Αναβάθμισε την ελληνική οικονομία ο καναδικός οίκος DBRS τοποθετώντας την στην βαθμίδα BBB Low με θετικές προοπτικές, έναντι της βαθμίδας BBB Low με ουδέτερες προοπτικές ως σήμερα.

Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να θεωρηθεί ως «ψήφος εμπιστοσύνης» καθώς ο οίκος DBRS θεωρεί ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις της στα δημοσιονομικά και στις μεταρρυθμίσεις. Σημειώνεται ότι μετά τη βαθμίδα BBB Low, μία κλίμακα υψηλότερα είναι το BBB.

Υπενθυμίζεται ότι ο καναδικός οίκος ήταν ο πρώτος από τους τέσσερις μεγάλους αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους, που έδωσε πριν από ένα χρόνο, περίπου, για πρώτη φορά την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα.

Μάλιστα, όπως είχε αναφέρει βασίστηκε στην άποψη ότι με βάση το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν δεσμευμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση.

Η πιο κρίσιμη ημερομηνία, όμως είναι η 13η Σεπτεμβρίου όπου θα αξιολογήσει την Ελλάδα ο αμερικανικός οίκος Moody’s, ο οποίος βαθμολογεί, μέχρι στιγμής, την οικονομία σε Ba1 – εκτός επενδυτικής βαθμίδας – με σταθερές προοπτικές.

Η Moody’s εκτιμάται ότι θα αξιολογήσει την ελληνική οικονομία στην κλίμακα Baa3 από Ba1 με σταθερές προοπτικές και θα είναι ο τελευταίος οίκος αξιολόγησης που θα εντάξει την Ελλάδα σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας.

Η αναβάθμιση από Moody's θα είναι τυπική γιατί ήδη η Ελλάδα βρίσκεται σε επενδυτική βαθμίδα.

Σε ό,τι αφορά τον οδικό χάρτη των αξιολογήσεων, εκτός από τους δυο προαναφερόμενους οίκους ακολουθούν η Standard and Poor's στις 18 Οκτωβρίου, η Fitch στις 22 Νοεμβρίου και Scope Ratings στις 6 Δεκεμβρίου 2024.

Τι αναφέρει η έκθεση της DBRS

Στην έκθεσή του, ο καναδικός οίκος DBRS υπογραμμίζει - μεταξύ άλλων - ότι οι μεταβολές της τάσης αντανακλούν τις προσδοκίες της Morningstar DBRS για περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος.

Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι ο τραπεζικός τομέας είναι πιθανό να συνεχίσει να διατηρεί καλή κερδοφορία, να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και να μειώσει τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις.

Εξάλλου, τα ποσοστά μετοχών που κατείχε η κυβέρνηση στις τράπεζες έχουν επίσης υποχωρήσει ως αποτέλεσμα της απόφασης της κυβέρνησης να πωλήσει ένα μεγάλο ποσό μεριδίων σε συστημικές τράπεζες. Επίσης, τα υγιή και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υγιή ονομαστική ανάπτυξη, θα διευκολύνουν την περαιτέρω σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027 από 161,9% το 2023.

Επιπρόσθετα, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, οι οποίες, μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) πόρους της ΕΕ, αναμένεται να αυξήσουν το δυναμικό του ΑΕΠ και να καταστήσουν την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοδύναμη. Από το 2021, η Ελλάδα έχει υπεραποδόσεις τη μέση ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά περισσότερο από 2,0% και στις δύο τόσο το 2024 όσο και το 2025.

Σύμφωνα πάντα με την ίδια έκθεση, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας με ΒΒΒ (χαμηλό) στηρίζονται στη συμμετοχή της στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ και στην εφαρμογή των προηγούμενων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση των προαπαιτούμενων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ ή Ελλάδα 2.0), το οποίο αναμένεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τους ομολόγους της στη ζώνη του ευρώ. Οι σημαντικοί πόροι της ΕΕ παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή του μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ υποστηρίζουν τις επενδύσεις με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος.

Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που αντιμετώπισε η οικονομία από το 2020. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από το ακόμη υψηλό δημόσιο χρέος ποσοστό, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Παράγοντες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας

Η Morningstar DBRS, όπως συμπληρώνει θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εάν συμβεί ένα ή ένας συνδυασμός από τα ακόλουθα:

  • περαιτέρω βελτίωση των κατάστασης του τραπεζικού συστήματος
  • συνέχιση των υγιών δημοσιονομικών επιδόσεων, που υποστηρίζονται από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και μια σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους ή
  • συνέχιση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τη μακροπρόθεσμη προοπτικές ανάπτυξης.

Η Morningstar DBRS θα μπορούσε να αλλάξει τις τάσεις των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και πάλι σε Σταθερές, εάν ο τραπεζικός τομέας δεν καταφέρει να μειώσει τις ευπάθειές του, η προβλεπόμενη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους υπολείπεται σημαντικά, ή εάν η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης υπολείπεται.

Πιθανές αιτίες υποβάθμισης περιλαμβάνουν ένα ή συνδυασμό των ακόλουθων:

  • μια παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει τον λόγο του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση
  • αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Χατζηδάκης: Η αξιολόγηση της DBRS ακόμα μια θετική είδηση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας

Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, μετά την ανακοίνωση του οίκου DBRS Morningstar για την αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, ο πρώτος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ που απένειμε πέρυσι στην ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα, προχώρησε σήμερα σε αναβάθμιση των προοπτικών της, από σταθερές σε θετικές.

* Διαβάστε επίσης: Κωστής Χατζηδάκης στο Thessaloniki Metropolitan Summit του Economist: Ο πρωθυπουργός ανακοινώνει νέα μείωση ασφαλιστικών εισφορών


Ακόμα μια θετική είδηση για την Ελλάδα μετά τις σημερινές ανακοινώσεις της Eurostat, που κατατάσσουν την ελληνική οικονομία δεύτερη στην ΕΕ από πλευράς ανάπτυξης το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Ακόμα μια θετική είδηση μετά τα αποτελέσματα της δημοπρασίας του ΟΔΔΗΧ για έντοκα γραμμάτια ετήσιας διάρκειας, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα στις αρχές Σεπτεμβρίου δανείστηκε με επιτόκιο 2,82%, χαμηλότερο από τη Γαλλία και συγκρίσιμο με το αντίστοιχο Γερμανικό.

Ακόμα πιο σημαντικά ίσως όμως είναι όσα γράφει η έκθεση της DBRS για την πρόοδο και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων. Το ρυθμό ανάπτυξης που είναι υψηλότερος από το μέσο όρο της ΕΕ. Τις θετικές εκτιμήσεις για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τη μείωση του δημοσίου χρέους που - όπως αναφέρεται - στο τέλος του 2024 εκτιμάται πως θα είναι από τις μεγαλύτερες μειώσεις στη σύγχρονη εποχή. Αλλά και την πολιτική σταθερότητα που εγγυάται τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.

Η έκθεση της DBRS Morningstar αποτελεί μία ακόμη απόδειξη της ορθότητας της οικονομικής πολιτικής που βασίζεται στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, τις φιλοεπενδυτικές δράσεις και έχει χειροπιαστά αποτελέσματα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Είναι ένας ακόμη λόγος να επιταχύνουμε την προσπάθεια με το ίδιο μείγμα πολιτικής για να ανεβάσουμε την Ελλάδα ψηλότερα».