Την ώρα που η αγορά µαστίζεται από µεγάλο κύµα ακρίβειας, προβληµατισµό προκαλούν τα στοιχεία που έρχονται στο φως σχετικά µε τη σπατάλη τροφίµων από τα νοικοκυριά. Μάλιστα, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση της σχετικής λίστας, στη δεύτερη βρίσκεται η ∆ανία και στην πρώτη η Κύπρος. Σύµφωνα µε έρευνες το 2022, όταν το κύµα ακρίβειας άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο εµφανές για τα ελληνκά νοικοκυριά, η σπατάλη τροφίµων στην Ελλάδα έφτασε τους 2.044.324 τόνους. Οι 914.022 τόνοι προέρχονταν από τα νοικοκυριά και οι 214.559 τόνοι από εστιατόρια. Οσον αφορά τη χώρα µας, οι έρευνες έδειξαν ότι µια τετραµελής οικογένεια σπαταλά ετησίως:

  1. 36 κιλά λαχανικά,
  2. 25 κιλά φρούτα,
  3. 25 κιλά αρτοποιήµατα,
  4. 25 κιλά γαλακτοκοµικά,
  5. 12 κιλά ζυµα ρικά και ρύζι,
  6. 11 κιλά πατάτες,
  7. 10,5 κιλά κρεατικά και ψαρικά,
  8. 4,5 κιλά αυγά.

Επισηµαίνεται πως, από αυτά, τα 55 κιλά αποτελούν µέρη ασφαλή προς κατανάλωση, ενώ τα λοιπά 43 κιλά απαρτίζονται από υπολείµµατα, όπως φλούδες, κόκκαλα και άλλα. Σύµφωνα δε µε εκτιµήσεις, για µια τετραµελή οικογένεια το κόστος σπατάλης ξεπερνά τα 1.000 ευρώ τον χρόνο.

Για την Ευρώπη, όπως προέκυψε από έρευνα της Eurostat το 2022, τα τρόφιµα που σπαταλήθηκαν στην Ε.Ε. ανά κάτοικο άγγιξαν τα 132 κιλά, ενώ οι «27» παρήγαγαν 59,2 εκατ. τόνους απορριµµάτων τροφίµων, τα οποία περιλαµβάνουν βρώσιµα και µη βρώσιµα µέρη. Η έρευνα σήµανε καµπανάκι, καθώς τα οικιακά απορρίµµατα αντιπροσώπευαν το 54% του συνόλου των απορριµµάτων τροφίµων, κάτι το οποίο ισοδυναµεί µε 72 κιλά ανά κάτοικο. Το υπόλοιπο 46% ήταν απόβλητα που παράγονται προς τα πάνω στην αλυσίδα εφοδιασµού τροφίµων: 19% από την πα ραγωγή τροφίµων και ποτών (25 κιλά ανά κάτοικο), 11% από εστιατόρια και υπηρεσίες τροφίµων (15 κιλά ανά κάτοικο), 8% στη λιανική και άλλη διανοµή τροφίµων (11 κιλά ανά κάτοικο) και 8% στην πρωτογενή παραγωγή (10 κιλά ανά κάτοικο). Σε παγκόσµιο επίπεδο, το 13,2% των παραγόµενων τροφίµων χάνεται µεταξύ συγκοµιδής και λιανικής πώλησης, ενώ σύµφωνα µε εκτιµήσεις το 19% της συνολικής παγκόσµιας παραγωγής τροφίµων σπατα λιέται στα νοικοκυριά, στις υπηρεσίες τρο φίµων και στη λιανική πώληση.


Σηµαντική οικονοµική απώλεια

Η σπατάλη τροφίµων και τα απόβλητα τροφίµων µεταφράζονται σε σηµαντική οικονοµική απώλεια, καθώς επηρεάζονται όχι µόνο οι παραγωγοί, αλλά και οι καταναλωτές και τα έθνη και ορισµένες φορές η οικονοµική σταθερότητα, επισηµαίνει ο Παγκόσµιος Οργανισµός Τροφίµων (FAO). Επιπλέον, τα απόβλητα τροφίµων στις χωµατερές συµβάλλουν στο 8% έως 10% των συνολικών εκποµπών του αγροδιατροφικού συστήµατος, επηρεάζοντας την κλιµατική αλλαγή και την περιβαλλοντική βιωσιµότητα. Μιλώντας στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», ο γενικός γραµµατέας ∆ιαχείρισης Αποβλήτων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Μανώλης Γραφάκος, επισηµαίνει ότι «είµαστε από τις πιο σπάταλες χώρες στην Ευρώπη. Για να µετρήσουµε τη σπατάλη και να πετύχουµε τους δείκτες, πρέπει να µετρήσουµε τα απόβλητα τροφίµων. Γι’ αυτό έχουµε επεκτείνει το µητρώο απο βλήτων και του έχουµε δώσει τη δυνατότητα να υπάρχει και ηλεκτρονικά -πρόκειται για το ηλεκτρονικό µητρώο αποβλήτων τροφίµων-, όπου στόχος είναι να µπαίνουν σε αυτό οι υπόχρεοι παραγωγοί και να δηλώνουν τις ποσότητες αποβλήτων. Οταν βάλεις στόχους µείωσης, πρέπει να ξέρεις από ποια αφετηρία τα µετράς. Αρα, λοιπόν, η καταγραφή των δεδοµένων είναι ένα σηµαντικό γεγονός. Αντίστοιχη δράση για τη σπατάλη τροφίµων έχει το πρόγραµµα “Life”, που τρέχει από το υπουργείο Περιβάλλοντος και άλλους 20 φορείς και θα µπει στο φόρουµ µείωσης της σπατάλης τροφίµων».

Σύµφωνα µε τον Αχιλλέα Πληθάρα, υπεύθυνο προγραµµάτων µείωσης αποβλήτων, WWF Ελλάς, «ο τρόπος που παράγουµε και καταναλώνουµε τροφή συνδέεται άµεσα µε την απώλεια βιοποικιλότητας και την κλιµατική κρίση. H παραγωγή, η κατανάλωση και η απόρριψη της τροφής µας ευθύνονται τα τελευταία 50 χρόνια για το 70% της απώλειας της χερσαίας βιοποικιλότητας και το 26% των εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου παγκοσµίως. Οµως, κάθε χρόνο παγκοσµίως το 1/3 των παραγόµενων τροφίµων καταλήγει στον κάδο».

Οπως επισηµαίνει, «σύµφωνα µε τον Παγκόσµιο Οργανισµό Τροφίµων και Γεωργίας, σχεδόν το 45% φρούτων, λαχανικών, ριζών και βολβών που παράγονται έχουν την ίδια τύχη. Μαζί µε κάθε γραµµάριο τροφής που πετιέται πετιούνται πολύτιµοι φυσικοί πόροι, που χρησιµοποιήθηκαν “άδικα” για την παραγωγή του».

«Το µέγεθος του προβλήµατος στην Ελ λάδα είναι ανησυχητικό. Εκτιµάται πως στην Ελλάδα παράγονται σε ετήσια βάση σχεδόν 2 εκατοµµύρια τόνοι αποβλήτων τροφίµων, εκ των οποίων οι 220 χιλιάδες στην εστίαση και οι 930 χιλιάδες στα νοικοκυριά. Σύµφωνα µε έρευνα του Χαροκόπειου Πανεπιστηµίου, σε επίπεδο νοικοκυριού κάθε πολίτης πετάει κάθε χρόνο 98 κιλά τροφίµων. Από αυτά, τα 55 κιλά θα µπορούσαν να καταναλωθούν µε ασφάλεια, ενώ τα υπόλοιπα 43 κιλά είναι η αναπόφευκτη σπατάλη (κόκκαλα, φλούδες κ.λπ.). Για µια τετραµελή οικογένεια, η σπατάλη ανέρχεται στα 392 κιλά αποβλήτων τροφίµων ετησίως, εκ των οποίων τα 220 κιλά θα µπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, δηλαδή να καταναλωθούν και να µην πεταχτούν στα σκουπίδια. Η σπατάλη τροφίµων, πέρα από τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, έχει αντίκτυπο και στα οικονοµικά των νοικοκυριών. Εκτιµάται πως το κόστος της σπατάλης για µια τετραµελή οικογένεια ξεπερνά τα 1.000 ευρώ τον χρόνο, σχεδόν ένα µέσο µηνιάτικο», υποστηρίζει ακόµα ο κ. Πληθάρας.


Win - win κατάσταση

Σύµφωνα µε το στέλεχος της WWF, «η καταπολέµηση της σπατάλης τροφίµων αποτελεί µια win-win κατάσταση, από όπου µπορούν να κερδίσουν όλοι: κοινωνία, οικονοµία, περιβάλλον. Ακόµη όµως δεν έχουν υπάρξει οι απαραίτητες θεσµικές πρωτοβουλίες εκ µέρους της Πολιτείας που θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε περιορισµό των αποβλήτων τροφίµων. Από την κυβέρνηση ζητάµε τη θέσπιση ενός εθνικού σχεδίου για τη µείωση της σπατάλης τροφίµων, µε αναλυτικά, οριζόντια και κλαδικά µέτρα, που θα περιλαµβάνει προβλέψεις για ανάπτυξη νοµοθετικών πρωτοβουλιών και θα περιέχει συγκεκριµένο χρονοδιάγραµµα υλοποίησης. Θα θέλαµε επίσης να δούµε µεγαλύτερη κινητοποίηση των επιχειρήσεων, ιδίως στους κλάδους της µεταποίησης και του λιανεµπορίου, οι οποίες µπορούν και θα πρέπει να προχωρήσουν σε εθελοντικές συµφωνίες µείω σης της σπατάλης κατά 50% έως το 2030», καταλήγει ο Αχιλλέας Πληθάρας.