Να απαλλαγούν από 21.000 ακίνητα επιχειρούν οι τράπεζες - Τι σκέφτεται η κυβέρνηση
''Στο τραπέζι'' το θέμα
H κυβέρνηση θεωρεί πως, αν αυτά τα σπίτια µπουν στην αγορά, θα αυξηθεί η διαθεσιµότητα και θα µειωθούν οι τιµές
Κρίσιµη συµβολή στην επίλυση του ζητήµατος στέγασης θα έχει η ταχύτερη απαλλαγή των τραπεζών από το απόθεµα ακινήτων, που έχουν σωρεύσει µέσω πλειστηριασµών. Πρόκειται για 21.000 ακίνητα, τα οποία η κυβέρνηση εκτιµά πως θα µπορούσαν να πέσουν µε πιο εντατικό ρυθµό στην αγορά, ανεβάζοντας τη διαθεσιµότητα κατοικιών, ρίχνοντας τις τιµές και συµβάλλοντας στην εξεύρεση στέγης, ιδίως για νέους και ασθενέστερους οικονοµικά πολίτες.
Το ζητούµενο, οι τράπεζες να ξεφορτωθούν τα ακίνητα που διαθέτουν, µαζί µε το να δώσουν περισσότερα στεγαστικά δάνεια, έθεσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, µιλώντας στην εκδήλωση που πραγµατοποίησε αυτήν την εβδοµάδα στην Αθήνα το Bloomberg.
Το έλλειµµα προσφοράς οικιστικών ακινήτων ανέδειξε η απορρόφηση του προγράµµατος «Σπίτι µου», όπου παρά τη µεγάλη ζήτηση και την υψηλή εγκρισιµότητα αιτήσεων από τις τράπεζες, τελικά οι εκταµιεύσεις δεν κάλυψαν το σύνολο του προϋπολογισµού του προγράµµατος, επειδή οι ενδιαφερόµενοι δεν βρήκαν το σπίτι για το οποίο θα δανειοδοτούνταν. Το ίδιο προεξοφλούν οι τράπεζες ότι θα συµβεί και µε το «Σπίτι µου 2».
Η ιδέα οι τράπεζες να δανειοδοτούν τρίτους που θέλουν να αποκτήσουν ακίνητα από πλειστηριασµούς, προκειµένου τα ακίνητα αυτά να µην καταλήγουν στις ίδιες τις τράπεζες, δεν έχει περπατήσει (σ.σ. µία τράπεζα έχει λανσάρει σχετικό προϊόν, αλλά µε χαµηλή ανταπόκριση). Και αυτό λόγω της δικαστικής διαδικασίας. Ο πλειστηριασµός ακινήτου µπορεί να γίνει ύστερα από 7 µήνες από την κατάσχεση και στον ενδιάµεσο χρόνο το σύνηθες είναι ο οφειλέτης να ασκεί ανακοπή κατά της διαδικασίας, ώστε να αποφεύγει τον πλειστηριασµό. Ετσι, κάποιος τρίτος που θα δανειοδοτηθεί για να συµµετάσχει στον πλειστηριασµό δεν γνωρίζει αν θα αποκτήσει τελικά το ακίνητο και για να το πάρει θα πρέπει να κάνει άλλη διαδικασία εκτέλεσης.
Ακόµη και στην περίπτωση που η διαδικασία κυλήσει εξαρχής χωρίς ανακοπή από τον οφειλέτη, από τη στιγµή που κατακυρωθεί το ακίνητο σε τρίτον στον πλειστηριασµό αυτός έχει περιθώριο δέκα ηµερών για να καταβάλει το τίµηµα. Τη στιγµή που η εκταµίευση ενός στεγαστικού δανείου απαιτεί 5-6 µήνες, είναι προφανές ότι ακίνητο µέσω πλειστηριασµού µπορεί να αποκτήσει µόνο όποιος έχει το τίµηµα σε µετρητά. Το έλλειµµα προσφοράς οικιστικών ακινήτων έχει ποσοτικοποιηθεί από την Τράπεζα Πειραιώς σε άνω των 200.000 ακινήτων. Σύµφωνα µε τους υπολογισµούς µελέτης της τράπεζας, η κατασκευαστική δραστηριότητα έφτασε στο απόγειό της το 2005, µε την έκδοση 66.000 οικοδοµικών αδειών, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε 195.000 κατοικίες. Εκτοτε η πτώση ήταν συνεχής, µε αποτέλεσµα να οδηγηθούµε σε ιστορικά χαµηλά επίπεδα την περίοδο 2012 και ύστερα, µε ετήσια έκδοση αδειών που αντιστοιχεί σε 16.000 κατοικίες κατ’ έτος.
Κατά την απογραφή 2001-2011 καταγράφεται αύξηση του αριθµού των κατοικιών κατά 917.000, ενώ την επόµενη δεκαετία 2012-2022 η µελέτη υπολογίζει ότι προστέθηκαν µόνο 155.000 ακίνητα. Ταυτόχρονα, από την πλευρά της ζήτησης, την περίοδο 2001-2011 καταγράφεται αύξηση του αριθµού των νοικοκυριών κατά 582.000, ενώ από το 2012 έως το 2022 η τράπεζα υπολογίζει τη δηµιουργία µόνο 197.000 νοικοκυριών. Επιπρόσθετα, επισηµαίνει την αύξηση της ζήτησης κατοικιών λόγω βραχυχρόνιας µίσθωσης τα τελευταία χρόνια. Η ζήτηση αυτή, η οποία δρα προσθετικά στη ζήτηση για στέγαση στα εγχώρια νοικοκυριά, ανέρχεται πλέον σε 170.000 κατοικίες.
Η ανισορροπία που εντοπίζει η µελέτη της Τράπεζας Πειραιώς δεν είναι παρά προϊόν της απόστασης ανάµεσα στις 155.000 νέες κατοικίες που υπολογίζει ότι κατασκευάστηκαν τα τελευταία 10 χρόνια και της συνολικής ζήτησης για 367.000 νέες κατοικίες.
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή
Το ζητούµενο, οι τράπεζες να ξεφορτωθούν τα ακίνητα που διαθέτουν, µαζί µε το να δώσουν περισσότερα στεγαστικά δάνεια, έθεσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, µιλώντας στην εκδήλωση που πραγµατοποίησε αυτήν την εβδοµάδα στην Αθήνα το Bloomberg.
Το έλλειµµα προσφοράς οικιστικών ακινήτων ανέδειξε η απορρόφηση του προγράµµατος «Σπίτι µου», όπου παρά τη µεγάλη ζήτηση και την υψηλή εγκρισιµότητα αιτήσεων από τις τράπεζες, τελικά οι εκταµιεύσεις δεν κάλυψαν το σύνολο του προϋπολογισµού του προγράµµατος, επειδή οι ενδιαφερόµενοι δεν βρήκαν το σπίτι για το οποίο θα δανειοδοτούνταν. Το ίδιο προεξοφλούν οι τράπεζες ότι θα συµβεί και µε το «Σπίτι µου 2».
Αναντιστοιχία
Η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης οικιστικών ακινήτων, σε συνδυασµό µε τις υψηλές τιµές που δυσχεραίνουν την απόκτηση στέγης, έχει αποτυπωθεί και σε µελέτες των τραπεζών. Το θέµα της απαλλαγής των ισολογισµών τους από τα χιλιάδες ακίνητα απασχολεί και τις ίδιες τις τράπεζες και συνιστά δέσµευσή τους έναντι του SSM. Αλλωστε, οι τράπεζες δεν είναι µεσίτες ούτε έχουν συµφέρον να διακρατούν ακίνητα, επωµιζόµενες και τα σχετικά διαχειριστικά κόστη που δεν είναι ευκαταφρόνητα.Η ιδέα οι τράπεζες να δανειοδοτούν τρίτους που θέλουν να αποκτήσουν ακίνητα από πλειστηριασµούς, προκειµένου τα ακίνητα αυτά να µην καταλήγουν στις ίδιες τις τράπεζες, δεν έχει περπατήσει (σ.σ. µία τράπεζα έχει λανσάρει σχετικό προϊόν, αλλά µε χαµηλή ανταπόκριση). Και αυτό λόγω της δικαστικής διαδικασίας. Ο πλειστηριασµός ακινήτου µπορεί να γίνει ύστερα από 7 µήνες από την κατάσχεση και στον ενδιάµεσο χρόνο το σύνηθες είναι ο οφειλέτης να ασκεί ανακοπή κατά της διαδικασίας, ώστε να αποφεύγει τον πλειστηριασµό. Ετσι, κάποιος τρίτος που θα δανειοδοτηθεί για να συµµετάσχει στον πλειστηριασµό δεν γνωρίζει αν θα αποκτήσει τελικά το ακίνητο και για να το πάρει θα πρέπει να κάνει άλλη διαδικασία εκτέλεσης.
Ακόµη και στην περίπτωση που η διαδικασία κυλήσει εξαρχής χωρίς ανακοπή από τον οφειλέτη, από τη στιγµή που κατακυρωθεί το ακίνητο σε τρίτον στον πλειστηριασµό αυτός έχει περιθώριο δέκα ηµερών για να καταβάλει το τίµηµα. Τη στιγµή που η εκταµίευση ενός στεγαστικού δανείου απαιτεί 5-6 µήνες, είναι προφανές ότι ακίνητο µέσω πλειστηριασµού µπορεί να αποκτήσει µόνο όποιος έχει το τίµηµα σε µετρητά. Το έλλειµµα προσφοράς οικιστικών ακινήτων έχει ποσοτικοποιηθεί από την Τράπεζα Πειραιώς σε άνω των 200.000 ακινήτων. Σύµφωνα µε τους υπολογισµούς µελέτης της τράπεζας, η κατασκευαστική δραστηριότητα έφτασε στο απόγειό της το 2005, µε την έκδοση 66.000 οικοδοµικών αδειών, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε 195.000 κατοικίες. Εκτοτε η πτώση ήταν συνεχής, µε αποτέλεσµα να οδηγηθούµε σε ιστορικά χαµηλά επίπεδα την περίοδο 2012 και ύστερα, µε ετήσια έκδοση αδειών που αντιστοιχεί σε 16.000 κατοικίες κατ’ έτος.
Κατά την απογραφή 2001-2011 καταγράφεται αύξηση του αριθµού των κατοικιών κατά 917.000, ενώ την επόµενη δεκαετία 2012-2022 η µελέτη υπολογίζει ότι προστέθηκαν µόνο 155.000 ακίνητα. Ταυτόχρονα, από την πλευρά της ζήτησης, την περίοδο 2001-2011 καταγράφεται αύξηση του αριθµού των νοικοκυριών κατά 582.000, ενώ από το 2012 έως το 2022 η τράπεζα υπολογίζει τη δηµιουργία µόνο 197.000 νοικοκυριών. Επιπρόσθετα, επισηµαίνει την αύξηση της ζήτησης κατοικιών λόγω βραχυχρόνιας µίσθωσης τα τελευταία χρόνια. Η ζήτηση αυτή, η οποία δρα προσθετικά στη ζήτηση για στέγαση στα εγχώρια νοικοκυριά, ανέρχεται πλέον σε 170.000 κατοικίες.
Η ανισορροπία που εντοπίζει η µελέτη της Τράπεζας Πειραιώς δεν είναι παρά προϊόν της απόστασης ανάµεσα στις 155.000 νέες κατοικίες που υπολογίζει ότι κατασκευάστηκαν τα τελευταία 10 χρόνια και της συνολικής ζήτησης για 367.000 νέες κατοικίες.
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή