Ηλικίας άνω των 50 ετών είναι η πλειοψηφία των κατοικιών που πωλούνται σήμερα στο κέντρο της Αθήνας και στον Πειραιά, με την αξία τους λόγω της υψηλής ζήτησης και του περιορισμένου διαθέσιμου αποθέματος να πλησιάζει ακόμη και αυτών των νεόδμητων ακινήτων. Την ώρα που μια διαφορετική εικόνα εντοπίζεται στα νότια προάστια, όπου οι περισσότερες κατοικίες που είναι προς πώληση κυρίως στη Γλυφάδα έχουν κατασκευαστεί τα τελευταία δύο χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, σε όλους τους Δήμους της Αττικής, οι παλαιότερες κατασκευές εξακολουθούν να κατέχουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς. Αυτό οφείλεται στο μεγάλο κατασκευαστικό κενό των προηγούμενων ετών, το οποίο ήταν αποτέλεσμα κυρίως της οικονομικής κρίσης αλλά και της έλλειψης διαθέσιμων οικοπέδων.


Σύμφωνα με την ανάλυση της πλατφόρμας ακινήτων Ask Wire, στο κέντρο της Αθήνας πωλούνται σήμερα συνολικά 7.242 ακίνητα, από τα οποία το 47% του συνόλου, δηλαδή τα 3.385 σπίτια που έχουν συνολική αξία ύψους 638 εκατ ευρώ, έχουν κατασκευαστεί πριν το 1970. Στη συνέχεια, τα ακίνητα που κατασκευάστηκαν μεταξύ 1971 και 1985 αποτελούν το 29% των σπιτιών που πωλούνται, τα οποία σε αριθμό ανέρχονται τα 2.086 με το κόστος τους να υπολογίζεται στα 372 εκατ. ευρώ. Τα ακίνητα που κατασκευάστηκαν μεταξύ 1986 και 2000 είναι μόλις το 3% του συνολικού αποθέματος προς πώληση, ενώ αυτά της περιόδου 2001-2006 και 2007-2011 αντιπροσωπεύουν από 4% το καθένα. Ο περιορισμένος αριθμός τους δείχνει το απότομο φρενάρισμα που συνέβη εκείνη την περίοδο στην κατασκευή νέων σπιτιών.


Όσα ακίνητα χτίστηκαν από το 2012 έως το 2016, μόνο το 1%, δηλαδή μόλις 58 σπίτια, των οποίων η αξία του ανέρχεται στα 17,4 εκατ. ευρώ, έχει βγει προς πώληση. Αυτό μπορεί να οφείλεται τόσο στη μειωμένη κατασκευαστική δραστηριότητα εκείνης της περιόδου, λόγω της οικονομικής κρίσης, όσο και στην προτίμηση των ιδιοκτητών να διατηρούν αυτά τα ακίνητα αντί να τα πουλήσουν, λόγω ότι βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Η περιορισμένη πρόσβαση επίσης σε χρηματοδότηση, η υψηλή φορολογία στην ακίνητη περιουσία και η αβεβαιότητα στην αγορά μείωσαν την ανάπτυξη νέων έργων, καθώς οι επενδυτές και οι κατασκευαστές ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί. Επιπλέον, η ζήτηση για νέες κατοικίες ήταν περιορισμένη λόγω της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.

Εξαιρετικά μικρός είναι και ο αριθμός των κατοικιών που έχουν πωλητήριο και έχουν χτιστεί μεταξύ 2017 και 2022, καθώς το ποσοστό τους ανέρχεται στο 2%, δηλαδή 114 ακίνητα με αξία 34,6 εκατ. ευρώ. Τέλος, τα νεόδμητα ακίνητα, από το 2023 και μετά, αντιπροσωπεύουν το 12% της συνολικής αξίας, με 838 ακίνητα και συνολική αξία 228,5 εκατ. ευρώ. Γεγονός που δείχνει ότι τα νεόδμητα ακίνητα είναι είδος προς εξαφάνιση στο κέντρο και η αξία τους πλησιάζει αυτών των παλιών ακινήτων,


Ο Πειραιάς είναι ο δεύτερος δήμος με τα περισσότερα ακίνητα προς πώληση, καθώς ο αριθμός τους ανέρχεται σε 1.481. Ωστόσο, το απόθεμα των ακινήτων είναι εξαιρετικά παλαιωμένο. Η πλειοψηφία των σπιτιών που έχουν πωλητήριο έχουν κατασκευαστεί μεταξύ 1971 και 1985, καταλαμβάνοντας το 41% του συνόλου. Επίσης, το 19% των σπιτιών που πωλούνται έχουν χτιστεί πριν από το 1970. Ιδιαίτερα αισιόδοξο είναι το γεγονός ότι το 17% των ακινήτων που αναζητούν αγοραστές είναι νεόδμητα, γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη κατασκευαστικής δραστηριότητας λόγω των επενδύσεων που πραγματοποιούνται στην περιοχή. Αυτή η κατάσταση υποδηλώνει ότι, παρά την ηλικία του κύριου αποθέματος ακινήτων, υπάρχει μια δυναμική τάση ανανέωσης της αγοράς, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε βελτίωση των υποδομών και της συνολικής ποιότητας των ακινήτων στον Πειραιά.

Μια παρόμοια εικόνα παρατηρείται και στα Βόρεια Προάστια, όπου η πλειονότητα των διαθέσιμων ακινήτων προς πώληση είναι κατασκευασμένα από το 1971 έως το 1985. Στο Μαρούσι, ειδικότερα, το 41% των κατοικιών που πωλούνται ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Η αυξανόμενη ζήτηση ωστόσο για ακίνητα στην περιοχή κυρίως από Έλληνες έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των νέων κατασκευών. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι το 22% των σπιτιών που είναι σήμερα διαθέσιμα έχει χτιστεί το 2023, γεγονός που μαρτυρά την ενεργή κατασκευαστική δραστηριότητα.


Στην Κηφισιά, η κατάσταση είναι παρόμοια, καθώς τα περισσότερα ακίνητα που βρίσκονται προς πώληση προέρχονται επίσης από τη δεκαετία του ’80. Συγκεκριμένα, σ΄αυτήν τη φάση αναζητούν αγοραστεί 119 παλιά σπίτια, των οποίων η αξία τους συνολικά φτάνει τα 49,4 εκατ. ευρώ. Το θετικό είναι ότι συνολικά 81 σπίτια που είναι καταχωρημένα στις αγγελίες, δηλαδή το 24% έχει κατασκευαστεί το 2023. Αυτή η εικόνα δείχνει ότι, παρά την παρουσία παλαιών ακινήτων, η ενίσχυση της ζήτησης και οι νέες κατασκευές συνιστούν θετικά σημάδια για την αγορά στα Βόρεια Προάστια. Η επενδυτική δραστηριότητα στην περιοχή ενδυναμώνει τη διαδικασία ανανέωσης της αγοράς, με αποτέλεσμα οι νέες κατοικίες να προσφέρουν ελκυστικές επιλογές στους ενδιαφερόμενους αγοραστές.

Μια διαφορετική εικόνα υπάρχει στα Νότια Προάστια και κυρίως στη Γλυφάδα όπου η πλειοψηφία των σπιτιών που είναι προς πώληση έχουν κατασκευαστεί μετά το 2023. Συγκεκριμένα, σήμερα στην αγορά έχουν βγει 344 νεόδμητα σπίτια αξίας περίπου 300 εκατ. ευρώ. Αυτό υποδηλώνει μια αυξανόμενη κατασκευαστική δραστηριότητα και έντονη επενδυτική κίνηση στην περιοχή, γεγονός που δείχνει την αναζωογόνηση της αγοράς ακινήτων στη Γλυφάδα. Στη συνέχεια στην περιοχή τα περισσότερα σπίτια που είναι διαθέσιμα είναι της δεκαετίας του 80, καταλαμβάνοντας το 27% της αγοράς. Αυτή η περίοδος αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη δραστηριότητα στην αγορά ακινήτων, πιθανόν λόγω της ανάπτυξης υποδομών και της αύξησης του πληθυσμού στην περιοχή, που οδήγησε σε αυξημένη ζήτηση.

Στην περιοχή Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη, παρατηρείται έντονη δραστηριότητα στην αγορά ακινήτων, ειδικά με τις νεόδμητες κατασκευές από το 2023 και μετά, οι οποίες καταλαμβάνουν το 28% της αγοράς. Συνολικά, 162 ακίνητα κατασκευασμένα μετά το 2023, αξίας 172,6 εκατ. ευρώ, έχουν βγει προς πώληση, γεγονός που υποδηλώνει έντονη επενδυτική δραστηριότητα και αναζωογόνηση της αγοράς, όπως παρατηρείται και στη Γλυφάδα.

Παράλληλα, σημαντικό ποσοστό των διαθέσιμων ακινήτων είναι παλαιότερων χρονολογιών, καθώς τα ακίνητα της περιόδου 1971-1985 καταλαμβάνουν το 31% της αγοράς. Αυτή η περίοδος φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια κατασκευαστική άνθηση, πιθανότατα λόγω της ανάπτυξης υποδομών και της αυξημένης ζήτησης κατοικιών. Ακολουθούν οι κατοικίες κατασκευής 1986-2000, που αποτελούν το 13% της αγοράς, δείχνοντας ότι υπάρχει συνεχής ζήτηση για ακίνητα αυτής της εποχής.

Τέλος, οι παλαιότερες κατασκευές (πριν από το 1970) αντιπροσωπεύουν το 8% των διαθέσιμων ακινήτων. Αυτό το ποσοστό υποδεικνύει ότι ένα μέρος των αγοραστών ενδιαφέρεται για παλαιότερα ακίνητα, ίσως με σκοπό την ανακαίνιση ή την επένδυση. Συνολικά, η εικόνα της αγοράς ακινήτων στη Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη χαρακτηρίζεται από αυξημένη ζήτηση για νεόδμητες κατοικίες, αλλά και από ενδιαφέρον για παλαιότερα ακίνητα, σε ένα περιβάλλον αναπτυξιακής δυναμικής και υψηλής επενδυτικής δραστηριότητας.