"Κόκκινα δάνεια": "Άθλος" των τραπεζών - Είναι πλέον λιγότερα και από την περίοδο πριν την κρίση
Τι αναφέρει το ρεπορτάζ
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν μειώσει ήδη τους δείκτες Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (τα «κόκκινα δάνεια») σε επίπεδα από 3,1% έως 4,7%, φτάνοντας σε χαμηλότερα και από τα προ κρίσης επίπεδα
Σε επίπεδα χαμηλότερα και από αυτά προ κρίσης βρίσκονται πλέον τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών μετά τη δραστική μείωσή τους από τα τέλη του 2019 και μετά, κυρίως μέσω των τιτλοποιήσεων του «Ηρακλή». Στο τέλος του α’ εξαμήνου 2024 ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) ανερχόταν σε 6,9%, με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να έχουν μειώσει ήδη τους δείκτες ΜΕΑ σε επίπεδα από 3,1% έως 4,7%. Οι εν λόγω δείκτες θα σημειώσουν περαιτέρω υποχώρηση στο γ’ και δ’ τρίμηνο του έτους, ενώ ο «Ηρακλής ΙΙΙ» θα μειώσει στα επίπεδα του 3% και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της ενιαίας τράπεζας που προέκυψε από τη συγχώνευση Attica Bank και Παγκρήτιας.
Τα επίπεδα «κόκκινων» δανείων που έχουν επιτύχει ήδη οι συστημικές τράπεζες είναι καλύτερα και από τα χαμηλότερα επίπεδα προ κρίσης - συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2007, όταν ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων βρισκόταν στο 5,2%. Σημειώνεται ότι τότε δεν υπήρχε ακόμη ο αυστηρότερος κανονισμός για τον ορισμό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σύμφωνα με τον οποίο στα «κόκκινα» δάνεια εμπίπτουν όσα βρίσκονται σε καθυστέρηση πληρωμής άνω των 30 ημερών.
Δεδομένου ότι στα χρόνια προ κρίσης ως «κόκκινα» δάνεια λογίζονταν όσα ήταν σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και επιπλέον ότι την εποχή εκείνη οι τράπεζες εμφάνιζαν μεγάλη πιστωτική επέκταση, η οποία συγκρατούσε τα ποσοστά του δείκτη «κόκκινων» δανείων, ο «άθλος» που έχουν επιτύχει οι τράπεζες, εμφανίζοντας σήμερα χαμηλά μονοψήφια ποσοστά MEA, λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Εστω και αν ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλότερος του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ο οποίος τον Ιούνιο του 2024 βρισκόταν στο 2,3%.
Τα «κόκκινα» δάνεια στις τράπεζες έπιασαν διψήφιο ποσοστό (10,2%) τον Μάρτιο του 2010, στην έναρξη της ελληνικής κρίσης. Εκτοτε, ανά τρίμηνο, ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων σκαρφάλωνε σε ολοένα και υψηλότερα επίπεδα, από 14,1% στο τέλος του 2010 σε 21,5% στο τέλος του 2011, 31,3% στο τέλος του 2012, 39,5% στο τέλος του 2013, 43,5% στο τέλος του 2014, 48,1% στο τέλος του 2015, 48,5% στο τέλος του 2016 (έχοντας πιάσει ποσοστό 49,1% το γ’ τρίμηνο του 2016) και 47,1% στο τέλος του 2017 (με δείκτες 49,1% το α’ και β’ τρίμηνο του 2017).
Στο τέλος του 2018, ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων είχε υποχωρήσει στο 45,4% και τον Δεκέμβριο του 2019, όταν ο «Ηρακλής» ψηφίστηκε από τη Βουλή, είχε μειωθεί περαιτέρω στο 40,6%. Με την εφαρμογή του «Ηρακλή» από την επόμενη χρονιά, ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων έπεσε στο 30,1% στο τέλος του 2020, στο 12,8% στο τέλος του 2021, στο 8,7% στο τέλος του 2022 και στο 6,7% στο τέλος του 2023.
Δημοσιεύτηκε στο MoneyPro των Παραπολιτικών
Τα επίπεδα «κόκκινων» δανείων που έχουν επιτύχει ήδη οι συστημικές τράπεζες είναι καλύτερα και από τα χαμηλότερα επίπεδα προ κρίσης - συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2007, όταν ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων βρισκόταν στο 5,2%. Σημειώνεται ότι τότε δεν υπήρχε ακόμη ο αυστηρότερος κανονισμός για τον ορισμό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σύμφωνα με τον οποίο στα «κόκκινα» δάνεια εμπίπτουν όσα βρίσκονται σε καθυστέρηση πληρωμής άνω των 30 ημερών.
Δεδομένου ότι στα χρόνια προ κρίσης ως «κόκκινα» δάνεια λογίζονταν όσα ήταν σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και επιπλέον ότι την εποχή εκείνη οι τράπεζες εμφάνιζαν μεγάλη πιστωτική επέκταση, η οποία συγκρατούσε τα ποσοστά του δείκτη «κόκκινων» δανείων, ο «άθλος» που έχουν επιτύχει οι τράπεζες, εμφανίζοντας σήμερα χαμηλά μονοψήφια ποσοστά MEA, λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Εστω και αν ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλότερος του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ο οποίος τον Ιούνιο του 2024 βρισκόταν στο 2,3%.
«Κόκκινα δάνεια»: Ανθεκτικές οι τράπεζες σε νέο «κύμα» δημιουργίας τους, λόγω πληθωρισμού
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δανειακά χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών επέδειξαν ισχυρές αντιστάσεις στις επιπτώσεις της ανόδου του πληθωρισμού, που έπληξαν με νέα «κόκκινα» δάνεια όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκε σε 10,4 δισ. ευρώ τον περασμένο Ιούνιο, αυξημένο κατά 4,8% ή 476 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2023. Και αυτό διότι, έπειτα από εποπτική απαίτηση, στην περίμετρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων εντάχθηκαν και δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου (σ.σ.: Αυτά έχουν μειωθεί σε 1 δισ. ευρώ και κατόπιν των τακτικών καταβολών του Δημοσίου το πρόβλημα θα εξαλειφθεί σύντομα).Τα «κόκκινα» δάνεια στις τράπεζες έπιασαν διψήφιο ποσοστό (10,2%) τον Μάρτιο του 2010, στην έναρξη της ελληνικής κρίσης. Εκτοτε, ανά τρίμηνο, ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων σκαρφάλωνε σε ολοένα και υψηλότερα επίπεδα, από 14,1% στο τέλος του 2010 σε 21,5% στο τέλος του 2011, 31,3% στο τέλος του 2012, 39,5% στο τέλος του 2013, 43,5% στο τέλος του 2014, 48,1% στο τέλος του 2015, 48,5% στο τέλος του 2016 (έχοντας πιάσει ποσοστό 49,1% το γ’ τρίμηνο του 2016) και 47,1% στο τέλος του 2017 (με δείκτες 49,1% το α’ και β’ τρίμηνο του 2017).
Στο τέλος του 2018, ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων είχε υποχωρήσει στο 45,4% και τον Δεκέμβριο του 2019, όταν ο «Ηρακλής» ψηφίστηκε από τη Βουλή, είχε μειωθεί περαιτέρω στο 40,6%. Με την εφαρμογή του «Ηρακλή» από την επόμενη χρονιά, ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων έπεσε στο 30,1% στο τέλος του 2020, στο 12,8% στο τέλος του 2021, στο 8,7% στο τέλος του 2022 και στο 6,7% στο τέλος του 2023.
Δημοσιεύτηκε στο MoneyPro των Παραπολιτικών