"Πρέσινγκ" στις τράπεζες για μείωση των προμηθειών - Το "όπλο" της φορολόγησης και οι πιέσεις για αύξηση των επιτοκίων στις καταθέσεις
1,54 δισ. ευρώ έσοδα από προμήθειες είχαν οι ελληνικές τράπεζες στο εννεάμηνο του 2024
Οι τράπεζες προχωρούν σε μικρές μειώσεις χρεώσεων σε καθημερινές συναλλαγές και σε πακέτα συνήθων συναλλαγών με χαμηλή μηνιαία ενιαία χρέωση
Αποφασισμένη να εξαντλήσει κάθε μέσο που έχει για να πιέσει τις τράπεζες να μειώσουν τα κόστη των προμηθειών στις τραπεζικές συναλλαγές είναι η κυβέρνηση, επιδιώκοντας να μειώσει το κόστος ζωής των πολιτών σε όλα τα μέτωπα.
*Διαβάστε ακόμα: Κυριάκος Μητσοτάκης: Ταξίδι στο Λονδίνο για επενδύσεις και Γλυπτά του Παρθενώνα - Τι θα συζητήσει με τον Κιρ Στάρμερ - Όλο το πρόγραμμα των συναντήσεων
Στο πλαίσιο αυτό, αν και επισήμως διαψεύστηκαν από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο τα σενάρια περί επιβολής έκτακτου φόρου στα κέρδη των τραπεζών, το «όπλο» της έκτακτης φορολόγησης στο μέλλον παραμένει στο τραπέζι, ως έσχατο μέσο πίεσης στις τράπεζες για χαμηλότερες χρεώσεις στις συναλλαγές των πολιτών. Αυτό συνάγεται από την τοποθέτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη, στα περί επιβολής έκτακτου φόρου στις τράπεζες.
«Όσα έχουν γραφτεί περί ειλημμένης απόφασης δεν ισχύουν. Είναι δεδομένο ότι η κυβέρνηση εξετάζει όλα τα εργαλεία που έχει στα χέρια της, αλλά αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία -πέραν του ση μαντικού ζητήματος της έκτακτης φορολόγησης, που σε άλλες περιπτώσεις πολλές φορές έχουμε δει, όταν κρίνουμε απαραίτητο, να το εφαρμόζουμε- είναι οι τράπεζες να προσαρμοστούν στις ανάγκες των πολιτών και, με μια σειρά αποφάσεις που θα πάρουν, να μειώσουν τα βάρη και τις χρεώσεις έναντι των πολιτών. Αυτό είναι που επιδιώκει η κυβέρνηση και θα εξαντλήσει όλα τα μέσα που έχει προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί και αυτό είναι ένα μέρος του αυξημένου κόστους ζωής των πολιτών», είπε ο Π. Μαρινάκης.
Η επιβολή ενός έκτακτου φόρου στις τράπεζες, πάντως, δεν είναι το επιθυμητό από την κυβέρνηση, καθώς γνωρίζει ότι αυτό το μέτρο θα είχε αρνητικές συνέπειες στο επενδυτικό κλίμα, που θα αποτυπώνονταν στο Χρηματιστήριο, αλλά και στην ίδια την αξιοπιστία της χώρας.
Αυτό φάνηκε καθαρά πρόσφατα στην περίπτωση της Ισπανίας, όπου η κυβέρνηση αποφάσισε να επεκτείνει φόρο που έχει θεσπίσει στις τράπεζες, με αποτέλεσμα να προκαλέσει ισχυρές ρευστοποιήσεις τραπεζικών μετοχών στο ισπανικό Χρηματιστήριο.
Αντιστοίχως είχαν αντιδράσει οι επενδυτές και παλαιότερα, απαντώντας στην επιβολή φόρου στις ιταλικές τράπεζες από την κυβέρνηση Μελόνι.
Στην ελληνική περίπτωση, η επιβολή φόρου στις τράπεζες θα κλόνιζε την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους επενδυτές, καθώς, μόλις λίγες ημέρες πριν από τα σενάρια περί φορολόγησης, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Bloomberg στην Αθήνα για τις ελληνικές τράπεζες, είχε αναφερθεί στην καλή συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών, λέγοντας ότι, ευρισκόμενες τώρα με ισχυρά κέρδη και κεφάλαια, πρέπει να δώσουν περισσότερα στεγαστικά δάνεια και να διαθέσουν στην αγορά ακίνητα από το μεγάλο απόθεμα που έχουν στους ισολογισμούς τους.
Με διαφορά ωρών, ο πρωθυπουργός είχε μιλήσει σε εκδήλωση για τον εκσυγχρονισμό της φορολογικής διοίκησης, εμφανιζόμενος καθησυχαστικός προς τους επενδυτές, οι οποίοι, ως γνωστόν, θέλουν σταθερότητα στο φορολογικό σύστημα μιας χώρας για να επενδύσουν.
«Η κυβέρνηση δεν έχει διστάσει να πάρει έκτακτα μέτρα (φορολόγηση παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και διυλιστήρια), ωστόσο δεν μας αρέσουν, κατά κανόνα, τα έκτακτα μέτρα», είχε επισημάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Οι πιέσεις, πάντως, να μειώσουν τις προμήθειες, να αυξήσουν τα επιτόκια στις καταθέσεις και να τα μειώσουν στα δάνεια, όπως επίσης να χρηματοδοτήσουν πολύ περισσότερο επιχειρήσεις και νοικοκυριά, είναι σταθερές από την κυβέρνηση.
Βεβαίως, παρεμβάσεις στα επιτόκια ή στην πιστοδοτική πολιτική των τραπεζών δεν μπορούν να υπάρξουν, γιατί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υπόκειται σε κοινό, ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο διαμορφώνεται από την ΕΚΤ, τον SSM, την ΕΒΑ και τον SRB. Ελαστικότερη σε κυβερνητικές παρεμβάσεις είναι στην πράξη η εμπο ρική πολιτική των τραπεζών στο σκέλος των προμηθειών.
Οι ελληνικές τράπεζες είχαν στο εννεάμηνο του 2024 έσοδα από προμήθειες ύψους 1,54 δισ. ευρώ.
Δεδομένης της πίεσης που αναμένεται στα έσοδα από τόκους το 2025, καθώς θα επιταχυνθούν οι μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, είναι μονόδρομος οι τράπεζες να αυξήσουν, ως αντιστάθμισμα, τα έσοδα από προμήθειες, προκειμένου να διατηρήσουν υψηλή κερδοφορία.
Ωστόσο, οι τραπεζίτες έχουν καταστήσει σαφές -κατά τις παρουσιάσεις αποτελεσμάτων εννεαμήνου στους αναλυτές- ότι η αύξηση των προμηθειών θα έρθει σε εργασίες wealth και asset management, bancassurance, corporate και σε κάθε περίπτωση δεν πρόκει ται να θιγεί ο μικροκαταθέτης.
Μάλιστα, οι τράπεζες προχωρούν σε συχνές μικρές μειώσεις των χρεώσεων σε καθημερινές συναλλαγές, ενώ έχουν δημιουργήσει και πακέτα συνήθων συναλλαγών με χαμηλή μηνιαία ενιαία χρέωση.
Σημειώνεται ότι έτσι λειτουργούν και οι τράπεζες στο εξωτερικό, με σημαντικά υψηλότερες, μάλιστα, χρεώσεις. Δεν είναι τυχαίο που τα συγκριτικά τελευταία στοιχεία του SSM δείχνουν ότι η συμβολή των προμηθειών στα συνολικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών είναι πολύ χαμηλότερη από των ευρωπαϊκών (16,2% για τα τέσσερα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας, έναντι 28,2% για τα 107 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε.).
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 30/11/2024
*Διαβάστε ακόμα: Κυριάκος Μητσοτάκης: Ταξίδι στο Λονδίνο για επενδύσεις και Γλυπτά του Παρθενώνα - Τι θα συζητήσει με τον Κιρ Στάρμερ - Όλο το πρόγραμμα των συναντήσεων
Στο πλαίσιο αυτό, αν και επισήμως διαψεύστηκαν από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο τα σενάρια περί επιβολής έκτακτου φόρου στα κέρδη των τραπεζών, το «όπλο» της έκτακτης φορολόγησης στο μέλλον παραμένει στο τραπέζι, ως έσχατο μέσο πίεσης στις τράπεζες για χαμηλότερες χρεώσεις στις συναλλαγές των πολιτών. Αυτό συνάγεται από την τοποθέτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη, στα περί επιβολής έκτακτου φόρου στις τράπεζες.
«Όσα έχουν γραφτεί περί ειλημμένης απόφασης δεν ισχύουν. Είναι δεδομένο ότι η κυβέρνηση εξετάζει όλα τα εργαλεία που έχει στα χέρια της, αλλά αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία -πέραν του ση μαντικού ζητήματος της έκτακτης φορολόγησης, που σε άλλες περιπτώσεις πολλές φορές έχουμε δει, όταν κρίνουμε απαραίτητο, να το εφαρμόζουμε- είναι οι τράπεζες να προσαρμοστούν στις ανάγκες των πολιτών και, με μια σειρά αποφάσεις που θα πάρουν, να μειώσουν τα βάρη και τις χρεώσεις έναντι των πολιτών. Αυτό είναι που επιδιώκει η κυβέρνηση και θα εξαντλήσει όλα τα μέσα που έχει προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί και αυτό είναι ένα μέρος του αυξημένου κόστους ζωής των πολιτών», είπε ο Π. Μαρινάκης.
Η επιβολή ενός έκτακτου φόρου στις τράπεζες, πάντως, δεν είναι το επιθυμητό από την κυβέρνηση, καθώς γνωρίζει ότι αυτό το μέτρο θα είχε αρνητικές συνέπειες στο επενδυτικό κλίμα, που θα αποτυπώνονταν στο Χρηματιστήριο, αλλά και στην ίδια την αξιοπιστία της χώρας.
Αυτό φάνηκε καθαρά πρόσφατα στην περίπτωση της Ισπανίας, όπου η κυβέρνηση αποφάσισε να επεκτείνει φόρο που έχει θεσπίσει στις τράπεζες, με αποτέλεσμα να προκαλέσει ισχυρές ρευστοποιήσεις τραπεζικών μετοχών στο ισπανικό Χρηματιστήριο.
Αντιστοίχως είχαν αντιδράσει οι επενδυτές και παλαιότερα, απαντώντας στην επιβολή φόρου στις ιταλικές τράπεζες από την κυβέρνηση Μελόνι.
Στην ελληνική περίπτωση, η επιβολή φόρου στις τράπεζες θα κλόνιζε την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους επενδυτές, καθώς, μόλις λίγες ημέρες πριν από τα σενάρια περί φορολόγησης, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Bloomberg στην Αθήνα για τις ελληνικές τράπεζες, είχε αναφερθεί στην καλή συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών, λέγοντας ότι, ευρισκόμενες τώρα με ισχυρά κέρδη και κεφάλαια, πρέπει να δώσουν περισσότερα στεγαστικά δάνεια και να διαθέσουν στην αγορά ακίνητα από το μεγάλο απόθεμα που έχουν στους ισολογισμούς τους.
Με διαφορά ωρών, ο πρωθυπουργός είχε μιλήσει σε εκδήλωση για τον εκσυγχρονισμό της φορολογικής διοίκησης, εμφανιζόμενος καθησυχαστικός προς τους επενδυτές, οι οποίοι, ως γνωστόν, θέλουν σταθερότητα στο φορολογικό σύστημα μιας χώρας για να επενδύσουν.
«Η κυβέρνηση δεν έχει διστάσει να πάρει έκτακτα μέτρα (φορολόγηση παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και διυλιστήρια), ωστόσο δεν μας αρέσουν, κατά κανόνα, τα έκτακτα μέτρα», είχε επισημάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Πιέσεις από την κυβέρνηση προς τις τράπεζες για μεγαλύτερη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών
Οι πιέσεις, πάντως, να μειώσουν τις προμήθειες, να αυξήσουν τα επιτόκια στις καταθέσεις και να τα μειώσουν στα δάνεια, όπως επίσης να χρηματοδοτήσουν πολύ περισσότερο επιχειρήσεις και νοικοκυριά, είναι σταθερές από την κυβέρνηση.Βεβαίως, παρεμβάσεις στα επιτόκια ή στην πιστοδοτική πολιτική των τραπεζών δεν μπορούν να υπάρξουν, γιατί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υπόκειται σε κοινό, ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο διαμορφώνεται από την ΕΚΤ, τον SSM, την ΕΒΑ και τον SRB. Ελαστικότερη σε κυβερνητικές παρεμβάσεις είναι στην πράξη η εμπο ρική πολιτική των τραπεζών στο σκέλος των προμηθειών.
Οι ελληνικές τράπεζες είχαν στο εννεάμηνο του 2024 έσοδα από προμήθειες ύψους 1,54 δισ. ευρώ.
Δεδομένης της πίεσης που αναμένεται στα έσοδα από τόκους το 2025, καθώς θα επιταχυνθούν οι μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, είναι μονόδρομος οι τράπεζες να αυξήσουν, ως αντιστάθμισμα, τα έσοδα από προμήθειες, προκειμένου να διατηρήσουν υψηλή κερδοφορία.
Ωστόσο, οι τραπεζίτες έχουν καταστήσει σαφές -κατά τις παρουσιάσεις αποτελεσμάτων εννεαμήνου στους αναλυτές- ότι η αύξηση των προμηθειών θα έρθει σε εργασίες wealth και asset management, bancassurance, corporate και σε κάθε περίπτωση δεν πρόκει ται να θιγεί ο μικροκαταθέτης.
Μάλιστα, οι τράπεζες προχωρούν σε συχνές μικρές μειώσεις των χρεώσεων σε καθημερινές συναλλαγές, ενώ έχουν δημιουργήσει και πακέτα συνήθων συναλλαγών με χαμηλή μηνιαία ενιαία χρέωση.
Σημειώνεται ότι έτσι λειτουργούν και οι τράπεζες στο εξωτερικό, με σημαντικά υψηλότερες, μάλιστα, χρεώσεις. Δεν είναι τυχαίο που τα συγκριτικά τελευταία στοιχεία του SSM δείχνουν ότι η συμβολή των προμηθειών στα συνολικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών είναι πολύ χαμηλότερη από των ευρωπαϊκών (16,2% για τα τέσσερα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας, έναντι 28,2% για τα 107 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε.).
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 30/11/2024