Μέση Ανατολή: Σενάρια τρόµου για την ελληνική οικονοµία - Ψυχραιµία προς το παρόν από τις αγορές πετρελαίου - ενέργειας, αλλά και ανησυχία για γενίκευση του πολέµου
Μετά τα απανωτά σοκ του κορωνοϊού και του πολέμου στην Ουκρανία
Σε συναγερμό οι επιχειρήσεις - Οι παράγοντες που προκαλούν ανησυχία
Σε συναγερµό για τρίτη φορά µέσα στην τελευταία τετραετία και τα απανωτά σοκ της κρίσης του κορωνοϊού και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία έχει τεθεί ο επιχειρηµατικός κόσµος της χώρας, καθώς εµπορικές, βιοµηχανικές και µεταποιητικές εταιρείες προσπαθούν να ζυγίσουν τα δεδοµένα και να δηµιουργήσουν δικλίδες προστασίας από δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις µιας οξείας κλιµάκωσης στο πολεµικό µέτωπο της Μέσης Ανατολής.
Το ενεργειακό κόστος και το κόστος των µεταφορών αποτελούν τους δύο βασικούς παράγοντες ανησυχίας, εφόσον η κατάσταση εκτραχυνθεί και χτυπήσει τις τιµές των ορυκτών καυσίµων (πετρέλαιο - φυσικό αέριο) ή κόψει ακόµη περισσότερους κρίκους από την εµπορική αλυσίδα εφοδιασµού, ενώ στο βάθος παραµονεύει ο κίνδυνος ανατροπής της πολιτικής µείωσης των επιτοκίων στην Ευρωζώνη στο σενάριο που οι πληθωριστικές πιέσεις επιστρέψουν δριµύτερες. Προς το παρόν, κανένα από τα τρία αρνητικά σενάρια δεν έχει επαληθευτεί σε βαθµό που να προκαλεί σοβαρά προβλήµατα.
Οι τιµές του πετρελαίου έχουν µεν ανέβει τις τελευταίες ηµέρες κατά περίπου 13% από τα 69 στα 78 δολάρια το βαρέλι, διαµορφώνονται όµως στα χαµηλότερα επίπεδα της τελευταίας τριετίας, απέχοντας σηµαντικά από τα υψηλά των 140 δολαρίων, που είχαν φτάσει το 2008 ή τα 125 δολάρια το 2022, καθώς τα συνολικά δεδοµένα της παγκόσµιας οικονοµίας και η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του OPEC+ δηµιουργούν δίχτυ ασφαλείας.
Υπό το πρίσµα αυτό, η τιµή του πετρελαίου δεν δηµιουργεί στην πραγµατικότητα κάποιο σοβαρό πρόβληµα και η επίπτωσή του στον πληθωρισµό είναι ακόµη αµελητέα. Το τι θα συµβεί όµως στην πορεία -και αν θα επαληθευτούν ζοφερές εκτιµήσεις για εκτόξευση του µαύρου χρυσού στα 100 δολάρια- θα εξαρτηθεί από τον τρόπο αντίδρασης του Ισραήλ στις πυραυλικές επιθέσεις του Ιράν. Αν πράγµατι προκριθεί η απάντηση που υπονόησε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, µε πλήγµατα που θα προκαλέσουν ζηµιές σε µονάδες διύλισης, αγωγούς µεταφοράς, πετρελαιοπηγές, µονάδες αποθήκευσης και εξαγωγών, είναι πιθανή µια περαιτέρω άνοδος των τιµών, παρά το γεγονός ότι -σύµφωνα µε ανάλυση του Bloomberg- θα είναι η Κίνα ο µεγάλος ζηµιωµένος µιας τέτοιας επίθεσης, καθώς εισάγει για τις ανάγκες της περίπου 1.800.000 βαρέλια ηµερησίως από το Ιράν, που αντιστοιχούν στο 2% της παγκόσµιας παραγωγής.
Το Ιράν δεν αποτελεί αµελητέο παράγοντα στη διεθνή ενεργειακή σκηνή, δεδοµένου ότι είναι η 4η µεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα παγκοσµίως και η παραγωγή του αντιστοιχεί περίπου στο 10%-11% της συνολικής παραγωγής των χωρών-µελών του OPEC. Στο σενάριο δε µιας γενικότερης επιδείνωσης της κατάστασης που θα επηρεάσει τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του Kόλπου, τα πράγµατα µε τις τιµές του πετρελαίου θα µπορούσαν να γίνουν ακόµη πιο σοβαρά και να αποκτήσουν διάρκεια, επηρεάζοντας διαδοχικά τις τιµές της βενζίνης, του πετρελαίου θέρµανσης, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι η Σαουδική Αραβία δεν θα υλοποιήσει τα σχέδιά της να αυξήσει την παραγωγή, προκειµένου να ενισχύσει το µερίδιό της στην αγορά. Μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι εκτιµούν πως µε τα σηµερινά δεδοµένα και την υπόθεση πως δεν θα ξεσπάσει ολοκληρωτικός πόλεµος στη Μέση Ανατολή, το πετρέλαιο θα µπορούσε να προσεγγίσει τα 85-90 δολάρια έως το τέλος του 2024 και στη χειρότερη περίπτωση προσωρινά τα 100 δολάρια.
Αν σε αυτά προστεθεί και µια πιθανολογούµενη περαιτέρω αύξηση των τιµών του φυσικού αερίου, το οποίο παρά τη µικρή άνοδο των τελευταίων εβδοµάδων στα 38,5 ευρώ/µεγαβατώρα διαπραγµατεύεται κοντά στα χαµηλότερα επίπεδα εδώ και πάνω από ένα έτος (είχε φτάσει και στα 350 ευρώ), το κόστος ενέργειας θα λειτουργούσε και πάλι σαν βαρίδι για την οικονοµία, τις επιχειρήσεις, τα προϊόντα και εντέλει την τσέπη µας.
Στη µεγάλη εικόνα, οι επιχειρήσεις συνυπολογίζουν και το σενάριο περαιτέρω δυσχερειών στις µεταφορές προϊόντων και αγαθών. Ήδη οι αλυσίδες εφοδιασµού έχουν υποστεί ισχυρό οικονοµικό πλήγµα, λόγω της επιθετικής δραστηριότητας των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, που έχει αποτέλεσµα τη σηµαντική αύξηση του κόστους µεταφοράς (ναύλα, ασφάλιση προϊόντων κ.λπ.). Έλληνες επιχειρηµατίες που πραγµατοποιούν εισαγωγές σηµειώνουν πως, λόγω των προβληµάτων στη ∆ιώρυγα του Σουέζ, την οποία αποφεύγουν πλέον πολλές µεταφορικές, έχει επιµηκυνθεί ο χρόνος παραδόσεων στους 2,5 µήνες από τις περίπου 45 ηµέρες, προκαλώντας καθυστερήσεις στην αναπλήρωση προϊόντων.
Το απευκταίο σενάριο σε µια νέα φάση του πολέµου θα είναι να κλείσουν τα Στενά του Ορµούζ, µέσω των οποίων διακινείται τουλάχιστον το 1/3 της παγκόσµιας παραγωγής πετρελαίου και πολύ µεγάλες ποσότητες υγροποιηµένου φυσικού αερίου, προειδοποιούν αναλυτές. Μια τέτοια πιθανότητα είναι µικρή, αλλά η επικινδυνότητα του πορθµού, που βρίσκεται ανάµεσα στον Κόλπο του Οµάν και τον Περσικό Κόλπο, αυξάνεται σηµαντικά.
Στο υποθετικό σενάριο που θα δούµε να συµβαίνουν κάποια από τα παραπάνω, θα έχουµε έναν ακόµη «µαύρο κύκνο» για την οικονοµία σε ευρωπαϊκό και παγκόσµιο επίπεδο, που µετά βεβαιότητας θα επηρεάσει βαρύτερα την περιοχή µας. Ενδεχόµενη άνοδος του πληθωρισµού, που τουλάχιστον στην Ευρωζώνη κινείται πλέον κάτω από το «όριο κινδύνου» του 2%, θα καθυστερήσει -αν δεν ανατρέψει πλήρως- για µεγάλο χρονικό διάστηµα την πολιτική µείωσης του κόστους χρήµατος, την οποία έχει ξεκινήσει να υλοποιεί η ΕΚΤ µέσω της αποκλιµάκωσης των επιτοκίων (τον Οκτώβριο οι αναλυτές αναµένουν ακόµη µια µείωση), µια εξέλιξη που θα σήµαινε διατήρηση των επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις µε υψηλό δανεισµό, θα στένευε τα περιθώρια νέων φτηνότερων χορηγήσεων και τελικά θα ναρκοθετούσε την προσπάθεια ανάκαµψης των οικονοµιών που σήµερα αναπτύσσονται µε εξαιρετικά χαµηλούς ρυθµούς.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Το ενεργειακό κόστος και το κόστος των µεταφορών αποτελούν τους δύο βασικούς παράγοντες ανησυχίας, εφόσον η κατάσταση εκτραχυνθεί και χτυπήσει τις τιµές των ορυκτών καυσίµων (πετρέλαιο - φυσικό αέριο) ή κόψει ακόµη περισσότερους κρίκους από την εµπορική αλυσίδα εφοδιασµού, ενώ στο βάθος παραµονεύει ο κίνδυνος ανατροπής της πολιτικής µείωσης των επιτοκίων στην Ευρωζώνη στο σενάριο που οι πληθωριστικές πιέσεις επιστρέψουν δριµύτερες. Προς το παρόν, κανένα από τα τρία αρνητικά σενάρια δεν έχει επαληθευτεί σε βαθµό που να προκαλεί σοβαρά προβλήµατα.
Οι τιµές του πετρελαίου έχουν µεν ανέβει τις τελευταίες ηµέρες κατά περίπου 13% από τα 69 στα 78 δολάρια το βαρέλι, διαµορφώνονται όµως στα χαµηλότερα επίπεδα της τελευταίας τριετίας, απέχοντας σηµαντικά από τα υψηλά των 140 δολαρίων, που είχαν φτάσει το 2008 ή τα 125 δολάρια το 2022, καθώς τα συνολικά δεδοµένα της παγκόσµιας οικονοµίας και η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του OPEC+ δηµιουργούν δίχτυ ασφαλείας.
Υπό το πρίσµα αυτό, η τιµή του πετρελαίου δεν δηµιουργεί στην πραγµατικότητα κάποιο σοβαρό πρόβληµα και η επίπτωσή του στον πληθωρισµό είναι ακόµη αµελητέα. Το τι θα συµβεί όµως στην πορεία -και αν θα επαληθευτούν ζοφερές εκτιµήσεις για εκτόξευση του µαύρου χρυσού στα 100 δολάρια- θα εξαρτηθεί από τον τρόπο αντίδρασης του Ισραήλ στις πυραυλικές επιθέσεις του Ιράν. Αν πράγµατι προκριθεί η απάντηση που υπονόησε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, µε πλήγµατα που θα προκαλέσουν ζηµιές σε µονάδες διύλισης, αγωγούς µεταφοράς, πετρελαιοπηγές, µονάδες αποθήκευσης και εξαγωγών, είναι πιθανή µια περαιτέρω άνοδος των τιµών, παρά το γεγονός ότι -σύµφωνα µε ανάλυση του Bloomberg- θα είναι η Κίνα ο µεγάλος ζηµιωµένος µιας τέτοιας επίθεσης, καθώς εισάγει για τις ανάγκες της περίπου 1.800.000 βαρέλια ηµερησίως από το Ιράν, που αντιστοιχούν στο 2% της παγκόσµιας παραγωγής.
Το Ιράν δεν αποτελεί αµελητέο παράγοντα στη διεθνή ενεργειακή σκηνή, δεδοµένου ότι είναι η 4η µεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα παγκοσµίως και η παραγωγή του αντιστοιχεί περίπου στο 10%-11% της συνολικής παραγωγής των χωρών-µελών του OPEC. Στο σενάριο δε µιας γενικότερης επιδείνωσης της κατάστασης που θα επηρεάσει τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του Kόλπου, τα πράγµατα µε τις τιµές του πετρελαίου θα µπορούσαν να γίνουν ακόµη πιο σοβαρά και να αποκτήσουν διάρκεια, επηρεάζοντας διαδοχικά τις τιµές της βενζίνης, του πετρελαίου θέρµανσης, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι η Σαουδική Αραβία δεν θα υλοποιήσει τα σχέδιά της να αυξήσει την παραγωγή, προκειµένου να ενισχύσει το µερίδιό της στην αγορά. Μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι εκτιµούν πως µε τα σηµερινά δεδοµένα και την υπόθεση πως δεν θα ξεσπάσει ολοκληρωτικός πόλεµος στη Μέση Ανατολή, το πετρέλαιο θα µπορούσε να προσεγγίσει τα 85-90 δολάρια έως το τέλος του 2024 και στη χειρότερη περίπτωση προσωρινά τα 100 δολάρια.
Αν σε αυτά προστεθεί και µια πιθανολογούµενη περαιτέρω αύξηση των τιµών του φυσικού αερίου, το οποίο παρά τη µικρή άνοδο των τελευταίων εβδοµάδων στα 38,5 ευρώ/µεγαβατώρα διαπραγµατεύεται κοντά στα χαµηλότερα επίπεδα εδώ και πάνω από ένα έτος (είχε φτάσει και στα 350 ευρώ), το κόστος ενέργειας θα λειτουργούσε και πάλι σαν βαρίδι για την οικονοµία, τις επιχειρήσεις, τα προϊόντα και εντέλει την τσέπη µας.
Στη µεγάλη εικόνα, οι επιχειρήσεις συνυπολογίζουν και το σενάριο περαιτέρω δυσχερειών στις µεταφορές προϊόντων και αγαθών. Ήδη οι αλυσίδες εφοδιασµού έχουν υποστεί ισχυρό οικονοµικό πλήγµα, λόγω της επιθετικής δραστηριότητας των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, που έχει αποτέλεσµα τη σηµαντική αύξηση του κόστους µεταφοράς (ναύλα, ασφάλιση προϊόντων κ.λπ.). Έλληνες επιχειρηµατίες που πραγµατοποιούν εισαγωγές σηµειώνουν πως, λόγω των προβληµάτων στη ∆ιώρυγα του Σουέζ, την οποία αποφεύγουν πλέον πολλές µεταφορικές, έχει επιµηκυνθεί ο χρόνος παραδόσεων στους 2,5 µήνες από τις περίπου 45 ηµέρες, προκαλώντας καθυστερήσεις στην αναπλήρωση προϊόντων.
Το απευκταίο σενάριο σε µια νέα φάση του πολέµου θα είναι να κλείσουν τα Στενά του Ορµούζ, µέσω των οποίων διακινείται τουλάχιστον το 1/3 της παγκόσµιας παραγωγής πετρελαίου και πολύ µεγάλες ποσότητες υγροποιηµένου φυσικού αερίου, προειδοποιούν αναλυτές. Μια τέτοια πιθανότητα είναι µικρή, αλλά η επικινδυνότητα του πορθµού, που βρίσκεται ανάµεσα στον Κόλπο του Οµάν και τον Περσικό Κόλπο, αυξάνεται σηµαντικά.
Στο υποθετικό σενάριο που θα δούµε να συµβαίνουν κάποια από τα παραπάνω, θα έχουµε έναν ακόµη «µαύρο κύκνο» για την οικονοµία σε ευρωπαϊκό και παγκόσµιο επίπεδο, που µετά βεβαιότητας θα επηρεάσει βαρύτερα την περιοχή µας. Ενδεχόµενη άνοδος του πληθωρισµού, που τουλάχιστον στην Ευρωζώνη κινείται πλέον κάτω από το «όριο κινδύνου» του 2%, θα καθυστερήσει -αν δεν ανατρέψει πλήρως- για µεγάλο χρονικό διάστηµα την πολιτική µείωσης του κόστους χρήµατος, την οποία έχει ξεκινήσει να υλοποιεί η ΕΚΤ µέσω της αποκλιµάκωσης των επιτοκίων (τον Οκτώβριο οι αναλυτές αναµένουν ακόµη µια µείωση), µια εξέλιξη που θα σήµαινε διατήρηση των επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις µε υψηλό δανεισµό, θα στένευε τα περιθώρια νέων φτηνότερων χορηγήσεων και τελικά θα ναρκοθετούσε την προσπάθεια ανάκαµψης των οικονοµιών που σήµερα αναπτύσσονται µε εξαιρετικά χαµηλούς ρυθµούς.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή