής λήξης που παρέχουν τη δυνατότητα σταδιακών (τµηµατικών) αναλήψεων του συνολικού αρχικού δανείου. Σε αυτή την κατηγορία δανεισµού αντιστοιχεί το 56,7% του συνόλου των δανειακών οφειλών των επιχειρήσεων.
Όσον αφορά το επιτόκιο δανεισµού, το µεσοσταθµικό ονοµαστικό επιτόκιο δανεισµού ανά µέγεθος επιχείρησης εκτιµάται µεταξύ 6,2% και 7%. Μάλιστα, παρατηρείται αντίστροφη σχέση µεταξύ µεσοσταθµικού επιτοκίου δανεισµού και µεγέθους επιχείρησης και καταδεικνύεται ότι οι µεγάλες επιχειρήσεις, κατά µέσο όρο, έχουν δανειστεί µε ευνοϊκότερους όρους συγκριτικά µε τις επιχειρήσεις µικρού µεγέθους.
Οι πολύ µικρές και οι µικρές επιχειρήσεις κατά κανόνα καταγράφουν µέγιστο επιτόκιο δανεισµού υψηλότερο από ό,τι οι µεγάλες επιχειρήσεις. Τα υψηλότερου κινδύνου δάνεια για τις µικρές και πολύ µικρές επιχειρήσεις τιµολογούνται ακριβότερα έναντι των αντίστοιχων δανείων προς µεγάλες επιχειρήσεις, πιθανόν διότι πολλές πιστοδοτήσεις προς µικρές επιχειρήσεις ενέχουν αναλογικά πολύ µεγαλύτερο κίνδυνο αθέτησης.
Ενδεικτικά, για το ήµισυ των φθηνότερων σε όρους ονοµαστικού επιτοκίου δανείων, οι µικρές επιχειρήσεις δανείζονται µε µέγιστο επιτόκιο κατά 1,3 ποσοστιαίες µονάδες υψηλότερο έναντι των µεγάλων επιχειρήσεων, ενώ στο 90% των δανείων η εν λόγω απόκλιση ανέρχεται σε 2,2 ποσοστιαίες µονάδες.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία της στατιστικής βάσης AnaCredit, άνω του 75% του υπολοίπου των επιχειρηµατικών δανείων αφορά δάνεια µε κυµαινόµενο επιτόκιο. Όµοια ποσοστά δανείων κυµαινόµενου επιτοκίου παρατηρούνται ανεξαρτήτως µεγέθους επιχείρησης. Στα δάνεια µε κυµαινόµενο επιτόκιο, η αναπροσαρµογή του επιτοκίου ορίζεται ανά µήνα ή ανά τρίµηνο (36% του αριθµού των δανείων µε κυµαινόµενο επιτόκιο) ή πραγµατοποιείται κατά τη διακριτική ευχέρεια του πιστωτικού ιδρύµατος (33% του αριθµού των δανείων µε κυµαινόµενο επιτόκιο). Μεταξύ των επιµέρους κατηγοριών προϊόντων, ελαφρώς υψηλότερο µερίδιο σε δάνεια σταθερού επιτοκίου (31%) παρουσιάζεται στην κατηγορία των πιστωτικών γραµµών τακτής λήξης. Αναφορικά µε την αρχική διάρκεια των δανείων κατά τη σύναψη των δανειακών συµβάσεων, στην πλειονότητά τους (άνω του 65%) αφορούν διάρκειες άνω των 5 ετών, µε το ποσοστό να ανέρχεται σε 74% στις πολύ µικρές επιχειρήσεις.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 22/08/2024
*Διαβάστε εδώ: Συντάξεις Σεπτεμβρίου 2024: Πότε θα δουν τα χρήματα στους λογαριασμούς τους οι δικαιούχοι
Το µέσο ποσό δανείου που συνάπτεται για τις επιχειρήσεις µεγάλου µεγέθους υπολογίζεται σε περίπου 10.000.000 ευρώ, για τις µεσαίες σε 1.100.000 ευρώ, ενώ η αντίστοιχη µέση αξία δανειακής σύµβασης για τις επιχειρήσεις µικρού ή πολύ µικρού µεγέθους δεν υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ.
Ανά κατηγορία
Όσον αφορά τις κατηγορίες πιστωτικών προϊόντων, µεγαλύτερο µερίδιο ως προς τα υφιστάµενα υπόλοιπα καταλαµβάνουν, ανεξαρτήτως µεγέθους επιχείρησης, οι πιστωτικές γραµµές τακτής λήξης.Πρόκειται για πιστώσεις στις οποίες η επιχείρηση µπορεί να αντλήσει ή να επιστρέψει χρηµατοδότηση µέχρι ένα προεγκεκριµένο πιστωτικό όριο, χωρίς να απευθύνει προηγούµενη ειδοποίηση στον πιστωτή, αλλά η πίστωση δεν έχει µορφή ανακυκλούµενης πίστωσης, πιστωτικής κάρτας ή υπερανάληψης. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για δάνεια τακτής λήξης που παρέχουν τη δυνατότητα σταδιακών (τµηµατικών) αναλήψεων του συνολικού αρχικού δανείου. Σε αυτή την κατηγορία δανεισµού αντιστοιχεί το 56,7% του συνόλου των δανειακών οφειλών των επιχειρήσεων.
56,7% του συνόλου των δανειακών οφειλών των επιχειρήσεων αφορά κεφάλαιο κίνησηςΑκολουθούν σε προτίµηση (25,8%) τα δάνεια τακτής λήξης που δεν είναι πιστωτικές γραµµές. Το εν λόγω χαρτοφυλάκιο περιλαµβάνει τοκοχρεολυτικά δάνεια, τα οποία εκταµιεύονται στο σύνολό τους εφάπαξ. Τέλος, οι ανακυκλούµενες πιστώσεις, δηλαδή οι πιστώσεις που παρέχουν στον δανειολήπτη τη δυνατότητα επαναλαµβανόµενων αναλήψεων εφόσον το δάνειο εξυπηρετείται, αντιστοιχούν στο 17,2% του συνολικού υπολοίπου των δανειακών υποχρεώσεων των µη χρηµατοπιστωτικών επιχειρήσεων. Οι τρεις αυτές κατηγορίες καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των τραπεζικών δανείων προς τις εγχώριες επιχειρήσεις.
Ανοίγει η ψαλίδα
Όσον αφορά το επιτόκιο δανεισµού, το µεσοσταθµικό ονοµαστικό επιτόκιο δανεισµού ανά µέγεθος επιχείρησης εκτιµάται µεταξύ 6,2% και 7%. Μάλιστα, παρατηρείται αντίστροφη σχέση µεταξύ µεσοσταθµικού επιτοκίου δανεισµού και µεγέθους επιχείρησης και καταδεικνύεται ότι οι µεγάλες επιχειρήσεις, κατά µέσο όρο, έχουν δανειστεί µε ευνοϊκότερους όρους συγκριτικά µε τις επιχειρήσεις µικρού µεγέθους. Οι πολύ µικρές και οι µικρές επιχειρήσεις κατά κανόνα καταγράφουν µέγιστο επιτόκιο δανεισµού υψηλότερο από ό,τι οι µεγάλες επιχειρήσεις. Τα υψηλότερου κινδύνου δάνεια για τις µικρές και πολύ µικρές επιχειρήσεις τιµολογούνται ακριβότερα έναντι των αντίστοιχων δανείων προς µεγάλες επιχειρήσεις, πιθανόν διότι πολλές πιστοδοτήσεις προς µικρές επιχειρήσεις ενέχουν αναλογικά πολύ µεγαλύτερο κίνδυνο αθέτησης.
Ενδεικτικά, για το ήµισυ των φθηνότερων σε όρους ονοµαστικού επιτοκίου δανείων, οι µικρές επιχειρήσεις δανείζονται µε µέγιστο επιτόκιο κατά 1,3 ποσοστιαίες µονάδες υψηλότερο έναντι των µεγάλων επιχειρήσεων, ενώ στο 90% των δανείων η εν λόγω απόκλιση ανέρχεται σε 2,2 ποσοστιαίες µονάδες.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία της στατιστικής βάσης AnaCredit, άνω του 75% του υπολοίπου των επιχειρηµατικών δανείων αφορά δάνεια µε κυµαινόµενο επιτόκιο. Όµοια ποσοστά δανείων κυµαινόµενου επιτοκίου παρατηρούνται ανεξαρτήτως µεγέθους επιχείρησης. Στα δάνεια µε κυµαινόµενο επιτόκιο, η αναπροσαρµογή του επιτοκίου ορίζεται ανά µήνα ή ανά τρίµηνο (36% του αριθµού των δανείων µε κυµαινόµενο επιτόκιο) ή πραγµατοποιείται κατά τη διακριτική ευχέρεια του πιστωτικού ιδρύµατος (33% του αριθµού των δανείων µε κυµαινόµενο επιτόκιο). Μεταξύ των επιµέρους κατηγοριών προϊόντων, ελαφρώς υψηλότερο µερίδιο σε δάνεια σταθερού επιτοκίου (31%) παρουσιάζεται στην κατηγορία των πιστωτικών γραµµών τακτής λήξης. Αναφορικά µε την αρχική διάρκεια των δανείων κατά τη σύναψη των δανειακών συµβάσεων, στην πλειονότητά τους (άνω του 65%) αφορούν διάρκειες άνω των 5 ετών, µε το ποσοστό να ανέρχεται σε 74% στις πολύ µικρές επιχειρήσεις.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 22/08/2024