Από το προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, πριν έρθει στην εξουσία, την άνοιξη δηλαδή του 2019, όλα όσα αφορούν τις μειώσεις φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών, συν την αύξηση του κατώτατου μισθού, έχουν μέχρι σήμερα είτε υλοποιηθεί είτε ψηφιστεί για να εφαρμοστούν. Ολα εκτός από ένα: τη μείωση του ΦΠΑ.

Τι ακριβώς έγραφε πριν από πέντε χρόνια το πρόγραμμα της Ν.Δ.; «Καθιέρωση δύο βασικών συντελεστών ΦΠΑ, 11% και 22%, από 13% και 24% σήμερα, με διατήρηση του υπερμειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στο 6%». Είναι δεδομένο, εξάλλου, ότι οι έμμεσοι φόροι αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή εσόδων για το κράτος, μέσω των οποίων, πέραν των τακτικών δαπανών, η κυβέρνηση μπορεί να χρηματοδοτεί έκτακτες ενισχύσεις και επιδόματα, όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο.

Είναι επίσης δεδομένο ότι οποιαδήποτε μείωση του ΦΠΑ θα δημιουργήσει, εκτός εξαιρετικού απροόπτου, σχεδόν αυτόματα ένα σημαντικό δημοσιονομικό κενό. Στην κυβέρνηση έχουν ωστόσο αρκετούς λόγους να είναι συγκρατημένα αισιόδοξοι ότι τα δεδομένα αυτά μέσα στην επόμενη τριετία μπορεί να μεταβληθούν αρκετά. Η αισιοδοξία πηγάζει κυρίως από τους σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης στην περιοχή του 2% και άνω και, κυρίως, από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσα από τα διάφορα, ψηφιακά κυρίως, εργαλεία, που έχουν συμβάλει στον σημαντικό περιορισμό της φοροδιαφυγής.


Έρχεται μείωση του ΦΠΑ το 2027 

Το 2025 και το 2026 είναι δύο χρονιές στις οποίες οποιαδήποτε σκέψη για μείωση του ΦΠΑ είναι περίπου απαγορευτική. Εφόσον ωστόσο ο ρυθμός ανάπτυξης διατηρηθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται και η φοροδιαφυγή μειώνεται, τότε το 2027 – που αποτελεί άλλωστε και το επόμενο εκλογικό έτος– δεν αποκλείεται η κυβέρνηση να είναι σε θέση να ανακοινώσει και να υλοποιήσει τη μείωση του ΦΠΑ από το 24% στο 22%. Αυτό φέρεται να αποτελεί και βασική στόχευση του Κυριάκου Μητσοτάκη και ένα κεντρικό εργαλείο άσκησης πολιτικής λίγο πριν πάει η χώρα ξανά στις κάλπες.

Ολα αυτά, βέβαια, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν. Ποιες ακριβώς είναι αυτές; Ο πρωθυπουργός ουσιαστικά τις περιέγραψε μιλώντας στα εγκαίνια του νέου κτιρίου της κεντρικής υπηρεσίας της ΑΑΔΕ. «Οσο μειώνεται η φοροδιαφυγή, όσο περιορίζεται το κενό στον ΦΠΑ, όσο κα ταφέρνετε και εξιχνιάζετε μεγάλες φορολογικές ή τελωνειακές απάτες που απαιτούν μια εξειδίκευση, τόσο θα προσθέτετε παραπάνω έσοδα στα ταμεία του κράτους, έτσι ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε με την πολιτική μείωσης των φόρων, κάτι το οποίο έχουμε πρόθεση να κάνουμε μέχρι το τέλος τουλάχιστον της κυβερνητικής μας θητείας, το 2027», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης.


Η πολιτική φορολογικών ελαφρύνσεων θα συνεχιστεί την επόμενη τριετία

Η κορωνίδα αυτής της προσπάθειας θα είναι η μείωση του ΦΠΑ – εφόσον κάτι τέτοιο αποδειχθεί τελικά εφικτό. Ενα μέτρο που θα έχει και οικονομική και κοινωνική σημασία, αλλά και πολιτική, αφού θα είναι μια έμπρακτη απόδειξη δύο διαφορετικών πραγμάτων: ότι η Νέα Δημοκρατία τηρεί όλες τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και ότι η κυβέρνηση έχει πετύχει με τις πολιτικές της την αυξημένη φορολογική συμμόρφωση και την αύξηση των εσόδων, χωρίς καμία αύξηση φορολογικού ή άλλου συντελεστή. Στο Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθούν με ενδιαφέρον επίσης τα τεκταινόμενα στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η κυβέρνηση των Εργατικών παρουσίασε προ ημερών τον πρώτο της Προϋπολογισμό με συνολικές αυξήσεις φόρων που εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 47 δισεκατομμύρια ευρώ! Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση φόρων στη Βρετανία τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Στην τελευταία συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μάλιστα, την περασμένη Τετάρτη, ο πρωθυπουργός επέλεξε να θέσει το πλαίσιο της φορολογικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση, μιλώντας για «συνετή πολιτική της μείωσης των φόρων, σε συνδυασμό με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων» και χαρακτηρίζοντας ως τους δύο πυλώνες προόδου τις δημοσιονομικά ισορροπημένες επιλογές και τη φορολογική δικαιοσύνη.

«Η μάχη κατά της φοροδιαφυγής ήταν πάντα ένα σύνθημα, ένα πολυφορεμένο σλόγκαν στα χείλη όλων των πολιτικών», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης. «Νομίζω από ευχή, πια, γίνεται πραγματικότητα, με τα πρώτα έσοδα να ενισχύουν, προφανώς, τους πιο αδύναμους, αλλά όλα τα επόμενα πρόσθετα έσοδα από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής να ανοίγουν τελικά τον δρόμο για νέες μειώσεις φόρων. Εχουμε, ήδη, προσδιορίσει το τι θα κάνουμε στον Προϋπολογισμό του 2025, ώστε η μικρότερη αυθαιρεσία των λίγων να σημαίνει τελικά τη με γαλύτερη ανακούφιση των πολλών».

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν η μείωση του ΦΠΑ δεν γίνει κατορθωτό να εφαρμοστεί, η πολιτική φορολογικών ελαφρύνσεων θα συνεχιστεί την επόμενη τριετία, με την οριστική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, τη μείωση του δεύτερου, πιθανώς μετά τον εισαγωγικό, συντελεστή φόρου εισοδήματος, τον εξορθολογισμό των τεκμηρίων διαβίωσης κ.ά.