Πλέον, ο απλός καταναλωτής ενδιαφέρεται να ενημερωθεί για το σήμα Λαγκάρντ για τα επιτόκια και τη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης. Δεν είναι τυχαίο, καθώς αφορά άμεσα την… τσέπη του. Έπειτα από μια μακρά περίοδο αρνητικών επιτοκίων, το συναλλακτικό κοινό της ευρωζώνης τα τελευταία δύο χρόνια έβλεπε τα επιτόκια να ανεβαίνουν κλιμακωτά και να κάνουν τον δανεισμό «εφιάλτη». Από φέτος το καλοκαίρι, η εικόνα είναι διαφορετική, οι προσδοκίες επίσης. Και αυτό επιβεβαίωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στη χθεσινή του συνεδρίαση, που εθιμοτυπικά μία φορά το χρόνο γίνεται εκτός Φρανκφούρτης.


Ο τόνος, λοιπόν, δόθηκε χθες στη Σλοβενία με την «Κυρία της ΕΚΤ» να ανακοινώνει άλλο ένα βήμα προς τον φθηνότερο δανεισμό (εκ παραλλήλου δε και χαμηλότερων αποδόσεων σε καταθέσεις). Μετά και τη νέα απόφαση για επιπλέον 0,25% μείωση των επιτοκίων του ευρώ, έρχονται ακόμη πιο κοντά όσοι θέλουν να λάβουν ένα δάνειο, στεγαστικό, καταναλωτικό, επιχειρηματικό. Και πέραν αυτού, αρχίζει και εδραιώνεται για κάποιους η ελπίδα ότι στην επόμενη συνεδρίαση τον Δεκέμβριο, οι μειώσεις θα έχουν πλέον φθάσει τη μία ποσοστιαία μονάδα, συνολικά μέσα σε ένα εξάμηνο, υποχωρώντας στο επίπεδο του 3% (ήδη μετά τις χθεσινές αποφάσεις, τα επιτόκια είναι 3,25% για πράξεις κύριας χρηματοδότησης, 3,40% για πράξεις διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και 3,65% για πράξεις διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων).


Μία μονάδα φθηνότερο κόστος χρηματοδότησης δεν είναι αμελητέο, ειδικά όταν σε αυτό αναμένεται να προστεθούν και επιπλέον μειώσεις το 2025, με δεδομένο τη διατήρηση του πληθωρισμού στα επιθυμητά επίπεδα. Το φράγμα του 3% θα σπάσει θεωρητικά στις αρχές του 2025 και αυτό θα αναθερμάνει τη ζήτηση για φρέσκα κεφάλαια σε τομείς πιεσμένους, κυρίως στη στεγαστική πίστη, αλλά και τη χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων και μάλιστα, στην προοπτική αυτή, η αγορά διαπιστώνει ήδη κάποιες πρώτες ενδείξεις προεξόφλησης.

Συγκεκριμένα στις ελληνικές τράπεζες, αν εξαιρεθεί το «πέπλο προστασίας» με το παγωμένο επιτόκιο ως το Μάϊο του 2025 για τους συνεπείς δανειολήπτες στεγαστικών, αρχίζουν και βλέπουν μια οριακά αυξημένη διάθεση για ρίσκο. Πέραν και του επιδοτούμενου προγράμματος «Σπίτι μου», που προφανώς και λειτουργεί υποστηρικτικά στην άνοδο της ζήτησης, ο στόχος για το 2024 θέλει τις νέες εκταμιεύσεις στα στεγαστικά να είναι της τάξεως του 1,8 δισ. ευρώ, όπως σχετικά έγραψε το powergame.gr.


Ερμηνεύεται όμως ως θετικός οιωνός ότι το κοινό έχει αρχίσει ξανά να ρωτά για δάνεια, στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά, με ένα αρκετά σοβαρό ποσοστό πελατών να αναζητούν τις πρώτες πληροφορίες online. Οι κινήσεις της ΕΚΤ προεξοφλούν καλύτερο κόστος δανεισμού και αυτό δημιουργεί μια σχετική ευφορία. Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες προσφέρουν καλύτερους όρους στους νέους πελάτες, τόσο μέσα από τα νέα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου (καθώς το κυμαινόμενο που βασίζεται στο euribor ενσωματώνει άμεσα την πορεία των διατραπεζικών επιτοκίων) όσο και μέσα από τα δάνεια σταθερής διάρκειας.

Τα επιτόκια στα νέα σταθερά δάνεια, που σημειωτέον αποτελεί την πρώτη επιλογή του κοινού ειδικά για μια μικρή χρονική διάρκεια (3 έτη σταθερό και μετά κυμαινόμενο) διαμορφώνονται πλέον σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που ίσχυαν πριν το καλοκαίρι. Ενδεικτικά, υπάρχουν πολλά προγράμματα δανείων με επιτόκιο κάτω του 3%, για σταθερή διάρκεια μιας τριετίας.


Σταδιακά, θα αρχίσει μια μεταστροφή του κοινού σε δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, εκτιμούν τραπεζικοί παράγοντες, αλλά σίγουρα ακόμη δεν είναι η ώρα. Είναι όμως μια τάση που θα τη δει η αγορά, όσο προχωράνε οι μειώσεις επιτοκίων και όσο αθροίζονται, κάτι που θα φανεί εντός του 2025. Σίγουρα όμως, το πτωτικό περιβάλλον επιτοκίων θα αρχίσει να επηρεάζει θετικά τη ζήτηση για νέα δάνεια.

Η περισσότερη συζήτηση γίνεται μεν στα στεγαστικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αφορά αντίστοιχα και τα μικρά επιχειρηματικά. Οι μικρομεσαίοι επωφελούνται επίσης από τη μείωση των επιτοκίων για δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου (euribor συν περιθώριο), παράλληλα όμως έχουν μια παλέτα στοχευμένων δανειακών προγραμμάτων που τους αφορά.